Life

Επανεξετάζοντας τη βία κατά των γυναικών

Οι γυναίκες «τρομάζουν» ή θυσιάζονται;

32014-72458.jpg
A.V. Guest
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γλυπτό έργο, Louise Bourgeois, La Femme Pieu
© Louise Bourgeois, La Femme Pieu

Η ψυχαναλύτρια Μερόπη Μιχαλέλη γράφει για τη βία κατά των γυναικών και τη θηλυκότητα που τρομάζει

Η θηλυκότητα που τρομάζει 

Σε μια μυθική εποχή, ονειρευτήκαμε ότι είχαμε μια Μητέρα –Θεά, που θα μας προστάτευε, θα μας αγαπούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, άνευ όρων. Και ήρθε μια στιγμή, όχι μυθική αυτή την φορά, αληθινή, επώδυνη, που νοιώσαμε ότι είχε κι άλλα πράγματα στο μυαλό της, που έμοιαζε να της δίνουν μεγαλύτερη ικανοποίηση: Έναν άνδρα; Την αδερφή ή τον αδερφό μας; Αυτή η προδοσία ήταν η πρώτη μεγάλη θεμελιώδης απογοήτευση της ύπαρξής μας. Μήπως για να πάρει ο άνθρωπος εκδίκηση γι’ αυτή την πρωταρχική προδοσία, σε κάθε γυναίκα αξίζει μια τιμωρία; Κάτι που συνεχίζεται στους αιώνες των αιώνων: οι γυναίκες υποτιμούνται, ταπεινώνονται, καταδικάζονται σε ψυχικό θάνατο.

Όμως, επίσης στους αιώνες των αιώνων, η γυναίκα πρωτοστατεί  στις μεταμορφώσεις: Μάγισσα, Πυθία, Μαμή, Μυθικό τέρας ή νέα κοπέλα-παρθένα δαιμονισμένη: στοίχειωνε και στοιχειώνει πάντα την φαντασία μας με την σκιά της δαιμονικής δύναμης που της αποδίδεται. Η απειλή που αφήνει να πλανιέται γύρω της, πραγματική ή φανταστική, ήταν και είναι για την ανθρώπινη κοινότητα μια περιοχή εμμονής.

Η γυναίκα που θυσιάζεται

Τη γυναίκα που θυσιάζεται, δεν τη συναντάμε μόνο στους μύθους, ή ως χαρακτήρα /πρόσωπο που διαρκώς επανέρχεται στους ερωτικούς θρύλους, στα θρησκευτικά κείμενα, στα θεμελιώδη κείμενα του πολιτισμού μας. Είναι και η γυναίκα της διπλανής πόρτας, αυτήν που συναντάμε κάθε μέρα, της απευθύνουμε τον λόγο, την προσπερνάμε, την υποτιμάμε. Κατοικεί στα θεμέλια  πολλών οικογενειακών ιστοριών, άλλοτε τυλιγμένη από μυστικά και άλλοτε από ντροπή, άλλοτε από σιωπηλό κουράγιο και άλλοτε από όλες τις μορφές άρνησης. Συχνά, αυτή η γυναίκα δεν έχει τα λόγια να μιλήσει για τη  θυσία της, κατοικεί μέσα μας. Η σχέση της με την θυσία γίνεται δική μας σχέση. Μας πλήττει και μας προκαλεί. Γιατί η θυσία δεν είναι μόνο συνώνυμη της καταπίεσης, είναι και το σημάδι μιας επανάστασης, ενός ανοίγματος στο καινούριο, ενός ρήγματος στην εξέλιξη και τη ροή της μοίρας.

Η γυναίκα μέσω της θυσίας της αντικαθιστά μια πράξη, ένα γεγονός, που οργανώνεται γύρω από ένα τραύμα που υπέστη κάποτε, συνήθως στα πρώτα χρόνια της ζωής της και το απώθησε, ίσως και να το άφησε άθικτο σαν μία διαρκή χαίουσα πληγή, που θα ζητά συνεχή επανατροφοδότηση μέσα από την επανάληψη του. Στο εξής, η θηλυκότητα της συμπίπτει με την πράξη του «θυσιάζω». Αλλά τι θυσιάζει και σε ποιόν; Μια γυναίκα που θυσιάζει την ζωή της, χρησιμοποιώντας όλους τους τρόπους με τους οποίους κάποιος μπορεί να τελειώσει με τη ζωή του, παραμένοντας μέσα σ’ αυτήν, παραμένοντας ζωντανή - νεκρή, (αυτό που στις μέρες μας αποκαλούμε «κατάθλιψη»), είναι μια γυναίκα την οποία πιθανότατα θυσίασαν στην παιδική της ηλικία. Πώς; Με χιλιάδες τρόπους, συχνά ανεπαίσθητους στα μάτια των άλλων αλλά αισθητούς στο δικό της σώμα, που ανέλαβε να σηκώσει το φορτίο της «ανείπωτης ψυχικής πληγής».

Η θηλυκότητα φέρει εν δυνάμει την μητρότητα. Αυτό της δίνει ένα τεράστιο βάρος, σχεδόν θεϊκό. Μέσα στην μητρότητα υπάρχει μια δύναμη πολύ τρομακτική. Μια δύναμη που οι άνδρες έχουν προσπαθήσει και προσπαθούν με κάθε μέσον, να ελέγξουν, να κατακτήσουν, να κατέχουν: μέσω της αγάπης, της επιστήμης,της άγνοιας ή της βίας! Γι’ αυτό σχεδόν πάντα η θυσία στην γυναίκα σχετίζεται με την μητρική διάσταση: αυτό που της ζητείται να βάλει σε υποθήκη , είναι αυτή την δυνατότητα: της μητρότητας, ως φορέα και συνεχιστή της ζωής. Η νέα γυναίκα που θυσιάζεται, ή την θυσιάζουν, θυσιάζει/ θυσιάζεται εντός της την/ η μέλλουσα μητέρα. Θα ήθελε να είναι μια ηρωίδα, ένα σώμα χωρίς μήτρα που θα περιέξει κάποτε μια ζωή, ένα σώμα που δεν θα μολυνθεί από την μητρότητα. Θα παραμείνει πιστή και αφοσιωμένη στην πράξη της, στην πίστη της, διαπράττοντας με την θυσία της κάτι θεμελιώδες και ταυτοχρόνως τρομακτικό. Εδώ αναφέρομαι σε όλες αυτές τις υπογόνιμες γυναίκες που βλέπω στην κλινική μου πρακτική, που ζουν στην σκιά της μελαγχολικής μητέρας τους, και έχουν διανύσει όλη τους την παιδική και εφηβική ηλικία, ακούγοντας από αυτήν αδιαλείπτως την φράση «Εγώ έχω θυσιάσει τα πάντα για εσάς». Αυτές οι γυναίκες εκτός κι αν επιχειρήσουν το διάβημα μιας Αναλυτικής εργασίας, δίνουν μια μάχη χαμένη εξ αρχής. Δεν τις διαπερνά ποτέ μια πραγματική επιθυμία αγάπης: μόλις την νοιώσουν, ευθύς αμέσως την καταστρέφουν.

Και αυτές που θυσιάζονται σε μια περιοχή ηδονής; Στον όμορφο, σαγηνευτικό, αποπλανητικό άνδρα, που τους υπόσχεται να τους προσφέρει όλα όσα δεν έλαβαν από την οικογένεια τους; Τότε θυσιάζονται, εν αγνοία τους, ασυνείδητα, για να συλλάβουν τον άλλον στα γρανάζια της επιθυμίας τους και να τον υποτάξουν ολοκληρωτικά. Ανεπιτυχώς, με τίμημα την ζωή τους, ψυχική ή και βιολογική.

Η γυναίκα που θυσιάζεται, δεν είναι μόνο μια γυναίκα που κακοποιείται, απομονωμένη, μυστικά μέσα στο οικογενειακό σύμπαν, έχοντας αποφασίσει να τελειώνει με αυτό. Μέσα στο δράμα που παίζεται, σε πολλές πράξεις, έχει προσκαλέσει τουλάχιστον έναν μάρτυρα, ο οποίος συμμετέχει και πρέπει να της απαντήσει. Έτσι η γυναίκα που θυσιάζεται, καθίσταται  μια επικίνδυνη γυναίκα. Εν πρώτοις λόγω της ακραίας παθητικότητας που διατηρεί ως προς την πράξη θυσίας που διαπράττει: σαν η θυσία της  να είναι ένα σημάδι της μοίρας, που υπαγορεύεται εκ προθέσεως και χωρίς να υπάρχει άλλη πιθανή διέξοδος. Αντιγόνη, Ιφιγένεια, Ελένη, Μήδεια, Μαρία, Μαρία Μαγδαληνή, Ιωάννα της Λωραίνης, Άννα Καρένινα: Αγία ή πόρνη, μητροκτόνος ή μάρτυρας, εξόριστη, παθιασμένα ερωτευμένη, η γυναίκα που θυσιάζεται βρίσκεται στο όριο: στο όριο μιας τάξης πραγμάτων που αμφισβητεί, στο όριο αυτού που μπορεί να συλλάβει η σκέψη μας, του ανεκτού, της ηθικής. Όριο που αποτελεί το ίδιο το σώμα απέναντι στην θανάτωση, που συχνά επιβάλλει ασυνείδητα η ίδια στον εαυτό της, παραμένοντας στην κακοποιητική σχέση ακινητοποιημένη από τον φόβο της. Απέναντι στα γεγονότα που διατρέχουν την ζωή της, είναι το θύμα ή αυτή που σιωπηλά, μυστικά, ενορχηστρώνει το έγκλημα - θυσία της;

Θυσιάζεται ή θυσιάζει;

Η θυσιαστική γυναίκα έχει αναπόδραστα κάτι διπλό: θυσιάζει και θυσιάζεται, κατά περίσταση. Υποτάσσεται αυτή και υποτάσσει το σώμα της σε μία πράξη, η οποία την καταργεί, την ακρωτηριάζει, αλλά της χαρίζει μια άλλη θέση, μια δόξα. Μέσα από τη θυσία του, το υποκείμενο καταργείται, αλλά μεγαλώνει μέσω της πράξης του. Εξαφανίζεται το Εγώ  και γίνεται υπόδειγμα, φορέας μιας αξίας που το ξεπερνά αλλά προσωποποιείται μέσω αυτού.

Εκτός από τις ηρωίδες που αναφέρθηκαν, είναι και η γυναίκα της διπλανής πόρτας, η γειτόνισσα μας, αλλά και η καμικάζι σε αποστολή – σφαγή αυτοκτονίας, που οι γείτονές της αγνοούσαν και δεν φανταζόντουσαν ικανή να διαπράξει ένα τέτοιο αποτρόπαιο έγκλημα. Ποια είναι η κοινή στόφα όλων αυτών των γυναικών; Επώνυμων, ηρωίδων ή εντελώς ανώνυμων; Σε ποιον απευθύνει η γυναίκα την θυσία της; Η θυσιαζόμενη γυναίκα, σκηνοθετεί την θυσία της. Συντελείται η πράξη της προκειμένου να υπάρξει στα μάτια κάποιου, για να συμβεί κάτι, ένα άνοιγμα στην ζωή, έστω κι αν γίνεται με κίνδυνο τον θάνατο της. Προκειμένου να ακουστεί επιτέλους η φωνή της, για να βάλει ένα τέλος σε αιώνες σιωπής και σε όλα τα χτυπήματα  που έχει δεχθεί χωρίς να πει λέξη, ελπίζει σε μια απάντηση, στην τελευταία της έκκληση. Είτε πραγματοποιείται για λόγους τιμής, από εκδίκηση, από οίκτο, από παθιασμένο έρωτα, η θυσία απομονώνει το άτομο σε μία απέλπιδα  παράκληση προς κάποιον, «Άλλον», που δεν απάντησε μέχρι τότε στην παράκληση του.

Η θυσία όμως δεν έχει πάντα κάτι το θεαματικό, το τραγικό, το ηρωικό. Είναι οι θυσίες χωρίς ηχώ. Θυσίες που γίνονται σε ζωές που έχουν σβήσει, είναι άσπρες. Τι είναι μια άσπρη ζωή; Ποιός δεν έχει διασταυρωθεί στο δρόμο, στο λεωφορείο, στο μετρό, με αυτές τις γυναίκες με το άδειο βλέμμα; Περπατούν σαν φαντάσματα, η περπατησιά τους δεν έχει πυκνότητα. Αν τις προσέξουμε, νοιώθουμε να μας διαπερνά η ευθραυστότητά τους, θέλουμε να τις πλησιάσουμε και να τις παρηγορήσουμε. Αλλά κάτι από την θωριά τους μας κάνει να νοιώθουμε ανήμποροι να τις παρηγορήσουμε. Σαν να μας ζητούν να τις εκπροσωπήσουμε στα πάντα, να μιλήσουμε εμείς στη θέση τους… Τι τις εμποδίζει/εμπόδισε να κατοικήσουν την ζωή τους; Να διεκδικήσουν και να προστατέψουν το στοιχειώδες, που είναι το δικαίωμά τους στο να ορίζουν εκείνες τις επιθυμίες και τη  διαδρομή τους; Σαν μια κατάρα που έρχεται από όλη την οικογενειακή τους γραμμή; Πένθη απαρηγόρητα, για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, έναν άνδρα που τις πρόδωσε, ένα παιδί που δεν γεννήθηκε από έναν ένοχο έρωτα, μια συνάντηση που δεν έγινε, ένα όνειρο που δεν αρθρώθηκε με λόγια, μια ντροπή για έναν πατέρα. Αλλά στην βάση, στην αρχή της ζωής τους υπάρχει συχνά, μια μητέρα που ήταν φυσικά παρούσα αλλά ψυχικά απούσα ώστε δεν τους μετέφερε τις διαδρομές αυτοπροστασίας και αυτοεκτίμησης. Μια πρώιμα εγκατεστημένη απογοήτευση από αυτή την αρχική συνάντηση, κατέλαβε όλο το κάδρο και δεν άφησε χώρο για άλλες πινελιές από ζωογόνα Αγάπη.

Δεν υπάρχουν για τον εαυτό τους, δεν ζητάνε τίποτε, κυρίως δεν περιμένουν τίποτα, διατηρούν μια θέση ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και αυτόν των νεκρών, εξασφαλίζοντας έτσι το πέρασμα από τον ένα κόσμο στον άλλο. Κι όμως επιβιώνουν, με οδύνη, αλλά επιβιώνουν. Το «θηλυκό», ακόμη και μέσα σε έναν άνδρα, είναι αυτή η πεισματική παθητικότητα, πεισματική γιατί αρνείται να παραδοθεί, μπορεί να καταστρέψει  και να αποσυναρμολογήσει τα πάντα.

Αυτές οι γυναίκες υπάρχουν παντού, στις οικογένειές μας, αλλά ντρεπόμαστε γι’ αυτές. Θέλουμε να τις σβήσουμε κι εμείς από τη μνήμη μας, όπως έσβησαν αυτές την ύπαρξή τους. Αν τις γνωρίσουμε καλύτερα, φοβόμαστε ότι θα μολυνθούμε κι εμείς από αυτή την αγιάτρευτη αρρώστια τους: την λευκή μελαγχολία τους. Το «θυσίασα τα πάντα για σένα», έδιωξε τα παιδιά τους μακιά τους, έχοντάς τα πριν κλειδαμπαρώσει σε μια ατέρμονη ενοχή ότι δεν κατάφεραν να γιατρέψουν τη  μάνα τους. Η «θυσία» κληρονομείται, πάει από γενιά σε γενιά. Ακούμε τον ανεπαίσθητο ψίθυρο της, σε ζωές που είναι ποτισμένες σαν από δηλητήριο. Πίσω από την γεύση δηλητήριου που αναδίδουν οι ζωές ασθενών μας σε ανάλυση, κυρίως γυναικών, ακούγεται ο ανεπαίσθητος ήχος, σαν να έρχεται μέσα από σπηλιά, της μητέρας, της γιαγιάς που θυσιάστηκαν. Πώς να απαλλαγείς όμως από τη μη –ζωή, την όχι-ζωή αυτηνής που σου έδωσε τη ζωή; Φόνος της δικής της ζωής, φθόνος για εσένα που θέλεις να ζήσεις χωρίς να κουβαλάς τη θυσία της, την ακόρεστη πείνα και δίψα της, γιατί εκείνης η ζωή τής είναι απαγορευμένη. Χρέος που δεν εξοφλείται ποτέ, όχι ευγνωμοσύνη. Γιατί, η ακόρεστη πείνα της μάνας, αυτό το πηγάδι χωρίς πάτο που δεν γεμίζει ποτέ, πλήττει την ικανότητατης κόρης να επιθυμεί και στη συνέχεια να αγαπά: διότι η μητρότητα, για την κόρη αυτής της αδηφάγας μητέρας, επιβάλλεται, δεν επιλέγεται, ως ελπίδα να κορέσει αυτή τη στοματικότητα χωρίς όρια, εκ μητρός εκπορευόμενη.

Η θεραπεία ή πώς επανέρχεται η επιθυμία στην θέση της θυσίας;

Για μια γυναίκα, το ζήτημα της θυσίας, είναι σαν μία διπλή εξορία: εξόριστη από τη μητρική της προστατευτική λειτουργία αλλά και εξόριστη από το πεπρωμένο της, που θα μπορούσε να την απελευθερώσει. Θυσιαζόμενη, έπαψε να επιθυμεί. Η απουσία επιθυμίας, μετέτρεψε την ζωή της σε έρημο.

Η θυσία είναι μια πράξη χωρίς γυρισμό προς τα πίσω. Σήμερα, δεν θέλουμε πλέον γυναίκες να θυσιάζονται. Δεν αποδίδει ούτε στις ίδιες ούτε στην κοινωνία όπου ζουν. Πάρα πολλά θύματα γύρω μας, πίσω μας, ανώνυμα, σε ένα αιώνα που θέτει ως στόχο την πρόοδο στις ανθρωπιστικές αξίες και την ανθρώπινη ολοκλήρωση και εξέλιξη μέσω της αυτοέκφρασης και της συνεργασίας. Μια κοινωνία στερούμενη ανθρώπους διατεθειμένους να θυσιάσουν κάτι δικό τους για το κοινό καλό, είναι μια κοινωνία χαμένη. Αλλά και μια κοινωνία αδύναμη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και έγκαιρα την θυσία των αδύναμων πολιτών της είναι ολοκληρωτικά, για πάντα χαμένη. Επειδή οι θυσιαζόμενοι απουσιάζουν όχι μόνο από την ίδια τους την ζωή αλλά και από την κοινωνία που τραυματίζουν ανεπανόρθωτα με τις θυσίες τους και την σιωπηρή αποδοχή τους. Η θυσία χρειάζεται να αντικατασταθεί: από την δυνατότητα να επιθυμείς, να ονειροπολείς και να δημιουργείς την διαδρομή που θέλεις να διανύσεις. Πώς γίνεται όμως το ταξίδι προς τα πίσω, προς τις ρίζες της επιθυμίας; Επιθυμίας για τη μητρότητα, για τη δημιουργικότητα, την ψευδαίσθηση της επανένωσης με το ιδεώδες αντικείμενο που αναμέναμε ότι θα μας προσφέρει μία άνευ όρων, αψεγάδιαστη ΑΓΑΠΗ; Το ταξίδι για να βρούμε και να ξαναβρούμε μέσα μας αυτή την αγάπη, την επιθυμία που κινητοποιεί προς τα εμπρός, είναι μακρύ και έχει πολλά στάδια. Είναι αυτή η αέναη αναζήτηση των λέξεων, των παιχνιδιών, των έργων που δημιουργούμε ως γυναίκες και συνθέτουν μέσα μας το αίσθημα ότι κάπου ανήκουμε, κάτι κατ-έχουμε, με κάποιους είμαστε συνδεδεμένες, και έχουμε αποδεχθεί ότι το ιδεώδες της εφηβείας, όπου όλα ήταν ακόμη ανοιχτά και πιθανά, δεν μας ησυχάζει πλέον. Ανακαλύπτουμε πλέον με τρυφερότητα την θνητότητα μας. Τότε ανοίγει μια χαραμάδα προς την δημιουργικότητα, που μας κινητοποιεί και μας δίνει νόημα και κατεύθυνση. Τότε μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας ό,τι νομίζαμε ότι κατείχαμε.

Τελειώνοντας, θα δανειστώ ένα έργο που ίσως συμπυκνώνει αρκετά από τα παραπάνω. Είναι της Louise Bourgeois, La Femme Pieu (Η Γυναίκα πάσσαλος): Μικροσκοπική, χωρίς απαιτήσεις, προσφέρει το πρωταρχικό παράδειγμα της μίξης πόνου και ευχαρίστησης. Δεν έχει κεφάλι, χέρια, πόδια, κείτεται στην πλάτη της σαν ένα μαξιλαράκι για καρφίτσες. Οι καρφίτσες είναι μπηγμένες στην κοιλιά/ γεννητική περιοχή και θα μπορούσε να φαίνεται ότι ο θάνατος της ίδιας ή του εμβρύου που φέρει είναι επικείμενος. Όμως οι τροφοδότες μαστοί είναι ανέπαφοι και ο πάσσαλος που υπάρχει εκεί όπου θα έπρεπε να υπάρχει το κεφάλι, δηλώνει ότι η γυναίκα μπορεί να επιστρέψει δριμύτερη στη  μάχη, και ότι είναι αιχμηρή αλλά και αισθησιακή, τόσο στο σώμα όσο και στο μυαλό.

Καλοκαίρι 2021

Αφιερωμένο σε όλα τα κορίτσια που ιχνηλατούν την πορεία προς τη θηλυκότητα, στα κορίτσια μου που πάντα με εμπνέουν, στις νέες γυναίκες που επιθυμούν και αγαπούν χωρίς να χάνουν τα εσωτερικά τους όρια.

Η Μερόπη Μιχαλέλη, PhD, είναι ψυχαναλύτρια ΕΨΕ, IPA Ιδρυτικό Μέλος και πρώην Πρόεδρος (2013-2019) Ελληνικής Εταιρείας για την Ψυχική Υγεία των Βρεφών (WAIMH Greece)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ