Life

Ζευγάρια σιτεμένα (εν καιρώ πανδημίας)

«Μου λείπεις, πολύ μου λείπεις. Σε είχα σιγουράκι, εσένα και τη ζωή μας. Τώρα που τα στερούμαι και τα δύο, κατάλαβα τι αξίζουν»

maria-mavrikaki.jpg
Μαρία Μαυρικάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
two people face to face yelling at each other-Antonella Macchiavello-mixkit
©Antonella-Macchiavello-mixkit

H συγγραφέας Μαρία Μαυρικάκη «καταγράφει» ένα διάλογο μεταξύ ενός συνηθισμένου ζευγαριού την εποχή της πανδημίας

Γ: Άνοιξε-κλείσε, κάθε τόσο. Μου θυμίζουν τον οδοντίατρό μου, με αυτά τα μέτρα. Έτσι λέει κι εκείνος, όταν δίνει πόνο. Μην τα ακουμπάς στο τραπέζι τα ψώνια!
Α: Σταμάτα να δίνεις διαταγές. Έλιωσα στην ουρά μία ώρα!
Γ: Εντάξει, κάτσε να σου τηγανίσω δυο αυγά. Θα πείνασες. Ουφφφ!
Α: …..

Γ:  Ό,τι σου πω να αγοράσεις, το φέρνεις ληγμένο. Ποτέ δεν κοιτάς ημερομηνία. Απορώ πώς το ήπιες εκείνο το γάλα, το πρωί. Δεν είδες ότι βρωμοκοπούσε;
Α: …..

Γ: Πάλι δεν απαντάς;
Α: Τι να πω; Δεν το είδα. Ξέχασα.
Γ: Πρωτότυπο. Πρόσεχες, τουλάχιστο; Είχε κόσμο στο μάρκετ; Είδες κανένα γνωστό;
Α: Εγώ αν πρόσεχα ρε γυναίκα, ή εσύ που πήγες για βαφή παράνομα στο σκοτεινό κομμωτήριο, και μου ‘ρθες με τα αυτιά σου και τα δυο μες στην καραμπογιά;
Γ: Και πού το ξέρεις ότι ήταν σκοτεινό;
Α: Εσύ μου το είπες. Παράτα με κι έχω την κούρασή μου. 
Γ: Ναι, γιατί εγώ στα λέω όλα, δεν κάθομαι στον καναπέ σαν το μουγγοθόδωρα, κολλημένος με το κινητό.
Α: Ενώ, εσύ, καθόλου κολλημένη με τα σκουπίδια στην τηλεόραση.
Γ: Ποια σκουπίδια, μωρέ; Εγώ ακούω όλες τις απόψεις. Να, ας πούμε, ήξερες πως αν δεν υπάρχουν επώνυμες καταγγελίες, δεν υπάρχει και πρόβλημα; Όλα μέλι γάλα.
Α: Δε σε κατάλαβα.
Γ: Μόνο τώρα; Αμέτρητες φορές.
Α: Σταμάτα πια. Δεν είναι τρόπος αυτός, μας φτάνει η κλεισούρα.
Γ: Εσύ μιλάς για τρόπους; Όταν, εμένα, η γιαγιά μου έπαιζε πιάνο και μου μάθαινε το σαβουάρ βιβρ…
Α: Ξέρω, «η δικιά μου άνοιγε φύλλο για πρασόπιτα». Μικρός είμαι, θα μάθω κι εγώ τα γαλλικά. Θα το σηκώσεις το τηλέφωνο;
Γ: Μπορώ να κάνω κι αλλιώς; Αφού εσύ δεν το παίρνεις ποτέ.
Α: Ή η αδερφή σου ή ο γιόκας σου θα είναι. Και οι δυο εσένα θέλουν.  
Γ: Άλλος ήταν. Αγάπη μου, έκανες λάθος!
Α: Ναι, αλλά όχι τώρα, πριν τριάντα χρόνια.

Γ: Ο διαχειριστής. Είναι άρρωστος, λέει, και δεν κανόνισε για το πετρέλαιο. Πυρετό έχει δυο βδομάδες, αλλά δεν του βρίσκουν τίποτα. Κάνει συνέχεια εξετάσεις.
Α: Ωχ!
Γ: Κόβιντ, λέει, δεν έχει. Η κόρη των απέναντι, που είχε κάτι παρόμοιο και ψάχνανε καιρό, τελικά ήταν ένα μικρόβιο στο αίμα, από γάτα, και να φανταστείς ότι γάτα δεν έχουνε. Βάλε αλάτι στο αυγό σου,…
Α: … «αλλιώς δεν χωνεύεται εύκολα το αυγό». Χιλιοστή φορά που το ακούω. Έχω πίεση λέμε, μη μου την ανεβάζεις άλλο.
Γ: Πάντως, αυτός ο κόβιντ σε κόβει, δεν έχεις κουράγια. Ωχ τι μυρίζει;
Α: Τίποτα. Σταμάτα λίγο, έχω εξάντληση, πάω για ξάπλα.
Γ: Πώς τίποτα καλέ, καήκαμε, ξέχασα το μάτι αναμμένο! Κάρβουνο έγινε το τηγάνι.
Α: Δεν κατάλαβα τίποτα.
Γ: Το συνηθίζεις. Ειλικρινά, τώρα, δεν μυρίζεις;
Α: Καθόλου.
Γ: Και το σκέφτηκα το πρωί, που ήπιες εκείνο το γάλα, αλλά δεν το είπα.
Α: Να το έλεγες! Δεν το μπορώ αυτό, όλη την ώρα «το σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα».
Γ: Παίρνω τον γιατρό. Θεέ μου, μακριά από μας!

Α: SMS Μου λείπεις, πολύ μου λείπεις. Σε είχα σιγουράκι, εσένα και τη ζωή μας. Τώρα που τα στερούμαι και τα δύο, κατάλαβα τι αξίζουν. Τουλάχιστον, γράψε κάτι σε αυτό το νούμερο, θα μου το διαβάσει η νοσοκόμα. 

Γ: SMS Θα γίνεις καλά, βάστα γερά. Όταν μπορέσεις να σηκωθείς, στάσου στο παράθυρο να σε δω λιγάκι. Έρχομαι κάθε μεσημέρι στο Σωτηρία, δεν κάνει να μπω, αλλά φέρνω κέικ και πίτες για τα παιδιά που δουλεύουν. Κάτι με δίδαξε κι εμένα η γιαγιάκα σου. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ