Life

Σχετικά μ’ εκείνους τους τρεις μήνες

Κορωνοϊός, η τέλεια ευκαιρία να εξερευνήσει κανείς τους hikikomori χωρίς να γίνει γραφικός

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 750
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
hikikomori

Πώς η καραντίνα μας έκανε να ζούμε σαν hikikomori, εκείνους τους ανθρώπους που αποσύρονται από την κοινωνία, επιλέγοντας την απόλυτη απομόνωση και τον εγκλεισμό

Δεν υπάρχει ημερολόγιο για εκείνες τις μέρες. Υπάρχει ένα μικρό πράσινο σημειωματάριο με σελίδες γεμάτες από τις ίδιες βασικές πληροφορίες: ονοματεπώνυμο και διεύθυνση, ημερομηνία και ώρα, και λόγος μετακίνησης. Αυτά, όλα κι όλα, συνέθεταν την αναφορά στον έξω κόσμο. Το καθημερινό προσκύνημα στην πραγματικότητα. Ξαφνικά, η ζωή ήταν ξανά απλή.

Κυρίως, ήταν απενοχοποιημένη από την υποχρέωση να αφιερώσω χρόνο και προσοχή στις υποθέσεις άλλων ανθρώπων.  Τα δύσκολα αφεντικά και τα επαγγελματικά αδιέξοδα, η υγεία των γονιών, τα σχέδια για το καλοκαίρι... Φυσικά και αντιλαμβάνομαι ότι αυτά συνθέτουν τον κοινωνικό ιστό. Φυσικά κι ένιωθα ένοχος που τόσο λίγο μ’ ενδιέφεραν. Ήταν σαν μια πάθηση που όφειλε να κρατηθεί κρυφή, κι από μένα τον ίδιο.

Ο εγκλεισμός, και η ανακούφιση που τον συνόδευε, με έφεραν ενώπιον ενωπίω. Αναγκάστηκα να παραδεχτώ τα πάντα. Ότι βιώνω την κοινωνικότητα σαν μια μορφή αδιάκοπης πολιορκίας. Ότι, για μένα, φιλία είναι η τέχνη των αποστάσεων. Ότι οι μαζώξεις με πάνω από τέσσερα-πέντε άτομα με διασπούν με τρόπο οδυνηρό (: σαν να πρέπει να φας σταφύλια, μετά μελιτζάνες, μετά μουσταλευριά, και στο τέλος να φύγεις πεινασμένος.) Ότι μέσα σ’ ένα πλήθος, με κυριεύει άγχος εκμηδενισμού.

Μισό εκατομμύριο hikikomori δεν μπορεί να κάνουν λάθος, σκεφτόμουν όταν άκουσα για πρώτη φορά για τους Ιάπωνες αναχωρητές των πόλεων. Ιδού, λοιπόν, η τέλεια ευκαιρία να εξερευνήσει κανείς αυτόν τον τρόπο ύπαρξης χωρίς να γίνει γραφικός.

Από τις πρώτες ημέρες, οι ενδείξεις ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικές. Η βουή από τον δρόμο, πέντε ορόφους πιο κάτω, σταμάτησε σαν κάποιος να είχε πατήσει έναν διακόπτη. Το εντυπωσιακό ήταν ότι, για μέρες, κάθε πρωί, η ησυχία ήταν πιο έντονη λες και νέα στρώματα σιωπής συνέχιζαν να προστίθενται. Ή, σαν να κατακαθόταν, μόριο προς μόριο, η ηχώ του δρόμου. Λες και το νευρικό σύστημα δυσπιστούσε απέναντι στην καινούργια πραγματικότητα, λες και περίμενε κάποιο σινιάλο για άμεση επιστροφή στις παλιές συνήθειες.

Όμως, οι αισθήσεις τώρα τελούσαν σε καθεστώς επανεκπαίδευσης!

Η ποιότητα του αέρα, ο καινούργιος πλούτος από μυρωδιές, τα οργιαστικά κελαηδήματα κάθε ξημέρωμα, αγριογούρουνα στην Πάρνηθα και δελφίνια στον Πειραιά… Μια αλληλουχία από μικρές παλιγγενεσίες που πλήθαιναν κι εντείνονταν όσο περνούσαν οι μέρες. Την ίδια στιγμή, οι ανθρώπινες υποθέσεις είχαν πάρει την κατιούσα, η οικονομία κλυδωνιζόταν, τα μάτια όλων στραμμένα στα ποσοστά θανάτων. Η άμεση σύνδεση, η συνάρτηση, καλύτερα, των δύο συνθηκών ήταν μια ανυπόφορη, όσο και απαραίτητη συνειδητοποίηση.

Οι βραδινές βόλτες στην πόλη ήταν το ακριβώς αντίθετο: υπερβατικές.

Όλα εκείνα τα μνημεία-βωμοί στην ανθρώπινη επινοητικότητα και δράση, κτίρια, δρόμοι, πλατείες, απαλλαγμένα τώρα από τον λόγο ύπαρξής τους –τον άνθρωπο–  είχαν φτωχύνει και μαζί λαμπρυνθεί. Έστεκαν βουβά και φωταγωγημένα, γεμάτα φαντάσματα από τις ημέρες που είχαν παρέλθει, εστεμμένα απουσία, ένδοξα και μαζί θρηνητικά. Ήταν μάρτυρες ενός τέλους, ή μιας αρχής στην οποία κανείς δεν τολμούσε ακόμα να πιστέψει; Η πλατεία Κοτζιά θύμιζε τον ναό της Μπορομπουντούρ, στην Ιάβα: τόνοι τσιμέντου που θαρρείς ήταν έτοιμοι για απογείωση. Η ίδια αίσθηση όπως τότε, εκεί, κάποιου αδιανόητου επικείμενου.

Ή, πάλι, η αμφίβολη αίσθηση των λίγων, ελάχιστων, ανθρώπων που έβλεπες στον δρόμο. Το πόσο εκείνες οι ανθρώπινες φιγούρες θα σε πλησίαζαν. Τα διερευνητικά βλέμματα, σαν να ήταν όλοι, εν δυνάμει, μια απειλή. Και, μετά, η παρόρμηση να χαιρετήσεις περνώντας κάποιον παντελώς άγνωστο. Σε αναγνώριση ότι ανησυχεί, όπως εσύ, για τα ίδια πράγματα όπως εσύ, την ίδια διάχυτη απειλή.

Κι ακόμα, η αποταύτιση του προσωπικού χρόνου από τον ημερολογιακό, η μικρή πλάνη αιωνιότητας όταν σταματάει το μέτρημα και οι μέρες της εβδομάδας χάνουν τη σειρά και τον λόγο ύπαρξής τους. Ο ρυθμός και η αξία της απραξίας.

Οι καταναλωτικές συνήθειες, οι τελετουργίες συνεύρεσης, η μέτρηση του χρόνου, όλα αυτά συνθέτουν έναν προσανατολισμό, έναν ορίζοντα ύπαρξης. Ο εγκλεισμός ήταν ευκαιρία για ένα πιο ουσιαστικό τετ α τετ με τον εαυτό, χωρίς το πρόσημο κοινωνικών δράσεων και υποχρεώσεων. «Ποιος είσαι χωρίς τους συνηθισμένους σου περισπασμούς;»

Διαπίστωσα ότι τις λίγες φορές που βρέθηκα, παράνομα, σε φιλικά σπίτια, πραγματικά ορεγόμουν τη συνάντηση, τη ζωντανή επαφή. Άλλη ευχάριστη έκπληξη το ότι έκανα τα πράγματα που είναι σημαντικά για μένα, πιο συστηματικά και πειθαρχημένα από ποτέ. Σε βαθμό, που άρχισα να φαντασιώνομαι αυτή τη συνθήκη στο διηνεκές. Μια φυλή ανθρώπων, τους neo-hikikomori, τους Covid19ers, που θα αρνούνταν να βγουν από τα σπίτια τους και να επιστρέψουν στην καθημερινότητα μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων.

Ανοησίες, ίσως. Εκείνο που ξέρω με βεβαιότητα είναι ότι αναθάρρησα με τις ανακαλύψεις αυτής της τόση ιδιαίτερης συνθήκης. Και ότι χαίρομαι που την έζησα. Όχι μόνο επειδή δεν έχασα κανέναν δικό μου άνθρωπο κι ούτε καταστράφηκα οικονομικά. Κυρίως εξαιτίας εκείνης της βαθιάς ησυχίας που επέβαλε, μέσα κι έξω, προτού «μας ξυπνήσουν οι ανθρώπινες φωνές και πνιγούμε».  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ