Life

Εκείνο το γατοκαίρι

Εκείνο το γατοκαίρι

25388-95773.jpg
Αναστασία Καμβύση
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
60909-121845.JPG

Τα πρόσωπα του έργου:

Λάρα, Λαμπραντόρ ετών 10. Μοναχοκόρη, ξανθιά, κουκλάρα, έξυπνη, ευαίσθητη, λίγο λαίμαργη, κατά καιρούς λίγο ζουμερή…, μεγαλωμένη στα κόκαλα. Μικρή, στα δύο της χρόνια, βρήκε στα σκουπίδια πεταμένα τρία νεογέννητα γατάκια σε μια χαρτοσακούλα. Τα μάζεψε με τη μαμά της και τα μεγάλωσαν μέχρι που τα έδωσαν για υιοθεσία.

n

Λούης: Γατούλης, ενός χρόνου περίπου. Πολυλογάς, πολυφαγάς, πολύχαδιας, ξανθός με πράσινα μάτια. Γεννήθηκε στην Άνδρο και ήρθε στην Αθήνα μετά από κλωτσιά που έφαγε από αναίσθητο άνθρωπο και παρέλυσαν τα πίσω πόδια του. Σύμφωνα με τη Λάρα, επίτηδες έκανε τον παράλυτο για να έρθει στο ΓΑΤ Αθήνας και μετά στο σπίτι μας. Τώρα είναι μια χαρά. Δεν τον προλαβαίνουμε.

n

Η μαμά: Καθαρίζει, βουρτσίζει, βάζει σκούπα, μας βγάζει βόλτα, μας ταΐζει και μας χαϊδεύει όλη μέρα.

Λάρα: «Τον είδαμε πρώτη φορά τον Αύγουστο που πήγαμε στης θείας Ντόρας στην Άνδρο. Με το που φτάσαμε, η θεία Λένα, το Καγιέν (το σκυλί της θείας μου, τρελό για δέσιμο) η μαμά μου κι εγώ, εξαφανίστηκαν όλα τα γατιά του σπιτιού. Τα κυνήγαγε το Καγιέν με κάθε ευκαιρία αλλά αυτό δεν το είπαμε ποτέ στη θεία Ντόρα. Μόνο ένα έμεινε στο σπίτι. Ένα ξανθό, που όλο ζητούσε φαγητό και κάθε φορά που του μιλούσαμε γύρναγε ανάποδα και τριβόταν – ο Λούης. Εμένα τα γατιά δεν με ενοχλούν. Τουναντίον. Τα συμπαθώ πολύ γιατί το φαγητό τους μυρίζει καλύτερα από το δικό μου – όλα τα φαγητά μυρίζουν καλύτερα από το δικό μου, ειδικά μόλις έχω φάει το δικό μου. Έτσι, καθόμουν κάτω από το πεζούλι που έτρωγε ο Λούης και μου έτρεχαν τα σάλια και αυτός γυρνούσε ανάποδα μόλις τελείωνε το φαγητό του και μου έκανε τσαλίμια. Συνεννόηση καμία και έτσι περνούσε ο Αύγουστος, και γνωριζόμασταν με τον Λούη. Αυτός τ΄ ανάσκελα και εμένα να μου τρέχουν τα σάλια».

n

Λούης: «Δεν θυμάμαι πότε την έφαγα την κλωτσιά. Η αλήθεια είναι ότι πολύ τους αγαπάω τους ανθρώπους και μ’ αρέσει να μπλέκομαι στα πόδια τους. Μ΄ αρέσουν τα χάδια και δεν μπορώ να αντισταθώ. Μπορεί να έριξα και κανένα αγροίκο κάτω, κατά λάθος, και να θύμωσε πολύ. Με χτύπησαν πολύ και δεν μπορούσα να κουνήσω τα πίσω πόδια μου. Με πήρε η θεία Ντόρα και με έφερε στην Αθήνα. Με πήγαν στο ΓΑΤ, στην Κηφισιά, ξέρετε, εκεί που πάνε όλα τα σπασμένα, μου έδωσαν φάρμακα, και αρχές Νοεμβρίου έκανα την πρώτη μου εμφάνιση στην πρωτεύουσα στη γιορτή των Τριών Γατιαρχών. Καλά! Πάθανε όλοι την πλάκα τους από τα τσαλίμια και τις γλύκες και τα χάδια που τους έκανα ο ανάπηρος. Αλλά, μια, η μαμά μου σήμερα, με αναγνώρισε, με θυμήθηκε από την Άνδρο. Έτσι, στη γιορτή της με έβαλαν σε ένα κουτί, φέρανε και το κρεβάτι μου και με πήγαν δώρο στη μαμά μου. Την τωρινή και παντοτινή!»

n

Λάρα: «Γιόρταζε η μαμά μου τη μέρα εκείνη. Α! χτυπούσαν τα κουδούνια, ερχόταν φίλοι, με χάϊδευαν όλοι, ξεχνούσαν τα φυστίκια πάνω στο τραπέζι, τα έτρωγα εγώ, έπεφτε κάτω κανένα μπισκότο, τρέλα περνούσαμε. Και ανοίγει η πόρτα και μπαίνει το κουτί. Το μυρίζω. Με μυρίζει κι αυτό. Το ανοίγουμε και βγαίνει το ξανθόμαλλο τέρας. Με το που με βλέπει, εξαφανίζεται κάτω από τον καναπέ. Το βράδυ έμεινε εκεί. Την επόμενη βγήκε, έφαγε και μπαινόβγαινε και έκανε το τρομαγμένο. Η μαμά μου το είχε συνέχεια αγκαλιά. Από τα νεύρα μου έφαγα μισό κιλό γραβιέρα που την ξέχασε σε σημείο που την έφτανα. Περάσαμε μια βδομάδα να κάνει «χου» το καινούργιο σε ότι έβλεπε μπροστά του. Στις πλαστικές σακούλες, στην ηλεκτρική σκούπα, στο καπάκι του τάπερ που έπεφτε, στο ντουλάπι που άνοιγε, στο καζανάκι που έτρεχε, στο ραδιόφωνο που έπαιζε και φυσικά σε μένα κάθε φορά που περνούσα δίπλα του ή που κουνιόμουν στο άλλο δωμάτιο».

n

Λούης: «Ήμουν πολύ ευτυχισμένος. Είχα επιτέλους οικογένεια. Έχω μαμά και αδελφή που είναι και Λαμπραντορίνα, και γκομενάκι δίπλα, του θείου Δημήτρη τη γάτα, τη Βανίλια. Καραγατόνα! Άσπρη, φουντωτή με πολύ ωραίες κονσέρβες. Μόλις ανοίξει η πόρτα μας τρέχω καρφί πάνω της. Την προσπερνώ και καρφώνομαι στην κονσέρβα της. Άλαλο το έχω αφήσει το γκομενάκι. Πολύ ωραία περνάμε. Μετά νιαουρίζω να με γυρίσουν στο σπίτι μου. Εκεί με περιμένει η αδελφή μου με την ουρά της μαζί .Το καλύτερο παιχνίδι του σπιτιού μας. Την κουνάει και εγώ κρύβομαι και την πιάνω (σας έχω και βίντεο να με δείτε, χε, χε, χε!). Ώρες με παίζει η αδελφή μου! Όταν φάω καμία ουράστροφη, δυνατή πολύ, πάω κάτω από τον καναπέ να ξετρομάξω. Και μετά ξαναρχίζουμε».

Λάρα: «Υπάρχουν πράγματα που μου τη δίνουν άσχημα. Τον παίρνει αγκαλιά και τον πηγαίνει όπου θέλει. Τον πετάει στον αέρα και τον ξαναπιάνει. Καμιά φορά κοιμάται πάνω της και τον ακούω που της γουργουρίζει για ώρες. Δεν είναι τυχαίο που τα μεγαλύτερα παιδιά γινόμαστε κομπλεξικά, το λένε και οι ψυχίατροι. Θα μου πείτε αυτός είναι ένα κιλό και εγώ 35. Θα μου πείτε μετά “μα καλά εσένα δεν σε τρελαίνει στα χάδια, δεν βγάζει βόλτα κάθε μέρα, δεν παίζεται μπάλα μαζί και αυτός κάθεται μόνος στο σπίτι και κυνηγάει μύγες;”. Σωστό. Αλλά και πάλι καμιά φορά μου τη δίνει. Παρόλα αυτά τον αγαπώ τον Λούη μας. Είναι αστείος και καλός. Έρχεται και κοιμάται πάνω μου καμιά φορά και μου γουργουρίζει και πάντα αφήνει δυο τρεις από τις κροκέτες του για μένα. Και εγώ τον αφήνω να παίζει με την ουρά μου και τα παιχνίδια μου. Ο θείος Δημήτρης του έφερε ένα παιχνίδι για δικό του με μικρές υφασμάτινες μπαλίτσες γύρω γύρω, ειδικό παιχνίδι για γάτες, αλλά μια μέρα μου την έδωσε και τις έφαγα όλες. Θα του πάρουμε άλλο είπε η μαμά τα Γατούγεννα (δείτε τη φωτό από τα Γατούγεννα που πέρασαν. Η μαμά μας έλεγε παραμύθια). Τώρα δεν έχει ανάγκη από παιχνίδια γιατί ξαναβγήκαν οι μύγες».

n

Λούης: «Σκάω από το κακό μου όταν φεύγουν για βόλτα. Μια μέρα έβαλα μια τρεχάλα και με πρόλαβαν δύο ορόφους παρακάτω. Όμως, είμαι ευτυχισμένος γιατί έχω οικογένεια. Η αδελφή μου είναι γλυκιά και καλή και γενναιόδωρη. Το καταλαβαίνω ότι το παρακάνω καμιά φορά με τις απαιτήσεις μου αλλά αυτή είναι υπομονετική μαζί μου. Είναι μεγάλη και σοφή. Μ΄ αρέσει να κοιμάμαι δίπλα της και να ακουμπάω πάνω της, να την κοιτάω στα μάτια και όταν με κοιτάει κι αυτή γουργουρίζω σαν τρελός. Μα πιο πολύ απ όλα μ΄ αρέσει η ουρά της και όταν βλέπουμε ταινίες και οι τρεις μαζί αγκαλιά. Επίσης, θέλω να πω ότι αν δεν ήμουν εγώ να φωνάζω για φαγητό όλη μέρα θα τρώγαμε μόνο δυο φορές τη μέρα όπως όλοι. Ενώ τώρα τρώμε τρεις! Νομίζω ότι μας κλέβουν στην ποσότητα αλλά είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Και κλείνοντας θέλω να ευχαριστήσω τις νονές μου, Ντόρα και Μισέλ που με φέρανε εδώ και να αφιερώσω το Όσκαρ στους γονείς μου και στον αγροίκο που με κλώτσησε».

n

Τη μετάφραση από τη σκυλογλώσσα και τη γατογλώσσα την έκανε η μαμά τους, και φίλη της στήλης, Κατερίνα Χτενέλη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ