Life

«Ας περιμένουν οι γυναίκες»… για πάντα

Θέλεις; Θέλω πάντα! Έχεις κέφι; Έχω πάντα!

6971-132439.jpg
Ελένη Σταματούκου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
526425033_1280x720.jpg

Διαβάζεται ακούγοντας αυτό: 

Χειμερινοί Κολυμβητές - Το πολλαπλό σου είδωλο | Official Audio Release

«Τα ’χω με τον εαυτό μου» λέει ο Ζουγανέλης, που μόλις έχει ξυπνήσει, στις δυο γιαγιάδες, και εκείνες γιατί δεν μπορούν να του χαλάσουν το χατίρι, ακούνε την παραγγελιά του και βάζουν το CD να παίζει τον κύριο Καρρά. Είναι αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Σταύρος Τσιώλης και ο Χρήστος Βακαλόπουλος ταξιδεύουν πάνω στην Εγνατία, με σκοπό να φτάσουν στην Καβάλα. Μπορεί να ήταν αυτοί που πάρκαραν το αυτοκίνητό τους στην άκρη του δρόμου, γιατί είδαν μια γυναίκα που έμοιαζε στην πρωτοεμφανιζόμενη τότε αιθέρια Αγγελική Ηλιάδη. Ποιος από τους δυο την ερωτεύτηκε κανείς δεν ξέρει, πάντως σίγουρα το ταξίδι τους στην Καβάλα για τα γυρίσματα της ταινίας «Παρακαλώ, γυναίκες μην κλαίτε» (1992) θα καθυστέρησε πολύ.

Και η Καβάλα θα γίνει Θάσος, και οι γυναίκες απλά θα περιμένουν. Ας περιμένουν. Και ο Μπακιρτζής, ο Μπουλάς και ο Ζουγανέλης, οι τρεις μπατζανάκηδες θα ερωτεύονται, θα τσακώνονται για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, για την «κατσικά του γείτονα», για το δίπολο γυναίκα, παιδιά – αιώνια καψούρα και θα βρίσκουν συνέχεια αφορμές, πιστευτά ψέματα για να μη γυρίσουν στις γυναίκες τους.

Ας περιμένουν οι γυναίκες… για πάντα, να τους ανοίξουμε ένα ΠΡΟΠΟ για να μας αφήσουν στην ησυχία μας, λένε ο Μπακιρτζής και ο Ζουγανέλης στον Μπουλά τον χαμουτζή, τον Πασόκο, για να μπορέσουν εκείνοι να ζήσουν τη ζωή τους. Ο Μπακιρτζής πιο μπροστά προσπαθεί να συνεφέρει τον Ζουγανέλη που ερωτεύτηκε ακαριαία, τη νεαρή τότε Ηλιάδη, μια γυναίκα που είναι από το Φάληρο ή την Γλυφάδα, που είναι Ολυμπιακός και θα τον καταστρέψει αυτόν τον Παοκτζή και την οικογένειά του. Θα του φωνάξει δυνατά «διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν, αυτούς που από έρωτα εκπέσανε».  

Είμαστε στη Βόλβη, το ξενοδοχείο Αριστοτέλης μοιάζει πιο ερημωμένο από ποτέ. Μαράζωσε και αυτό μέσα στα χρόνια της κρίσης, όπως και εμείς μέσα μας, αν και δε μας φαίνεται. Ο φύλακας του ξενοδοχείου μάς λέει ευγενικά ότι θα ήταν καλό να εγκαταλείψουμε τον χώρο. Εμείς κατευθυνόμαστε στο μπαλκονάκι που είχαν το τραπεζάκι με τα CD και το κασετόφωνο η Σουλτάνα και η Αρχοντούλα και έπαιζαν τις μουσικές τους. Οι φίλοι λένε ατάκες από την ταινία και εγώ σκέφτομαι το ταξίδι στη Θάσο που ο Τσιώλης σκόπιμα δεν ολοκλήρωσε ποτέ και τον Μπακιρτζή και το πολλαπλό του είδωλο. «Θέλεις; Θέλω πάντα! Έχεις κέφι; Έχω πάντα! Ίσως έρθω... Έλα αμέσως, μωρό μου! Δε θέλω! Μην έρθεις... Δεν έχω κέφι! Μην έρθεις... Ίσως έρθω... Μην περάσεις, μωρό μου».

 «Θα ’ρθει μια μέρα που η ζωή θ’ αλλάξει. Εμείς δεν θα υπάρχουμε τότε, αλλά δεν πειράζει, αρκεί που θα μας σκεφτούν.

Με έχει πιάσει ένα σφίξιμο στο στομάχι, δεν ξέρω αν φταίει η ταινία, η Ελλάδα του τότε και του σήμερα, το ταξίδι, οι κύκλοι που κλείνουν και αυτοί που ανοίγουν. Επιστρέφοντας σπίτι βάζω να δω πάλι την ταινία και στέκομαι στην ατάκα του Ζουγανέλη «κέρασέ τον να σταματήσει», όταν ο συμβιβασμένος επαναστάτης Μπακιρτζής φιλοσοφεί «θα ’ρθει μια μέρα που η ζωή θ’ αλλάξει. Εμείς δεν θα υπάρχουμε τότε, αλλά δεν πειράζει, αρκεί που θα μας σκεφτούν. Θα θυμηθούν πως ζήσαμε κι εμείς κάποτε» και στο βάθος ακούγεται η φωνή του Μελά να τραγουδά «έλα να με βρεις».

Και αμέσως σκέφτομαι τον ήρωα του Πάολο Σορρεντίνο στην «Τέλεια ομορφιά», έναν μεγαλοαστό Ιταλό που δεν έχει καμία σχέση με τους μικροαστούς Ελληνάρες ήρωες του Τσιώλη, το μοναδικό τους κοινό είναι η ανάγκη για ζωή. Οι τρεις Έλληνες συνεχίζουν και λένε ακόμα ψέματα προπάντων στους εαυτούς τους, ίσως φταίει και ηλικία τους, ο Τόνι Σερβίλο στην ταινία είναι 65 χρονών και συνειδητοποιεί ότι δεν θέλει πια να χάνει χρόνο κάνοντας πράγματα που δε θέλει.

Τα λέμε την επόμενη Κυριακή…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ