Life

Μπόχα, η ελληνίδα smelly cat

Μη σηκώσει την ουρά της, μόνο

25388-95773.jpg
Αναστασία Καμβύση
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
46991-97499.jpg

«Μπόχα; Γιατί;»

«Γιατρέ θα κοιτάξετε λίγο και την κοιλίτσα της, μήπως έχει κάτι;», είπα κάπως διστακτικά στον επί χρόνια κτηνίατρό μας. Του είχα πάει το νέο μας «απόκτημα», ένα γατάκι μικρό σαν τη χούφτα μου, κατάμαυρο με ένα άσπρο μπάλωμα στην κοιλιά.

«Γιατί, τι τρέχει;», με κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του.

Τι να του πω;

«Ε, να... Τι να σας πω... Ε...», πώς το λένε τώρα αυτό σε επιστήμονα άνθρωπο; «Ας πούμε ότι μυρίζει λίγο παραπάνω».

Ο γιατρός κάγχασε και συνέχισε να εξετάζει τη γατούλα, που υπομονετικά είχε γίνει μπαλάκι στα χέρια του. «Αυτό είναι φυσικό στα μικρά γατάκια, κοπέλα μου, μεγαλώνει το εντεράκι τους».

Από την αμηχανία μου είχα κάνει το πορτοφόλι μου κουρέλι. «Ναι, το ξέρω...», ψέλλισα, «απλά... να... αυτό ίσως είναι λίγο παραπάνω».

n

Με κοίταξε και αυτή τη φορά γέλασε χωρίς να πει τίποτα. Απλά συνέχισε να εξετάζει το γατάκι, όσο εγώ έβραζα στο ζουμί μου και τη ντροπή μου. Τα αυτάκια του καλά, το στοματάκι του τέλειο, «ας δούμε και αν είναι αγοράκι ή κοριτσάκι», είπε, σήκωσε λίγο παραπάνω τη μικροσκοπική ουρίτσα και κοίταξε προσεκτικά.

Ξέρεις εκείνη τη στιγμή που, εντελώς αναπάντεχα, δικαιώνεσαι; Ε, αυτό το συναίσθημα ήταν το πρώτο δώρο που μου έκανε ποτέ αυτό το γατάκι. Ένας ανεπαίσθητος συριγμός από τη γενική κατεύθυνση της ουρίτσας και – πράσινος πια – ο γιατρός γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «ε... ας της κάνω έναν υπέρηχο. Α, είναι κορίτσι».

n

Τις... υπερδυνάμεις της Μπόχας (δικαιωματικά ονομάστηκε έτσι) τις είχαμε διαπιστώσει εμείς μερικές μέρες μετά από την άφιξή της στο σπίτι. Τόσο μικροσκοπική, που χωρούσε να πέσει ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ, ενώ περνούσε με ευκολία κάτω από τα πόδια του άλλου μας του γάτου. Με δύο τεράστια αυτιά και κάτι πόδια ψηλά σαν του αλόγου σε σχέση με το σώμα της – και πάλι, όμως, ελάχιστα πιο ψηλή από το χαλί. Τόσο αδύνατη που μια φορά την πήρε σβάρνα μια μπαλίτσα – παιχνίδι, και του κρυβόταν για μια ολόκληρη μέρα. Κι όμως, είχε τη δύναμη να αδειάσει ένα δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους μέσα σε λιγότερο από δύο δευτερόλεπτα.

Δεν χρειάστηκαν πολλά: μια μικρή... πορδούλα, κι έντεκα μαντράχαλοι, που τρωγοπίναμε αμέριμνοι, πεταχτήκαμε στο μπαλκόνι πιο γρήγορα και από τη σκιά μας και στριμωχτήκαμε σε μια γωνία, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μας και κλαίγοντας γοερά.

Η Μπόχα είχε «χτυπήσει».

n

Αυτά, όμως, είναι πταίσματα. Έτσι η Μπόχα στέριωσε. Δεν θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει κι αλλιώς. Η θέση της στο σπίτι μας είχε καπαρωθεί από την πρώτη στιγμή που χαϊδεύτηκε στα πόδια μας, από την πρώτη φορά που κοίταξε τον συμβίο μου στα μάτια, εκεί στο πάρκινγκ της δουλειάς του, στο κέντρο της πόλης, ανάμεσα από αυτοκίνητα που έτρεχαν, φορτηγά που ξεφόρτωναν και σκύλους που γάβγιζαν.

n

Τρία χρόνια μετά, κλαίω τα ποπκόρν μου. Και τα πακοτίνια. Αποκλείεται να δέσω κορδόνι χωρίς να το αρπάξει. Δεν έχω ξαναδιαβάσει βιβλίο μόνη μου, ενώ όλα μου τα μολύβια είναι δαγκωμένα. Στον υπολογιστή κάθομαι οκλαδόν με εκείνη ανάμεσα στα πόδια μου και πρέπει πάντα να θυμάμαι να κρύβω τα λαστιχάκια για τα μαλλιά. Μουσική ακούμε μαζί, αλλά μισεί τα ακουστικά, ενώ παρακολουθεί μετά μανίας αθλητικά – όπως κι εμείς. Αν μπορούσε να χειριστεί υπολογιστή θα έπαιζε σίγουρα Fantasy NFL, γιατί δεν έχει χάσει αγώνα – οι φήμες που τη θέλουν να το κάνει επειδή τότε τρώμε πάντα ποπκόρν ελέγχονται ως ανακριβείς. Το πρωί όταν την ξυπνάμε, κουτρουβαλιέται στις κουβέρτες με ιεροτελεστία: πρώτα τεντώνεται ανάσκελα, μετά γυρίζει στο δεξί πλευρό, μετά στο αριστερό, μετά κατεβαίνει στο πάτωμα, τεντώνεται και κυλιέται στα πλακάκια. Λατρεύει το τζάκι, παρότι φέτος τον χειμώνα κάθισε πάνω σε ένα κάρβουνο. Έντρομοι τρέξαμε να τη σηκώσουμε, αλλά εκείνη χαϊδευόταν στα χέρια μας, που προσπαθούσαν να την σπρώξουν από το μαξιλάρι. Όταν τελικά τη διώξαμε, καθόταν και μας κοιτούσε απορημένη, ενώ ένα συννεφάκι καπνού ορθωνόταν από τον αριστερό της ώμο.

n

Παρότι είχα ήδη γάτο (που ήταν, όμως, σπιτικός αφού τον γέννησε η γάτα μιας φίλης), η Μπόχα είναι το πρώτο ζώο που μάζεψα από τον δρόμο και κράτησα (μιας και το σπίτι μας συχνά πυκνά αποτελεί σταθμό γατακίων ή σκυλακίων που μαζεύουμε από τον δρόμο και δίνουμε σε φίλους). Αγαπάω όλα τα ζώα και νιώθω πάντα την αγάπη τους. Θα έλεγα, όμως, ψέματα αν υποστήριζα πως με τη Μπόχα δεν είναι διαφορετικά. Λένε πως δεν θυμάται και δεν ξέρει τι έχει ζήσει. Εγώ, όμως, νιώθω σε κάθε της γουργούρισμα και σε κάθε της χάδι μια υφέρπουσα ευγνωμοσύνη. Ένα μικρό «ευχαριστώ» μέσα στην τρυφερότητά της. Ίσως δεν προέρχεται από τη Μπόχα, ίσως προέρχεται από εμένα και από τη σιγουριά ότι θα είχε πεθάνει αν την είχαμε αφήσει στον δρόμο. Ίσως ευγνωμονώ εγώ τον εαυτό μου, γιατί την έβαλα στη ζωή μας και δεν την άφησα στην – προδιαγεγραμμένη – τύχη της. Όπως και να ‘χει, όμως, είναι ένα συναίσθημα που δεν περιγράφεται.

Και αν είχα την ευκαιρία να το ξανακάνω, δεν θα το σκεφτόμουν ούτε για μια στιγμή.


Το κείμενο το έστειλε η φίλη της στήλης Μαρία.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ