Life

Το μπαφάκι της Κικίτσας

Η κηδεία στο μικρό νεκροταφείο της Ραφήνας. Η μάνα πέθανε χτες. Σήμερα κηδεύτηκε. Αντίο, μάνα.

337478-728521.jpg
Αλέξης Κροκιδάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
weed.jpg

Aujourd’ hui, maman est morte. Έτσι ξεκινάει ο «Ξένος» του Αλμπέρ Καμύ. Μ' αυτή τη μικρή, απλή πρόταση. Δεν διαβάζω πολύ λογοτεχνία. Μάλλον σπάνια. Δεν έχει σημασία. Τον «Ξένο» τον είχα διαβάσει πάντως και αυτή την πρόταση την θυμόμουνα για χρόνια. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η απλότητά της. Ίσως περίμενα να την χρησιμοποιήσω. Σήμερα την χρησιμοποιώ. Ναί, γύρω στις 11 το πρωί. Τρίτη 24 Ιουλίου.

Η επόμενη πρόταση, Ou peut-être hier, je ne sais pas, δεν ισχύει. Ξέρω ότι ήταν σήμερα το πρωί. Όταν την φίλησα ήταν ακόμα ζεστή. Θα μπορούσε βέβαια να έχει συμβεί. Χτές με τις φωτιές σε Νέο Βουτζά, Κόκκινο Λιμανάκι και μέχρι τη Ραφήνα, το γηροκομείο ήταν επί ποδός όλη τη νύχτα, μη χρειαστεί να εκκενώσουν τους ηλικιωμένους. Μπορεί να συνέβη και να μην το πήραν χαμπάρι και να μου το ’παν σήμερα το πρωί. Η Μαραθώνος ήταν κλειστή, όταν επιχείρησα να πάω χτες το βράδυ. Οι φωτιές δεν είχαν κοπάσει ακόμα. Η ατμόσφαιρα πηχτή, ο ουρανός κόκκινος, ο αέρας αλλόκοσμος. Θα μπορούσε να ’χει συμβεί. Ανθρώπινο. Αλλα δεν συνέβη. Το κούτελό της και τα μάγουλά της ήταν ακόμα ζεστά, όταν τα φίλησα. Τα χείλη καταλαβαίνουν τη θερμοκρασία του σώματος. Η γιαγιά μου ακουμπούσε τα χείλη της στο κούτελό μου όταν ήμουν μικρός, να δει αν είχα πυρετό. Μάλλον δεν θα ’χαμε θερμόμετρο, ή ίσως δεν το εμπιστευόταν όσο τα χείλη της.

Η μάνα πέθανε, λοιπόν. Όχι τραγικά, όχι από τις φωτιές, όπως τόσοι άλλοι.

Το περίμενα. Μου είχαν πει την Κυριακή απογευματάκι ότι μάλλον σε 48 ώρες το πολύ θα πεθάνει. Ήθελα να είμαι εκεί, όταν θα πέθαινε. Κυριακή βράδυ, αργά, πήγα. Κάθησα περίπου τρεις ώρες. Ο προϊστάμενος της υπηρεσίας μού είπε ότι η κυάνωση στα άκρα είχε υποχωρήσει με τον ορό και το οξυγόνο και φαινόταν ήσυχη. Εμένα μου φαινόταν ανήσυχη. Πάντως, μάλλον δεν θα συνέβαινε τις επόμενες ώρες. Έφυγα. Δευτέρα το πρωί πήγα στη δουλειά. Πρώτα είχα μιλήσει στο γηροκομείο και μου είχαν πει ότι δεν φαινόταν ότι θα συνέβαινε άμεσα. Το μεσημέρι ωστόσο γύρισα Ραφήνα για να είμαι κοντά. Να προφτάσω, αν γινόταν. Από δω μέχρι το γηροκομείο είναι 10 λεπτά με τη μηχανή. Μετά έπιασαν οι φωτιές και δεν μπόρεσα να πάω, ούτε απαντούσαν στο τηλέφωνο.

Σήμερα, Τρίτη το πρωί, που τους πήρα κατά τις δέκα, μου είπαν ότι δεν υπήρχε καμία αλλαγή. Ετοιμάστηκα να πάω, αλλά χωρίς να βιάζομαι. Στις έντεκα και δέκα με πήραν τηλέφωνο. «Η μητέρα σας δυστυχώς απεβίωσε». Δεν τα κατάφερα να είμαι εκεί. Αυτό το κρυφτούλι με τον θάνατο το ’χασα. Αν είχα παραμείνει από την Κυριακή το βράδυ, αν, αν. Οκ.

Στις 18 Ιανουαρίου του 2017 δημοσιεύτηκε το πρώτο μου άρθρο στην A.V. Ήταν για τη μητέρα μου. Φαίνεται ότι αρκετός κόσμος το διάβασε και μου έστειλαν κάποια συγκινητικά σχόλια. Απο τότε μεσολάβησαν καμιά εικοσιπενταριά άρθρα αλλά οι αναγνώστες σιγά-σιγά και απόλυτα δικαιολογημένα έχασαν κάθε ίχνος συμπάθειας για το πρόσωπό μου. Απόλυτα κατανοητό και σεβαστό. Δεν τους κρατώ φυσικά καμία κακία και δεν αισθάνομαι την παραμικρή πίκρα γι’ αυτό. Δεν είμαι τόσο αφελής. Ξέρω πολύ καλά τι γράφω και ποιους προσβάλλω μ’ αυτά που γράφω. Αλίμονο, αν περίμενα κι ευχαριστώ από πάνω. 

Όπως και να ’χει, επιστρέφω σήμερα εδώ, όπου πρωτοαναφέρθηκα δημόσια στη μητέρα μου, για να κλείσω αυτόν τον κύκλο. Γιατί ωστόσο; Γιατί το κάνω; Δεν είναι, αναρωτιέμαι, κάποια μορφή χυδαίας επίδειξης το να δημοσιοποιείς προσωπικές στιγμές με τέτοιο τρόπο; Να προσκαλείς τη συμπάθεια των άλλων τόσο εσκεμμένα; Τόσο απροκάλυπτα; Να λες, κοιτάξτε εδώ, λυπηθείτε με, αγαπήστε με, συμπαθήστε με, προσέξτε με τέλος πάντων. 

Πάντα ήμουν ιδιαίτερα καχύποπτος με τέτοιου είδους τάχα μου προσωπικές μαρτυρίες που κάποιος τάχα αισθάνεται την ανάγκη να μοιραστεί με ανθρώπους που δεν ξέρει και δεν τον ξέρουν, με τους αναγνώστες μιας εφημερίδας ας πούμε. Και άσ’ την τη μητέρα μου. Δεν γράφω γι’ αυτήν. Για μένα γράφω, κακά τα ψέματα, εκποιώντας με υποκρισία αυτό που θα έπρεπε να παραμείνει προσωπικό, μοναχικό, ή τουλάχιστον που θα το μοιραζόταν κάποιος μόνο με έναν στενό κύκλο ανθρώπων. Πού είναι η στοιχειώδης αξιοπρέπεια που θα άρμοζε σ’ αυτό που είναι προσωπικό; Καμία δικαιολογία δεν βρίσκω. Καμία δικαιολογία δεν θα εφεύρω για την περίσταση. Καμία δεν υπάρχει.

Και συνεχίζω. Ξεδιάντροπα. Να μιλάω για τον θάνατο της μάνας. Με λεπτομέρειες που θα μπορούσαν δυνητικά να ικανοποιήσουν τα ηδονοβλεπτικά βλέματα και του πιο απαιτητικού ηδονοβλεψία που συγκινείται παράξενα με τον πόνο του άλλου, ειδικά αν είναι γραμμένος, ο πόνος δηλαδή, στο πρώτο πρόσωπο ενικού. Συγκλονιστική μαρτυρία της μάνας που έχασε το παιδί της. Συγκλονιστική μαρτυρία του παιδιού που είδε τον πατέρα του να σκοτώνει τη μάνα του. Συγκλονιστική μαρτυρία της γυναίκας που την βίασαν στο σπίτι της. Οκ.

Η δική μου μαρτυρία δεν είναι και τόσο συγκλονιστική. Μάλλον, εδώ που τα λέμε, είναι τόσο μη συγκλονιστική που αναρωτιέται κανείς γιατί όλη αυτή η φιλολογία. Η μάνα ήταν 87 χρονών. Προχωρημένο Αλτζχάιμερ. Σταμάτησε να τρώει. Αδυνάτισε μέχρι που δεν έμεινε δράμι σάρκας πάνω της. Η καρδιά δεν άντεξε. Πέθανε. Τέλος. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο.

Οκ. Ναι. Η πραγματικότητα είναι ότι οι λεπτομέρειες που παραθέτω εδώ δεν πρόκειται να ικανοποιήσουν τα λαίμαργα ένστικτα της ανθρώπινης συμπόνοιας. Ευτυχώς. Όχι πως τούτο με εξιλεώνει. Καθόλου. Ίσως αν άγγιζαν κάποιον; Πες ότι γινόταν αυτό. Και λοιπόν; Δεν υπάρχει σωτηρία.

Είχα παρακαλέσει μια αγαπημένη φίλη τη Δευτέρα να μου ετοιμάσει ένα μικρό μπάφο να τον πάω στη μάνα να τον καπνίσει στα τελευταία της. Γιατί έγω δεν ξέρω να φτιάχνω. Όχι πως είχε καπνίσει ποτέ μπάφο στη ζωή της. Αλλά ήταν καπνίστρια μια ζωή, μέχρι που το ξέχασε ότι ήταν καπνίστρια λόγω Αλτζχάιμερ. Και όμως, αν της έβαζα το τσιγαριλίκι στο στόμα, θα το ρουφούσε από το διπλό ένστικτο του καπνιστή και του μωρού που ρουφάει και πιπιλάει ό,τι του βάλεις στο στόμα. Τον τελευταίο καιρό παρατηρούσα τη μάνα να πιπιλάει το δάχτυλό της και να μπορεί ακόμα να ρουφάει νερό από το καλαμάκι, όταν της το ακουμπούσες στα χείλη.

Δυστυχώς δεν πρόλαβα και μου ’μεινε το μπαφάκι της Κικίτσας, φτιαγμένο με τρυφερότητα και έγνοια από την αγαπημένη φίλη. Παρηγοριέμαι κάπως στην ιδέα ότι ο εγκέφαλος έκανε τα δικά του τα μαγικά προς το τέλος και την ταξίδεψε ίσως πολύ καλύτερα από έναν ταπεινό μπάφο. Δεν μπορώ να ξέρω αν είναι αλήθεια. Την Κυριακή το βράδυ πάντως μου φαινόταν ανήσυχη. Δεν ξέρω. Ίσως προς το τέλος οι άγγελοι που αργοπετούσαν νωχελικά κάπου κει από πάνω να της έρριξαν λίγη αγγελόσκονη να φύγει κάπως φτιαγμένη. Ποιος μπορεί να ξέρει;

Πάντως αυτό με τον μπάφο το σκεφτόμουνα εδώ και μήνες.  Δεν έγινε όμως. Το άφησα τελευταία στιγμή και τελικά έχασα την ευκαιρία. Δεν πειράζει. Το μπαφάκι της Κικίτσας που δεν το κάπνισε ποτέ.

Τετάρτη 25 Ιουλίου. Η κηδεία στο μικρό νεκροταφείο της Ραφήνας. Η μάνα πέθανε χτες. Σήμερα κηδεύτηκε. Αντίο, μάνα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ