Life

Στη λαϊκή

Μια αναμενόμενη, μα και πάλι απρόσμενη απουσία

zoe1.jpg
Ζωή Καραμήτρου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
4271407.jpg
EUROKINISSI/ Γιάννης Παναγόπουλος

Το Σάββατο, παρά που μοιάζει να είναι πιο χαλαρό, λιγότερο απαιτητικό στις υποχρεώσεις, κάπως ξένοιαστο, πάντα καταλήγει να είναι φορτωμένο με ένα σωρό δουλειές. Η  πρωινή ξεκούραση που πάντα γυρεύω ποτέ δεν είναι δυνατή, οπότε η μέρα πάλι αρχίζει νωρίς.

Νωρίς πηγαίνω και στη λαϊκή.  Μου αρέσει πολύ. Έχει σχετική ησυχία και δροσιά, δεν έχει κόσμο, οπότε χαζεύω αμέριμνη, χωρίς το νου μου στο πορτοφόλι μου, θυμάμαι ένα πρωί μία καθωσπρέπει κυρία, στεκόμασταν μπροστά στα σταφύλια, κάνει να πληρώσει, το πορτοφόλι πουθενά. Βρε εδώ, εκεί, τίποτα. Σήκωσε τον κόσμο, πάνε οι τρόποι, φευγάτη η ψυχραιμία, οι φωνές της τρόμαξαν το σύμπαν. Της το είχανε σουφρώσει μεγαλοπρεπώς.

Επιστρέφω. Λοιπόν, πηγαίνω νωρίς. Λίγος κόσμος, οι μανάβηδες χαλαροί, γελαστοί, κεφάτοι, πειράζονται, μιλούν, δεν έχει φούρια, οι πάγκοι στρωμένοι τακτικά και στοιχισμένα,  γεμάτοι και πολύχρωμοι, τακτοποιημένοι, βογκάνε από το βάρος, τη φρεσκάδα, το χρώμα.

Είναι ένας πάγκος σταθερά ατακτοποίητος, όλα ριγμένα στις γωνιές τους χύμα, απλωμένες στον μισό πάγκο οι νοστιμότερες ντομάτες της λαϊκής και άτακτα, στον άλλο μισό,  αγγουράκια, χόρτα, μαϊντανοί, μελιτζάνες, κολοκυθάκια, ρόκες, ένα βουνό σπανάκι και δίπλα παντζάρια, βλήτα,  ανάλογα με την εποχή, ό,τι βγάζει. Είναι ο πάγκος του Πλάτωνα.

Μα κι ο ίδιος, σαν τον πάγκο του, ασύντακτος. Αλλού πουκάμισα, αλλού πουλόβερ, αξύριστος, με το παντελόνι να πέφτει, το μπουφάν πάντα ριγμένο στραβά στους ώμους. Από το να πουλήσει τα λαχανικά του, λιγοστά έτσι κι αλλιώς, πιο πολύ τον νοιάζει να μιλήσει με τους πελάτες του, ν' ανταλλάξει γνώμες, ν’ ακούσει ξένες εμπειρίες, πόνος υπάρχει άφθονος σε όλους, να μοιραστεί τη στενοχώρια του τόσο αβάσταχτη, απαιτητική, αδηφάγα.

Αν είναι γιατροί τούς μιλάει περισσότερο, περιγράφει αναλυτικά, διασταυρώνει θεραπείες, σχήματα φαρμάκων και δόσεων, ονόματα εξειδικευμένων γιατρών, θάλαμοι, μονάδες πόνου και παρηγορητική, απλώνονται μπροστά μας. Σε μας τους υπόλοιπους λέει τα τρέχοντα: νοσοκομεία, πώς ξημερώνουν κάθε μέρα, μια αναλαμπή γεμάτη ελπίδα, ένα μικρό κώμα και η ανάνηψη, ποιος φροντίζει τα παιδιά, τα έχει μεγάλη έγνοια, είναι θυμωμένα και σιωπηλά, κοροϊδεύει την πεθερά, θέλει να την ξαναπαντρέψει οπωσδήποτε να την ξεφορτωθεί, τώρα αναγκαστικά την έχει νύχτα μέρα μες τα πόδια του, λέει αστεία, μιλάει δυνατά και ακατάπαυστα, το θέμα μας όμως είναι πάντα ένα: η γυναίκα του είναι άρρωστη, έχει καρκίνο, είναι νέα, παλεύει να την κρατήσει ζωντανή, οι μεταστάσεις δεν τον αφήνουν.

Το περασμένο Σάββατο άργησα να πάω. Πώς μπερδεύτηκα με μελομακάρονα και κουραμπιέδες, άργησα. Ο Πλάτωνας είχε λίγα πράγματα πια, ήταν ντυμένος στα σκούρα, φροντισμένος, έλαμπε, ήταν τόσο  περιποιημένος που απόρησα, γκρι-μαύρη η ζακέτα του κουμπωμένη μέχρι επάνω, μαύρο ατσαλάκωτο το παντελόνι του, αξύριστος όμως πάντα,  μιλούσε σιγανά με μια κυρία, μου έδωσε σακούλα, καθώς έσκυβα στις ντομάτες τη ρώτησα «τι κάνει η γυναίκα του;». Χωρίς να με κοιτάξει μου είπε «την έχασε, την Κυριακή» και συνέχισε την κουβέντα της. Έμεινα άλαλη, έσκυψα λίγο ακόμη, σήκωσα τις ντομάτες, του τις έδωσα, τις ζύγισε, «ένα ευρώ κυρία μου» μου είπε, την ώρα που μου έδινε τα ρέστα, άπλωσα το αριστερό για τα λεφτά, το δεξί για τη σακούλα, για να του πω «λυπάμαι Πλάτωνα, λυπάμαι».

Καθώς έφευγα, άκουσα έναν κύριο που μόλις είχε σταθεί μπροστά στον πάγκο να λέει, «Πλάτωνα, τί κάνει η γυναίκα σου, πώς τα πάτε;». Έφυγα γρήγορα, ο Πλάτωνας έλεγε «έφυγε κύριε μου, την έχασα, πέθανε». Τα μάτια του πιο μικρά από ποτέ, κόκκινα, κι ο ίδιος τόσο ήσυχος και τακτοποιημένος, τιμούσε αυτήν που δεν έχει πια.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ