Αρχειο

Με βήμα σημειωτόν...

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 283
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
334-88.jpg

Ωρες-ώρες παρηγοριέμαι στην ιδέα ότι αν ήταν να σας έγραφα για δύο-τρία μαγαζιά σε κάθε τεύχος, «έφαγα εκεί», «ψώνισα αλλού» και τέτοια… θα είχανε χωρίσει προ πολλού οι δρόμοι μας.

Μπορεί να έχουν χωρίσει κι εγώ να μην το πήρα πρέφα, αλλά σας έχω εμπιστοσύνη: όταν αρχίσω να γράφω ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΣΑΧΛΑ ΠΙΑ, θα ξεσηκωθείτε και θα μου το πείτε ξεκάθαρα. Αν όχι εσείς, τότε ο Αντώνης Πανούτσος. Του την έχω στημένη και σε περίπτωση που τα κείμενά του γίνουνε σοβαροφανείς παπαριές, θα χαρώ να του την (μ)πω. Είμαι σίγουρη ότι σκασίλα του αν θα γίνουν τα δικά μου κείμενα σοβαροφανείς παπαριές – σιγά μην ιδρώσει. Αλλά η φίλη του θα πει «μα τι σοβαροφανείς παπαριές  γράφει αυτή τελευταία;» και εν πάση περιπτώσει θα λάβω το μήνυμα. Ενώ είναι από τα μηνύματα που κανονικά τα συνδέεις με Κάιρο, αυτή τη φορά θα πάψει να με παρηγορεί η οποιαδήποτε ιδέα: θα έχω μια θλίψη. Μια κατάπτωση. Αποτέλεσμα της οποίας θα είναι να γράφω ακόμα σοβαροφανότερες (ή/και) παπαρότερες παπαριές.

Όλα αυτά είναι υποθετικά –  απίθανο είναι να γράψω σοβαροφανείς παπαριές, και ο Πανούτσος επίσης, γιατί βαριόμαστε. Αλλωστε πολύς κόσμος έχει πάρει το κολάι στις σοβ. παπ., και δεν υπάρχει λόγος να ανακατευόμαστε. Με βήμα σημειωτόν λοιπόν προχωράω προς το κυρίως θέμα, το οποίο είναι οι μηλόπιτες. Εφαγα δύο μηλόπιτες πολύ καλές και θα έπρεπε να λιβανίσω τη μία αλλά μου είναι δύσκολο γιατί προτιμώ την άλλη, αυτήν που δεν έχω κανένα απολύτως όφελος είτε την παινέψω είτε όχι. Για την ακρίβεια: η μηλόπιτα Νο 1 ήταν στο καφέ του «Ελευθερουδάκη» και η Νο 2 ήταν από το καφέ-ρεστοράν του ξενοδοχείου “Park”. Το οποίο ανακαινίζεται και γίνεται ιταλικό, αλλά κρατάει τη στάνταρ υπέροχη μηλόπιτά του ίδια και απαράλλαχτη. Είναι η μηλόπιτα-μπρέκφαστ, που την τρως μ’ έναν καφέ και γλιτώνεις το μεσημεριανό, ή την παίρνεις σπίτι σου ολόκληρη και την τρως μεσημεριανό-βραδινό-πρωινό-δεκατιανό μέχρι να σου βγει απ’ τη μύτη. Έχει μέσα μήλα (d’uh), καρύδια, σταφίδες και είναι θεϊκή.

Η μηλόπιτα του «Ελευθερουδάκη» είναι επίσης υπέροχη… με μήλα κλπ., αλλά αυτή του “Park” είναι υπεροχότερη. Πιο παραδοσιακή; Πιο μεγάλη; Πιο μηλομένη; Δεν ξέρω, πάντως στη μάχη της μηλόπιτας κερδίζει το “Park”. Το οποίο δεν πουλάει δικά μου βιβλία ώστε να ελπίζω ότι θα τα βάλει σε καλή θέση επειδή είναι ξενοδοχείο κι όχι βιβλιοπωλείο. Σε αντίθεση με τον «Ε», που είναι βιβλιοπωλείο, και αν έγραφα ότι έχει καλύτερη μηλόπιτα, και καλά, θα έβγαζε τα βιβλία μου από τα Τάρταρα και θα τα έβαζε φάτσα φόρα… ναι, και μετά θα γινόμουν ένα ωραίο στρογγυλό κασέρι. Επίσης εξακολουθώ να βαριέμαι: για μια μηλόπιτα μιλάμε τώρα. Που δεν είναι ανταγωνιστικό προϊόν γιατί ο ένας πουλάει δωμάτια κι ο άλλος βιβλία. Ούτε καν το αντικείμενό τους με άλλα λόγια.

Με βήμα σημειωτόν… πήγαμε σ’ ένα ιταλικό καινούργιο στο Κολωνάκι – θα μπορούσαμε να είχαμε πάει και τρέχοντας, χοροπηδώντας, κουτσό, στα γόνατα ή σέρνοντας, αλλά όχι, πήγαμε τσούκου-τσούκου. Στο “Codice Blu caffe ristorante” φάγαμε χτένια, καραβίδες και σαλάτες, όλα πολύ ωραία. Οι διπλανοί μας, πάνω που τελειώναμε, πήραν μια υπέροχη πίτσα: απ’ αυτές που δεν έρχονται στα σπίτια όχι επειδή ντρέπονται, αλλά επειδή δεν έχουν καμιά σχέση με take away, μία πίτσα απ’ αυτές τις σούπερ, με την ψιλή βάση, τη φρέσκια ρόκα και το τραγανό προσούτο. Κοιτάζαμε την πίτσα τους με λιγούρα και μας είπαν ότι η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού είναι, you guessed it, η πίτσα. Ένα πολύ συμπαθητικό γκαρσόνι μάς είχε προτείνει τα θαλασσινά κι εμείς δεχτήκαμε, και αφήσαμε τους διπλανούς να φάνε την πίτσα. Η ζωή δεν είναι δίκαιη. Καλά ήτανε τα θαλασσινά, απλώς φταίει το συμπαθητικό γκαρσόνι που τα φάγαμε αντί της πίτσας. Οι τιμές (35-40 ευρώ το άτομο) δεν ήταν υπερβολικές για Κολωνάκι, το σέρβις ήταν τρυφερό, η ατμόσφαιρα μια χαρά. Όταν ο καιρός είναι καλός κάθεσαι έξω, μπροστά στο πεζοδρόμιο του  “Codice Blu”, και καπνίζεις. Ο καιρός είναι καλός αλλά δεν καπνίζεις, οπότε κάθεσαι μέσα. Το ντεκόρ είναι απλό και οι μερίδες τεράστιες.

Ένα άλλο βράδυ πήγα στο “Chantelier” στην Πλάκα, μια και λέμε για ντεκόρ: σε μαύρο-κόκκινο, με εντυπωσιακά φωτιστικά, το “Chantelier” είναι πανέμορφο, αισθησιακό, ατμοσφαιρικό και Bel-Epoc-ικό. Την ημέρα, λέει, είναι εντελώς διαφορετικό, αλλά τη νύχτα είχε πολύ στιλ. Και το κοινό ήταν νέο σε ηλικία… μια μέρα θα σας γράψω για κανένα μπαρ που είναι γεμάτο υπερήλικες («Το Στέκι της Γριάς») αλλά όχι ακόμα: πάω προς τα κει με βήμα σημειωτόν. Κορόιδο είμαι να πάω τρέχοντας;     

 

Ελευθερουδάκης Καφέ, Πανεπιστημίου 17

Codice Blu, Λουκιανού & Χάρητος 15, Κολωνάκι, 210 7230.896

Park Hotel, Αλεξάνδρας 10, 210 8832.711

Chantelier, Βενιζέλου 4, Πλάκα, 210 3316.330

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ