Life in Athens

Πώς περνάει ο καιρός…

...Με τρόπο άθλιο - γρήγορα όταν διασκεδάζεις και αργά όταν ζορίζεσαι.

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 260
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
11509-26367.jpg

Θα περίμενε κανείς ότι στο σύνολό του ο καιρός αργοσούρνεται (μια και ζορίζεσαι συχνά). Αλλά περνάει με χίλια. Βρε, μπας και γλεντοκοπάς χωρίς να το καταλαβαίνεις;

Πέρσι, τέτοια εποχή («λες και ήταν χθες/λαλαλα») πήγαμε ένα βράδυ στην ταράτσα του Kuzina κι επειδή είχα φριχτή ναυτία δεν μπόρεσα να φάω τίποτα εκτός από τυρί. Η παρέα μου έφαγε καταπληκτικά και έμεινε πολύ ευχαριστημένη. Εγώ χάζευα την υπέροχη θέα με διάθεση «κουνιέται, ωρέ, ο καπετάν Κοκκινογένης!». Θυμάμαι τη βραδιά γιατί ένιωθα χάλια, μου είχε φανεί ατελείωτη, μια ολόκληρη νύχτα που προσπαθούσα να μην κοιτάζω τα πιάτα μπροστά μου ενώ όλοι έλεγαν «μμμ, δοκίμασε αυτό το κεφτεδάκι/μελιτζανάκι/ρολάκι!». Τέλοσπάντων, ένα χρόνο και δύο μωρά μετά… βρέθηκα και πάλι στην Kuzina, ύστερα από μάθημα (δημιουργικό γράψιμο) στο «Μικρό Πολυτεχνείο». Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι στην Αδριανού δίπλα σε κάτι Γιαπωνέζους που φωτογράφιζαν τα πιάτα τους πριν τα φάνε. (Τα φωτογράφισαν και αφού έφαγαν. Πίσω στη Γιοκοχάμα τώρα μια παρέα Γιαπωνέζων βλέπει digital photos πριν-και-μετά από ολόκληρο μήνα του μέλιτος, και το πόσσσσο βαριέται δεν περιγράφεται.)

Λοιπόν, όλα ήταν τέλεια: οι σαλάτες τραγανές, τα πρώτα πιάτα genial, τα κυρίως –κοτόπουλο και μπιφτεκάκια– πολύ νόστιμα. Ο σεφ Άρης Τσανακλίδης πειραματίζεται, λέει, με τη μεσογειακή-μοντέρνα-ελληνική κουζίνα και καλά κάνει, μια και οι πειραματισμοί του είναι πολύ πετυχημένοι. Έστω κι αν οι περιγραφές των πιάτων ακούγονται μοντέρνα μπουρδουκλωτές – ακόμα και οι πιο δύσπιστοι-προς-το-μοντερνουά έμειναν κατευχαριστημένοι. Με κρασί, υπολογίζετε 30-45 ευρώ το άτομο. 

Και πάλι τελοσπάντων: το φιλοσοφικό δίδαγμα είναι «ο καιρός περνάει» – γρήγορα όταν έχεις πολλά να κάνεις, αργά όταν έχεις ναυτία. Θα μπορούσα να το είχα γράψει σε δύο αράδες, ωστόσο χρειάστηκα περισσότερες επειδή με απασχολεί ως θέμα. Κατέβηκα μια μέρα στην Κολοκοτρώνη, στο Σύνταγμα, και διάβαζα επιγραφές μαγαζιών: «Ραπτομηχαναί Brother Κεντητικαί Marco», «Orfanidis υφάσματα», «Είδη ραπτικής κομβία», «Υλικά τεχνητών ανθέων & μπομπονιέρων». Μου φάνηκε εντελώς σαν σπικάζ κάποιου ντοκιμαντέρ με θέμα «η Ελλάδα του χθες ή/και/που χάνεται»: σα να διάβαζε μέσα στο κεφάλι μου ο Αλέξης Κωστάλας κείμενα για παραδοσιακά επαγγέλματα που σβήνουν και για άλλες εποχές που παρέρχονται («ανθούσε στο κέντρο της πρωτεύουσας η ραπτομηχανή τον καιρό εκείνο….») με μουσική υπόκρουση Αττίκ ή (βαριά) Κατσαρό. Κόλλησα τόσο πολύ, που για κάμποση ώρα μετά τόνιζα τα ρήματα πρώτα ή τελευταία στις φράσεις μου, λες και έκανα όντως channeling τον Κωστάλα. Ήτανε πολύ περίεργο. Κανονικά βαριέμαι να νοσταλγώ, ποτέ δεν σκέφτομαι παλιακά πράγματα και με εκνευρίζουν τα καπελάδικα, π.χ., ή τα μαγαζιά με αντίκες, ή οι αναδρομές στο πρόσφατο παρελθόν, ή ακόμα και οι αναμνήσεις από παλιά γκομενιλίκια: enough already. Μου φέρνουν στο μυαλό αποξηραμένα άνθη σε ποτ-πουρί. Με μυρωδιά παλιατσαρίας, δηλαδή, που δεν τη θέλω καθόλου.

Θέλω να ακούσω κάτι από τους Streetlight Manifesto ή τους Lost for Words, να χαζέψω τα φρέσκα ρούχα στις βιτρίνες, τα φετινά παπούτσια, τα καινούργια περιοδικά, τις νέες τάσεις οπουδήποτε. Όχι από μοντερνιά. Αλλά επειδή ο καιρός περνάει.   

Δεν βγάζει νόημα το επιχείρημα (και δεν υπάρχει επιχείρημα), ο καιρός περνάει όντως, ποτέ δεν προλαβαίνεις να ακούσεις όλα τα καινούργια συγκροτήματα, να τσεκάρεις τις νέες κολεξιόν και να ξεφυλλίσεις τα καινούργια περιοδικά… απλώς… το να έχεις τη διάθεση να το κάνεις σε βάζει σ’ ένα τριπάκι μπροστοκίνησης. Που είναι αντίθετη από την όπισθεν.  

Σε μια πιο ευχάριστη νότα: ένα μεσημέρι (όχι στης Ακρόπολης τα μέρη!) πήγα για φωτογράφιση στο  Café Alba. Η φωτογράφιση ήτανε για το ωραίο θεσσαλονικιώτικο περιοδικό “Glow”. Τη μέρα που πόζαρα κάτω από τις πρασινάδες στο Alba, το ετοίμαζαν για τη θερινή σεζόν και ήταν υπέροχο – σαν πλατεία χωριού, πολύ δροσερό, με πολλά δέντρα, άπλα, αρχαία μάρμαρα (μάλλον ιμιτασιόν, αλλά εντάξει), ατμόσφαιρα Πομπηίας και σαν να είσαι αλλού: κάπου όπου ο χρόνος στέκεται ακίνητος, όπως λέμε, και όταν το λέμε αυτό εννοούμε συνήθως ότι στέκεται ακίνητος όχι επειδή ζοριζόμαστε, αλλά επειδή ξεχνάμε πόσο μπαμ-μπαμ περνάει. Είμαστε σ’ ένα σημείο όμορφο, με άλλα λόγια, και ο χρόνος τρέχει αλλά τον συνδέουμε με Κάιρο, τον αφήνουμε να αλαλιάζει και απλώς καθόμαστε σ’ ένα μέρος που κάτι μας κάνει, σ’ ένα εστιατόριο, μπαρ ή καφέ με θέα, με δροσιά, με χάζι, με γκομενάκια, με οτιδήποτε μας φτιάχνει.

Το να κάθεσαι, απλώς, είναι μεγάλη τέχνη. Όταν την ξεχνάμε είναι που εκνευριζόμαστε, γιατί ο καιρός περνάει. Όντως περνάει. Κι άμα καθόμαστε πότε-πότε… κάπου σκαλώνει (ο καιρός, λέμε. Ώχου, πια) και –σωστά μαντέψατε– περνάει πιο αργά.

Kuzina, Αδριανού 9, Θησείο, 210 3240.133
Ραπτομηχαναί Brother Κεντητικαί Marco, Κολοκοτρώνη 47
Orfanidis υφάσματα, Κολοκοτρώνη 27
Café Alba, Αγ. Ιωάννου & Ασημακοπούλου 3, 210 6006.171

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ