Ελλαδα

Ήταν καλύτερα τα πράγματα «τότε»; Και πότε ακριβώς;

Οι παλιότερες δεκαετίες όπως τις έχουμε στο μυαλό μας είναι ωραιοποιημένο τρέιλερ μιας σκληρής (όπως πάντα) πραγματικότητας

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιατί όλο λέμε «τότε ήταν καλύτερα»;

Η νοσταλγία μας κάνει να βλέπουμε το παρελθόν σαν παράδεισο ενώ δεν ήταν παραδεισένιο. Απλώς εμείς είμασταν νέοι, ή παιδιά και οι γονείς μας επίσης...

«Όλα ήταν καλύτερα τότε!» λέει η μαμά μας, και το ίδιο διαβάζω/ακούω παντού. Το άρθρο για την ευτυχισμένη παιδική ηλικία όσων μεγάλωσαν στις δεκαετίες του ΄50-΄60 με γδαρμένα γόνατα πίνοντας νερό από τις κρήνες και τρώγοντας δαμάσκηνα από τα δέντρα, έχει διαβαστεί από μισό εκατομμύριο ανθρώπους. Ίσως να μεγάλωσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι στις δεκαετίες του ’50-΄60 ή σε παλαιότερες δεκαετίες, ίσως στα ΄70-΄80 που «δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα», σίγουρα (όμως) αναγνωρίζουν, και αναγνωρίζουμε, ότι είναι σημαντικό να έχεις στο παρελθόν σου κρήνη, άρα χωριό ή πλατεία γειτονιάς, και δαμασκηνιές στην γειτονιά για να τις μαδάς όταν είσαι 6-12 χρονών.

Τα θυμάμαι όλα αυτά, μια και μεγάλωσα στις «ωραίες» δεκαετίες ’60-΄70 στην Ελληνική επαρχία, άρα και δαμασκηνιές είχαμε, και κρήνες, και παγοπώλη που πουλούσε πάγο με το κομμάτι, τσιμπημένο (τον πάγο) με μεγάλη σιδερένια λαβίδα, και μερικές φορές είχαμε αρκούδα που έκανε τη Βουγιουκλάκη να βάφεται. Σίγουρα ήταν μια δυστυχισμένη αρκούδα, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα: αν σήμερα κάποιος έφερνε κάτω από το σπίτι μας μια τσουρομαδημένη αρκούδα δεμένη με αλυσίδα και την έβαζε να κάνει ότι είναι η Βουγιουκλάκη που βάφεται, όλοι θα γινόμασταν έξαλλοι με το καημένο το ζωντανό. Ήταν απάνθρωπο έθιμο, κι ας είχε τρελή επιτυχία στις επαρχιακές πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας στα ΄50ς και ‘60ς… 

Εκτός που στα ‘60ς είχαμε Χούντα και πολύς κόσμος την έβγαλε στη φυλακή, στην εξορία ή στην καταπίεση, με εκτελέσεις και βασανισμούς κάθε τόσο… εκτός από τη Χούντα δηλαδή, είχαμε μια μετρημένη επιδημία χολέρας στην Θράκη και Ανατολική Μακεδονία, με αρκετούς νεκρούς. Τα έλη της Κεραμωτής είχαν αποξηραθεί μια εικοσαετία, αλλά ο παππούς μας κόντεψε να πεθάνει από ελονοσία το 1935, πριν την αποξήρανση, ενώ πέθαιναν πραγματικά καμιά πενηνταριά άνθρωποι το χρόνο από την ασθένεια των κουνουπιών. Ο θείος μας Σωκράτης άρπαξε τύφο την ίδια περίοδο και τον έστειλαν «να αναπαυθεί» στο χωριό, στους Φιλίππους, στον παππού Αναστάση, ο οποίος τον έσωσε ταΐζοντάς τον «ζουμί από φακές». Ο ίδιος ο παππούς Αναστάσης είχε σωθεί από τα Τάγματα Εργασίας της Ανατολίας «κάνοντας τον ψόφιο», κρυμμένος ανάμεσα στα πτώματα που έριχναν οι Τούρκοι στον ασβέστη. Τι να λέμε; Ποια ακριβώς ήταν η Τέλεια Εποχή, το 1920-25, το 1930-35, το 1940-45 ή το 1967-74; 

Ξέχασα τα ‘50ς όμως. Στην διάρκεια της δεκαετίας οι έγκυοι έπαιρναν χάπια θαλιδομίδης για την ναυτία, με αποτέλεσμα να γεννιούνται «τα παιδιά της θαλιδομίδης», χωρίς μέλη, με ατελή όργανα, και πολύ σύντομη διάρκεια ζωής. Η μέθοδος αντισύλληψης ήταν η έκτρωση και η μία στις 20 γυναίκες πέθαινε στη διάρκεια της επέμβασης. Τα αντιβιοτικά δεν ήταν ευρέως διαδεδομένα, ο ίδιος θείος μας (που σήμερα είναι 94…) πάλι κόντεψε να πεθάνει από εχινόκοκκο. Οι ψείρες και οι κοριοί ήτανε καθημερινά προβλήματα, όπως και τα ποντίκια, και οι λύκοι που ρήμαζαν πρόβατα και κατσίκια στα ορεινά χωριά. Κάθε καλοκαίρι τα δάση της Ελλάδας καιγόντουσαν κατά τόπους, μετά από μακριές περιόδους ξηρασίας. Οι αρκούδες που επιζούσαν από τις φωτιές στα βουνά, κατέβαιναν στα πεδινά και μάθαιναν να κάνουν τη Βουγιουκλάκη. 

Η δεκαετία του ΄60 είχε τα καλά της: πάγο, στα παγοκιβώτια, που κρατούσαν το καρπούζι και το φαγητό παγωμένο. Για μια δυο μέρες, μετά το έβραζαν (το φαγητό, όχι το καρπούζι) για να ξανα-φαγωθεί χωρίς να πάθει κανείς γαστρεντερίτιδα – συνηθισμένη και συχνά θανατηφόρα ασθένεια, ανάλογα τι σκατά είχες φάει. Ναι, τα τηλέφωνα ήταν σταθερά, χοντρά, βακελίτης με μακρύ καλώδιο στο χολ του κάθε σπιτιού, και ναι, ως παιδιά, παίζαμε έξω στους χωματόδρομους όλη μέρα με γρατζουνισμένα γόνατα… αλλά - χελλόου; Χούντα; Συνάνθρωποί μας στη φυλακή; Βασανιστήρια; Στρατιωτικός νόμος; Απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 8.00 μμ; Πόση νοσταλγία μπορεί να νιώσει κανείς για όλα αυτά, ακόμα και με μουσική υπόκρουση Beach boys ή Τέρρη Χρυσό;

Ήταν ασφαλές να παίζεις έξω στο δρόμο – ακόμα και στην Αθήνα, όταν ερχόμουν στους παππούδες μου στον Άγιο Παντελεήμονα, έκανα βόλτες με ποδηλατάκι ως την Πλατεία Βικτωρίας, μερικές φορές και ως την Πλατεία Αμερικής. Δεν είχε κίνηση, δεν έκλεβαν (τακτικά) παιδιά, ή και να έκλεβαν, δεν υπήρχε ενημέρωση άρα δεν το μάθαινε κανείς. Ο φόβος ήτανε για ναυάγια (με πολλά θύματα…), σεισμούς, και αρρώστιες, μεταδοτικές ή όχι. Οι περισσότερες από αυτές τις αρρώστιες θεραπεύονται σήμερα, ακόμα και κάποιοι καρκίνοι που στα ‘΄60ς ήτανε θανατηφόροι. Θυμάμαι κάποιο παιδάκι να πεθαίνει από αμυγδαλές, όταν ήμουν μικρή, και κάποιον σε χωριό να πεθαίνει από λύσσα, επειδή τον δάγκωσε λυσσασμένο σκυλί και δεν έκανε τα έντεκα εμβόλια στην κοιλιά, του αντιλυσσικού… τα οποία έκανα εγώ, όταν με δάγκωσε λίγο καιρό μετά το σκυλάκι κάποιας γειτόνισσας. Έχουν γίνει ένα εμβόλιο, σήμερα, αντί για έντεκα, ή τουλάχιστον έτσι ελπίζω – εκτός που δεν υπάρχει λύσσα πια στην Ελλάδα.   

Πρόσφατα μια παλιά συμμαθήτρια σχολίαζε πόσο ωραία είναι τα ρούχα για πιτσιρίκες σήμερα, και πόσο ΧΑΛΙΑ ήταν όταν ήμασταν στην εφηβεία μας, στα Σέβεντυς: δεν υπήρχαν σορτσάκια, ούτε νόστιμα μπλουζάκια και φανελάκια, τα τζιν παντελόνια ήταν χοντρά, σε ένα, ξερό στυλ που δεν κολάκευε καμιά μας, η χέννα ήτανε must για τα μαλλιά, η κολόνια Charlie από την Αμερική ήταν ΤΟ άρωμα της εποχής για όποιαν κατάφερνε να την πιάσει στα χέρια της, τα μαγαζιά-με-ρούχα απευθύνονταν σε γυναίκες άνω των 35. Δεν υπήρχε «νεανική μόδα» με αντίστοιχα μαγαζιά, αλλά και να υπήρχε, που ΔΕΝ, εμείς ούτε που θα το παίρναμε χαμπάρι. Χωρίς κινητά και ιντερνετ, όλες οι πληροφορίες ήτανε από στόμα σε στόμα, γιατί σιγά μην ανακοίνωνε η οποιαδήποτε εφημερίδα την έλευση της νεανικής μόδας… η οποία άρχισε να ξεπετιέται στην Ελλάδα προς το τέλος των ΄80ς έτσι κι αλλιώς. Φοράγαμε μπλε σκούρα ποδιά στο σχολείο μέχρι τέλος Λυκείου, με ασορτί κορδέλα στα μαλλιά και μπλε κάλτσες μέχρι το γόνατο… και τρώγαμε βρωμόξυλο στα σχολεία, όχι αστεία – με βέργες που έσπαγαν οι δάσκαλοι στις παλάμες και στα καλάμια μας, με χαστούκια, ανάποδες και σφαλιάρες από γυμνάσιο και μετά. Τρώγαμε ξύλο, και αυστηρές έως απάνθρωπες τιμωρίες, εκτός που οι γονείς δεν είχαν ιδέα από παιδαγωγικές μεθόδους, κι όταν γυρίζαμε σπίτι με ανοιγμένη μύτη από σφαλιάρα καθηγητή, μας έλεγαν «Καλά σου κάνανε, δεν κάθεσαι κι εσύ στ’ αυγά σου!» 

Η τηλεόραση ήταν ασπρόμαυρη και δεν μας αφορούσε, είχαμε ξεπεράσει τις ραδιοφωνικές εκπομπές/σειρές/παραστάσεις. Διαβάζαμε πράγματι πολλά βιβλία, και δανείζαμε βιβλία η μία στην άλλη, κάναμε περιπάτους, πηγαίναμε στη θάλασσα για μπάνιο/χαμούρεμα, μετά σε ντίσκο, καθώς τα Σέβεντις προχωρούσαν ραγδαία μέσα στα Έιτυς. Ήταν ωραία, βέβαια, όλα είναι ωραία όταν είσαι 15-25 χρονών, και 35-45 χρονών εξακολουθούν να είναι ωραία, αλλά επιμένω, τα 60-65 δεν είναι καθόλου άσχημα: κάνουμε άλλα πράγματα, διαφορετικά, είναι ντιπ άλλη εποχή. Όσοι είναι τώρα 15-25 περνάνε καταπληκτικότερα, όπως περνάγαμε κι εμείς στην ηλικία τους, επειδή όλα είναι φρέσκα και αρωματισμένα με αισιοδοξία και αθωότητα… απλώς έτσι είναι η νεανική περίοδος του ανθρώπου: καταπληκτικότερη, τι να κάνουμε, αυτά έχει η ζωή. 

Η νοσταλγία πάλι, για την εποχή κατά την οποία έλαβε χώρα αυτή η νεανική περίοδος, είναι κακός οδηγός επειδή μας κάνει να συγκρίνουμε το Τώρα με κάτι θολό, ωραιοποιημένο, κινηματογραφικό και μονταρισμένο μέσα από τη μνήμη μας σαν Ιταλικός νέο-ρεαλισμός ή Χολυγουντιανή υπερπαραγωγή (ανάλογα). Και δεν ήταν έτσι. Κάθε εποχή είχε, και έχει, τα ζόρια της. Ωραίο το τρέιλερ παλαιότερων, δοξασμένων δεκαετιών, αλλά να έχουμε υπόψιν μας ότι το φτιάξαμε μόνοι μας, μέσα στο κεφάλι και την ψυχή μας, με πολύ μεράκι...   

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ