Ελλαδα

Χάσαμε μια δική μας γυναίκα

O Παναγής Παναγιωτόπουλος «διαβάζει» τη φωτογραφία

23660472_945802692242346_639465225_o.jpg
Παναγής Παναγιωτόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
thumbnail_38046150_2449263535090739_5060703851129077760_n.jpg
© EUROKINISSI / ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΣΙΝΑΣ

Σπανίως συμβαίνει. Να μιλάμε τόσο πολύ και να μην είμαστε φλύαροι. Να γράφουμε τόσα κείμενα και να μην κενολογούμε. Να εκφραζόμαστε και να μην κάνουμε ναρκισσιστική επίδειξη.

Σπανίως συμβαίνει να δείχνουμε χωρίς να ασχημονούμε. Να δείχνουμε τα πρόσωπα του πληγωμένου άλλου, χωρίς να προβάλλουμε τα αρνητικά πάθη κάποιου πορνογραφικού οίκτου. Και ας λένε όσοι έχουν διατάξει την ψυχή τους σε κάποια ιδεολογία ότι δεν πρέπει να φανεί τίποτα από την καταστροφή. Υψωμένα φρύδια και γλαρό μάτι που ψέγουν τα λόγια θρήνου και την πένθιμη βουή των άλλων, στο όνομα πάλι κάποιας κατασκευασμένης αξιοπρέπειας.

Τίποτα κακό δεν έχει φανεί εξάλλου. Λίγες ευτυχώς –αν και κάθε μία απ’ αυτές είναι ήδη ανυπόφορη– οι παρεκτροπές σε εικόνες της βιωμένης κόλασης στο Μάτι. Και έτσι οφείλουμε. Να λέμε αυτό που νιώθουμε, να δεχόμαστε τον λόγο του άλλου ακόμα και όταν δεν συμπίπτει με τον δικό μας. Είναι η στιγμή για πολλά χνάρια των λέξεων και πολλές διαδρομές της γλώσσας.

Από τη Μάκιστο και την Ηλεία του 2007 έως το Μάτι είχε επιβληθεί μια «τρομοκρατική δημοκρατία» της σιωπής και της ανεμελιάς. Ένα πολίτευμα της δημόσιας και βιαστικής λύπης και της μακράς ιδιωτικής αμεριμνησίας. Μέσα του δεν χώραγαν τα θύματα των καταστροφών. Οι νεκροί της πυρκαγιάς της Ηλίας και όσοι επιβίωσαν τραυματισμένοι όφειλαν να σιωπήσουν γιατί το κράτος έσπειρε μετρητά και σενάρια συνωμοσίας. Οι δολοφονηθέντες της Μαρφίν και όσοι επιβίωσαν έπρεπε να απουσιάσουν γιατί ήταν, λέει, απεργοσπάστες και στο κάτω-κάτω η πυρασφάλεια του κτιρίου ήταν προβληματική και εν πάσει περιπτώσει ο αγώνας εκείνες τις μέρες πολύ κρίσιμος για να κλαίμε τις παράπλευρες απώλειες. Οι νεκροί και ναυαγοί του μικρού ναυαγίου της Αίγινας δεν μας λένε τίποτα πια, ποια μνήμη να τους αγκαλιάσει στη συγκυρία των εξουσιαστικών μεγάλων συσκοτίσεων;

Το αίτημα για αλήθεια ενταφιαζόταν μαζί με τους νεκρούς και το ρεζερβουάρ της μνήμης ξεχείλιζε από εύπεπτες και καλαισθητικά ενήμερες νοσταλγίες. Για τα 20s, τα 60s και –για να κάνουμε και την αυτοκριτική μας– για τα 80s. Το καθήκον της αμεριμνησίας, ο φανατισμός της ανεμελιάς, ο νεορομαντισμός της φωτογραφικής εικόνας, ζούσαν για να υπερνικούν κάθε κατανόηση για εκείνον που χάθηκε και που ήταν σαν και εμάς.

Υπήρχαν στον ίδιο βιότοπο με την ακρότητα των στιγμών του Μνημονίου και την υπερ-πολιτικοποίηση των πάντων. Εκεί που το «δεν βαριέσαι» συνεργάζονταν με τον «ριζοσπαστισμό για όλους». Εκείνον τον τζούφιο, τον παραπλανητικό, το τζαμπατζίδικο και χωρίς ευθύνη ή συνέπειες, φευ. Τα θύματα ήταν μόνο κάποιοι που δεν μπορούσαμε να γνωρίσουμε, κάποιοι που οι συντεταγμένες εξουσίες μας παρουσίαζαν ως ανώνυμες θυσίες στον ιερό αγώνα κατά των ξένων. Μα πολλές φορές ήταν φαντάσματα που δεν υπήρξαν μεταξύ μας, ήταν αποτέλεσμα χειρισμού. Όχι πάντα.

Όπως και να έχει, τίποτα δεν έπρεπε να μας φοβίσει. Καμία δράση, καμία τρελή ιδέα, κανένα πολιτικό σύνθημα που θα υιοθετούσαμε δεν θα μας χάλαγε τη ζωή μας. Φόβο έσπερνε μόνο η Μέρκελ και ο Βαγγέλης Βενιζέλος, άντε και οι εβραίοι τραπεζίτες. Η ζωή ήταν ωραία, με εξαίρεση την ξένη κατοχή που είχε επιβληθεί. Αυτό είχε σημασία: να μη φοβηθείς και να μη νιώσεις ότι ο κόσμος, ο πραγματικός, έχει κινδύνους και ότι απ’ αυτούς τους κινδύνους κινδυνεύουν σχεδόν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Ό,τι και να ψήφιζες, ο κόσμος, ο πραγματικός, ο μεγάλος κόσμος που είναι γύρω μας και έρχεται και μέσα μας, είναι επικίνδυνος και δύσκολος. Ότι η εθνική συνταγή ασφαλούς και αμέριμνης ζωής έχει τελειώσει. Τη μεγάλη άρνηση για τη θέση της χώρας μας στον κόσμο την υλοποιήσαμε με το να διώχνουμε τις δυσάρεστες σκέψεις και νευρικά να λέμε σε κάθε έναν που μπορεί να μας έδειχνε ότι είμαστε δυνητικά όλοι θύματα «άσε με τώρα, δεν αντέχω». Πλέον όμως οι μηχανισμοί αποσιώπησης, η αστυνομία της σκέψης, οι τροχονόμοι της μνήμης, οι πολιτικοφύλακες του λαϊκού συναισθήματος, οι κομματικοί επίτροποι στην έκφραση των προσωπικών μας βιωμάτων, δεν μπορούν να σταματήσουν τόσο εύκολα την εργασία πένθους, την συμμετοχή μας σε αυτό, την εξατομικευμένη απελπισία για τον χαμό της κανονικής συμβατικής μικροαστικής ελληνικής ζωής που έγινε στο Μάτι. Και την εκ νέου γνωριμία μας με τον φόβο.

38046150_2449263535090739_5060703851129077760_n.jpg

Το κλουβί ενός καναρινιού, της παράδοξης αυτής και γλυκιάς συντροφιάς, ένα δυο σημειώματα χειρόγραφα με όλη την αγάπη και τον πόνο, γυαλιά πρεσβυωπίας και γυαλιά ηλίου, της μοδός τη δεκαετία του ΄70 και σήμερα ξανά, δυο γλάστρες, ένας πλατύφυλλος αγαπητικός βασιλικός, και σκιές με ένα πινέλο μακιγιάζ, μιας κοκέτας γυναίκας που θα μπορούσε να είναι η μάνα σου, η κόρη σου, η αδελφή σου, η γκόμενά σου κάποτε, η φίλη σου, μια συνάδελφος, μια κυρία που ψώνιζε στο μαγαζί σου, εκείνη η νευρική στη στάση, εκείνη που τσακώθηκες στη συνέλευση της πολυκατοικίας, μια χωρισμένη, μια διπλοπαντρεμένη, μια καλή δασκάλα στο σχολείο, μια καταπιεστική μάνα, μια που δεν είχε αυθαίρετο, μια που είχε, μια που ψήφισε Ανέλ και μετά Σύριζα και «Όχι» αλλά μετάνιωσε, εκείνη που δεν μετάνιωσε, μια που εμπιστεύεται το ΠΑΣΟΚ αλλά αυτή τη φορά θα το έριχνε στον Κυριάκο, μια που δεν αντέχει τον Κυριάκο, μια που δεν ψηφίζει, μια που είχε χαζέψει με την Τόλμη και Γοητεία τότε, μια κυρία, μια γυναίκα, μια δική μας γυναίκα.

Αντίο, γιατί τώρα φύγατε, μα θα είστε εδώ και θα σας σκεφτόμαστε με αγάπη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ