Πολιτικη & Οικονομια

Με Κολινό και ελβιέλες

Είναι το όνειρο κάθε βιομηχάνου: Να ταυτιστεί το προϊόν του με το είδος

4755-35205.jpg
Ανδρέας Παππάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
elviela_2.jpg

Πρόσφατα, κοιτάζοντας μια φωτογραφία από τη δεκαετία του 1950, είδα να δεσπόζει στη μαρκίζα ενός περιπτέρου διαφήμιση της οδοντόκρεμας Kolynos. Θυμήθηκα έτσι πως υπήρχε εποχή όπου όλος ο κόσμος, ή τουλάχιστον οι πιο λαϊκοί άνθρωποι, έλεγαν Kolynos και εννοούσαν γενικώς οδοντόπαστα. «Δώσε μου λίγο Κολινό, ρε σειρά», έλεγε ο συνάδελφος Χ.Δ., τυφεκιοφόρος πεζικού, όταν έκανα τη θητεία μου στα βουνά της Μακεδονίας επί χουντοκρατίας.

Με λίγα λόγια, θα έλεγα ότι η εν λόγω οδοντόκρεμα, η Kolynos, συνιστούσε το όνειρο κάθε βιομήχανου για το προϊόν του: την ταύτιση ενός συγκεκριμένου παρασκευάσματος (Kolynos) με το είδος (οδοντόκρεμα). Προφανώς, σημαντικό ρόλο σε αυτό είχε παίξει ότι η Kolynos ήταν η πρώτη οδοντόπαστα που εμφανίστηκε στην ελληνική αγορά. Έως τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχε μόνον το… αλατόνερο.

Έχει ενδιαφέρον, νομίζω, να σταθεί κανείς και σε άλλα προϊόντα που κατάφεραν, λιγότερο ή περισσότερο, να ταυτιστούν με το είδος. Ιδού μερικά:

  • Ακόμα και σήμερα λέμε συχνά «δώσε μου ένα μπικ», εννοώντας το στιλό διαρκείας bic, που έκανε δυναμικά την είσοδό του στην ελληνική αγορά κάπου στα μέσα ή τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Αν και υπάρχουν σήμερα ουκ ολίγες μάρκες στιλό διαρκείας, κυρίως γιαπωνέζικες, βλέπουμε ότι το γαλλικής προέλευσης bic/μπικ παραμένει μάρκα που ταυτίζεται με το είδος.
  • Στις αγγλοσαξονικές χώρες, στην Κύπρο (λόγω British Empire), ακόμα και στη χώρα μας σε κάποιον βαθμό, υπάρχουν πολλοί που δεν λένε «η ηλεκτρική σκούπα» αλλά «η χούβερ/Hoover» («Αύριο λέω να βάλω τη χούβερ, γιατί τα παιδιά γέμισαν το πάτωμα ψίχουλα»).
  • Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για το Nescafé, που, αν και μάρκα, έδωσε ουσιαστικά το όνομά του στον στιγμιαίο καφέ γενικότερα.
  • Και τι να πει κανείς για τις ηρωικές ελβιέλες; Μόνον κάτι τύποι της ηλικίας μου τις αναφέρουν πότε πότε, συχνά εννοώντας κάποια All Star, Nike ή Adidas, και γενικώς τα παπούτσια που κάποτε λέγονταν, νομίζω, και σπορτέξ και για τα οποία οι αγγλοσάξονες χρησιμοποιούν τον γενικό όρο sneakers. Οι περιώνυμες ελβιέλες, λοιπόν, ήταν τα πρώτα αθλητικά παπούτσια που εμφανίστηκαν, εκεί κάπου στη δεκαετία του 1950 κι αυτά, και που τα φορούσαμε όχι μόνο στη γυμναστικές επιδείξεις, αλλά και για να επιδοθούμε σε όλα τα τότε γνωστά αθλήματα (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ, ακόμα και στίβο). Ενδιαφέρουσα πληροφορία για όσους δεν τις έχουν γνωρίσει: ήταν από καουτσούκ (το ελβιέλα προερχόταν από το όνομα της εταιρείας που τις παρήγε: ΕΛληνική ΒΙομηχανία ΕΛΑστικών) και η μυρωδιά τους όταν τις έβγαζες, ιδρωμένος, σκότωνε άνθρωπο στα πέντε μέτρα.
  • Σε ένα άλλο πεδίο εξάλλου, που εκ των πραγμάτων μού είναι και πιο οικείο, αυτό των βιβλίων, υπήρχε ο όρος Τσελεμεντές, ο οποίος δήλωνε όχι μόνον το θρυλικό σύγγραμμα του αρχιμάγειρα Νικόλαου Τσελεμεντέ, αλλά και τα βιβλία μαγειρικής γενικότερα. Μάλιστα, από παλαιότερους εκδότες εκεί γύρω στο 1975-80, είχα ακούσει πως ο αυθεντικός Τσελεμεντές, με τη βοήθεια και των πλασιέδων που τον πουλούσαν πόρτα πόρτα, είχε φτάσει τα 900.000 αντίτυπα!

Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλες περιπτώσεις όπου ένα προϊόν ταυτίστηκε, σχεδόν ή απολύτως, με το είδος στο οποίο ανήκε. Ενδεικτικά και επιγραμματικά μόνο αναφέρω: την ταύτιση της Ασπιρίνης με την έννοια παυσίπονο (αλήθεια, τι να απέγιναν, άραγε, το Αλγκόν ή το Καλμόλ;), του Νουνού με το γάλα εβαπορέ, της Vespa/βέσπας με την έννοια δίκυκλο, του Tide με την έννοια απορρυπαντικό, του Βιτάμ με τη μαργαρίνη, κ.λπ., κ.λπ.

Για δες! Από μια διαφήμιση, ήρθε στην επιφάνεια μια ολόκληρη εποχή. Μια εποχή όπου οι άνθρωποι έπλεναν τα δόντια τους με κολινό, φορούσαν (όσοι φορούσαν) ελβιέλες, έγραφαν σχεδόν αποκλειστικά με μπικ, ονειρεύονταν να αποκτήσουν βέσπα, μαγείρευαν με τη βοήθεια του τσελεμεντέ (ιδιαίτερα όταν ήθελαν να εντυπωσιάσουν τους καλεσμένους τους). Δεν εξωραΐζω, δεν νοσταλγώ, δεν είμαι θιασώτης του «τι όμορφα που ήταν τότε». Απλώς θυμάμαι. Αmarcord.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ