Ελλαδα

Για ποια ΑμΕΑ μου μιλάς;

Πέρασα τέσσερις ώρες σε αναπηρικό αμαξίδιο, και κατάλαβα γιατί δεν βλέπουμε συχνά καρότσια στο κέντρο της Αθήνας

114980-643438.jpg
Ελίζα Συναδινού
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
332531-689288.jpg

*Στις 25.12 του 2008, δημοσιεύτηκε στο Vetomag το παρακάτω κείμενο. Για τις ανάγκες αυτού του ρεπορτάζ, είχαμε νοικιάσει ένα καροτσάκι για τη δική μου μετακίνηση και είχαμε περάσει 4 ώρες στο κέντρο της Αθήνας, με το Γιάννη Γουλιέλμο και τη Μαρία Μαράκη. Πήγαμε στο ΙΚΑ, πήραμε το λεωφορείο, διασχίσαμε την Ακαδημίας. Το γεγονός ότι για λίγες ώρες έζησα κάποιες μόνο από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι συνάνθρωποι μας με αναπηρίες ελπίζω να μη φανεί σε κάποιους επιφανειακό, αφελές ή προσβλητικό. Διότι όλοι μας βλέπουμε, και ισχυριζόμαστε ότι συμπάσχουμε, αλλά δεν μπορούμε να καταλάβουμε πραγματικά τι περνάει ο διπλανός μας εάν δεν μπούμε έστω για λίγο στα παπούτσια του. Και εκτός από όλες τις άλλες δυσκολίες, οι άνθρωποι με τα αμαξίδια είναι αναγκασμένοι να έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά με μια πολύ εχθρική πόλη. 8 χρόνια μετά, οι Αθηναίοι παρουσιάζουν ακόμα σε μεγάλο βαθμό την συμπεριφορά του ανθρώπου που δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για το διπλανό του.

Σήμερα, 3 Δεκεμβρίου,είναι η Παγκόσμια Ημέρα των Ατόμων με Αναπηρία. Άλλη μια μέρα δηλαδή όπου αυτοί οι άνθρωποι δυσκολεύονται να μετακινηθούν στην πόλη μας διότι εμείς οι υπόλοιποι δεν τους βλέπουμε, δεν τους νιώθουμε, δεν τους καταλαβαίνουμε.


Για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, χρειάστηκαν πάνω από τέσσερις ώρες στο αναπηρικό καροτσάκι, τρεις φορές να βάλω τα κλάματα, πολύ περισσότερες να κινδυνέψω να με πατήσει αυτοκίνητο, και σχεδόν σε κάθε δεύτερη γωνία του κέντρου να φάω τα μούτρα μου.

Όμως, μόλις τρία λεπτά μου πήρε, για να καταλάβω πόσο άγριο είναι για κάποιον με προβλήματα κίνησης, να αντιμετωπίσει τη ζούγκλα της Αθήνας πάνω στο αναπηρικό του αμαξίδιο. Ήταν όταν βρέθηκα ακινητοποιημένη και ανήμπορη στη μέση του δρόμου γωνία Ακαδημίας και Ομήρου, έχοντας ξεκινήσει από το ΙΚΑ στην Ακαδημίας, γιατί απλά δεν μπορούσα να περάσω απέναντι. Βλέπετε, την προσπάθεια μου να περάσω το δρόμο, σαμποτάριζαν η ανύπαρκτη διάβαση στη μία πλευρά, που ήταν τόσο απότομη που έμοιαζε περισσότερο με εμπόδιο, και η καλυμμένη από σκουπίδια διάβαση στην άλλη.

Και κάπως έτσι συνεχίστηκε, από την Ακαδημίας στην Ομήρου και τη Σκουφά μέχρι και την πλατεία Κάνιγγος. Μια διαδρομή που έχει πολλές φορές χρειαστεί να κάνω, για τις πιο απλές δουλειές στο κέντρο. Αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Κάθε γωνιά και εμπόδιο. Κάθε φανάρι και αγωνία. Θα το προλάβω; Θα κατέβω το πεζοδρόμιο χωρίς να πέσω, αφού δεν υπάρχει ειδική ράμπα, θα ανέβω στο επόμενο πριν στρίψει κάποιος και με πατήσει γιατί δε βλέπει; Πως θα περάσω πάνω απ’το βουνό σκουπιδιών που καλύπτει τη διάβαση; Πως θα περάσω από εδώ που ο μάγκας με το μηχανάκι το κότσαρε ολόκληρο πάνω στο πεζοδρόμιο; Πως θα προσπεράσω το παρκαρισμένο τζιπ μπροστά στη διάβαση;

Διότι για αυτόν που κινείται πάνω στο καροτσάκι, ο Ελληναράς που έχει παρκάρει μπροστά στη διάβαση δεν είναι ακόμα ένα γαϊδούρι. Είναι αυτός που τον έχει καθυστερήσει απίστευτα από την δουλειά του, αυτός που τον έχει κάνει να νιώσει ανήμπορος καθώς δεν μπορεί να περάσει από πουθενά αλλού και οι ρημάδες οι ρόδες δεν σκαρφαλώνουν πεζοδρόμια, είναι αυτός που έχει θέσει σε κίνδυνο μέχρι και τη ζωή του, αναγκάζοντας τον να κάνει μανούβρες ανάμεσα στα αυτοκίνητα που τρέχουν σαν τρελά- και όλοι ξέρουμε πόσο προσεκτικοί είναι οι Έλληνες οδηγοί.

Καθοριστική στιγμή… όταν έφτασε η ώρα να επιβιβαστώ στο λεωφορείο. Για ποια ράμπα μιλάμε; Εδώ για να ανοίξει η πόρτα και να μπω, κινητοποιήθηκαν οι μισοί επιβάτες, όπως μπορούσε ο καθένας: άλλος κοπανούσε την πόρτα απέξω, άλλοι φώναζαν κι έκαναν νοήματα στον οδηγό, άλλοι σήκωσαν τελικά το καροτσάκι για να με βάλουν μέσα…Τότε ήταν που έμπηξα το προαναφερθέν κλάμα. Από τη συγκίνηση. Τότε, όταν πήγε να με πατήσει ένα αυτοκίνητο γιατί δεν με είχε δει και το καροτσάκι γλιστρούσε στην κατηφόρα μπροστά του, (από το φόβο και την αίσθηση ανικανότητας), και όταν κάποιοι ηλικιωμένοι στα Εξάρχεια με βοήθησαν να ανέβω σε ένα πεζοδρόμιο όλοι μαζί. Η αλήθεια είναι ότι, όπως κατεβαίναμε προς Εξάρχεια, τα σκουπίδια αυξάνονταν, αλλά το ίδιο συνέβαινε και με την ανθρωπιά. Όσο πιο πολύ πλησιάζαμε προς την πλατεία Κάνιγγος, τόσο πιο συχνά συναντούσαμε στο δρόμο μας ανθρώπους πρόθυμους να μας βοηθήσουν. Τυχαίο ή όχι;

Όχι, η ανθρωπιά στους δρόμους της Αθήνας δεν έχει πεθάνει. Οι δρόμοι της Αθήνας πεθαίνουν κάθε μέρα τους ανθρώπους της. Δεν είναι τα σκουπίδια, δεν είναι τα παρκαρισμένα. Είναι ότι σε διώχνουν μακριά, όλα, συνεχώς. Σε πληγώνουν. Σου στερούν την αξιοπρέπεια σου. Είτε κινείσαι με καροτσάκι και αγωνιάς για το τι σε περιμένει στο τέλος του δρόμου, είτε παρκάρεις το αυτοκινητάκι σου και ούτε που προσέχεις τη διάβαση. Δε βαριέσαι; Όχι δε βαριέσαι. Δε βαριέμαι. Δεν πρέπει να βαριόμαστε.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ