Ελλαδα

7 μεγάλες αποδράσεις από τη φυλακή

Ιστορίες που έμειναν στα αστυνομικά χρονικά, άλλες με καλό και άλλες με τραγικό τέλος για τους πρωταγωνιστές τους

kwfos.jpg
Μπάμπης Κωφός
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
332288-689554.jpg

Εφτά μεγάλες αποδράσεις και οι ιστορίες των πρωταγωνιστών τους. Άλλες θεαματικές, άλλες αιματηρές και άλλες στα όρια του αστείου, επιβεβαιώνουν τον κανόνα: ελάχιστοι βαρυποινίτες δεν έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους την ελευθερία.

Ο μακελάρης Σορίν Ματέι

Ήταν το 1995 όταν ο Ρουμάνος Σορίν Ματέι δικαζόταν για ληστείες στα δικαστήρια της Ευελπίδων. Ζήτησε να πάει τουαλέτα και από εκεί κατάφερε να αποδράσει. Ήταν η πρώτη από τις έξι συνολικά αποδράσεις του. Η τελευταία έγινε τον Ιούλιο του 1998, από το Τμήμα Μεταγωγών Πάτρας. Στις 23 Σεπτεμβρίου, όντας καταζητούμενος και «ζήτημα τιμής» για την αστυνομία να συλληφθεί, καθώς δυο βδομάδες πριν εντοπίστηκε αλλά κατάφερε και πάλι να ξεφύγει κρατώντας όμηρο έναν αστυνομικό, εντοπίστηκε στο σπίτι μιας φίλης του, στην οδό Νιόβης 4, στα Κάτω Πατήσια. Αμέσως σήμανε συναγερμός. Ο Ματέι και η φίλη του, η οποία ζούσε στο υπόγειο της Νιόβης, ήταν τοξικομανείς.

Εκείνος, όταν οι αστυνομικοί μπήκαν στο διαμέρισμα, είχε κάνει χρήση και βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Πρόλαβε όμως να πάει μέχρι την τουαλέτα και από εκεί, από το φωταγωγό, να εισβάλει στο διαμέρισμα της οικογένειας Γκινάκη, όπου βρίσκονταν τέσσερα άτομα. Η μητέρα Σουλτάνα Γκινάκη, ο γιος της Βαγγέλης, η κόρη της Αμαλία και ο αρραβωνιαστικός της κόρης της, Αποστόλης Μακρινός. Ο Σορίν Ματέι δέθηκε με την Αμαλία Γκινάκη και τον αρραβωνιαστικό της με κορδόνια παπουτσιών, έχοντας πάνω του μια χειροβομβίδα. Και τηλεφώνησε στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ. Η ιστορία μεταδιδόταν ζωντανά επί τέσσερις ώρες, τότε κεντρικός παρουσιαστής ήταν ο Νίκος Ευαγγελάτος.

Όταν η αστυνομία εισέβαλε στο διαμέρισμα, πιθανότατα εκτιμώντας λανθασμένα ότι η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη, ακολούθησε η έκρηξη από την οποία έχασε τη ζωή της η 25χρονη Αμαλία Γκινάκη. Ο Ματέι μεταφέρθηκε στον Ερυθρό Σταυρό και στη συνέχεια στο Γενικό Κρατικό της Νίκαιας. Εκεί, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε λόγος να παραμείνει περισσότερο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού. Τον βρήκε νεκρό στις 26 Σεπτεμβρίου ο γιατρός υπηρεσίας Ιωάννης Κούτρας, αναφέροντας ότι οι ποσότητες υπνωτικών που του είχαν χορηγηθεί νωρίτερα, για να βρίσκεται σε καταστολή, «ήταν δόσεις ελέφαντα». Όλοι οι αστυνομικοί αθωώθηκαν. Το ΕΣΡ επέβαλε πρόστιμο 50 εκατ. στον ΣΚΑΙ για την απευθείας μετάδοση και έκτοτε άλλαξε η σχετική νομοθεσία. Οι συγγενείς της Αμαλίας Γκινάκη ζητούν ακόμη και σήμερα την τιμωρία των υπευθύνων.  

Τέσσερις ώρες ζωντανή συνομιλία με τον Νίκο Ευαγγελάτο είχε ο Σορίν Ματέι

Ο «ληστής με τις γλαδιόλες» Θεόδωρος Βενάρδος

Ο Θεόδωρος Βενάρδος (έτος γέννησης 1949) ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Λήστεψε δύο τράπεζες με πλούσια λεία, το 1973 στο Παγκράτι και το 1974 στα Σεπόλια. Λόγω της αναίμακτης δράσης του, της περιόδου, ίσως και του ευγενικού παρουσιαστικού του, ήταν μάλλον αγαπητός στην κοινή γνώμη. Τα χρήματα από τις ληστείες τα ξόδευε σε ταξίδια, αγορές αυτοκινήτων και ντόλτσε βίτα. Στην πρώτη ληστεία μπούκαρε στην τράπεζα μεταμφιεσμένος σε καθολικό ιερέα και τη δεύτερη κρατώντας μια ανθοδέσμη με γλαδιόλες. Μέσα σε αυτές είχε κρύψει την κοντόκανη καραμπίνα του. Από εκεί του έμεινε ο χαρακτηρισμός «ο ληστής με τις γλαδιόλες».

Τον Ιανουάριο του 1974 συνελήφθη και προφυλακίστηκε στον Κορυδαλλό. Έγραφε τότε η εφημερίδα «Απογευματινή»: «Ο Βενάρδος έπαιζε ποδόσφαιρο με άλλους κρατουμένους (παίκτες και θεατές γύρω στους 100), στο Β.Α. προαύλιο των φυλακών. Σε μια στιγμή, η μπάλα έπεσε στο κενό μεταξύ εξωτερικού τοίχου και εσωτερικής περίφραξης (ύψος μάνδρας 1.50 μ. και 2 μ. συρματόπλεγμα). Οι κρατούμενοι παρακάλεσαν τους φύλακες στους πυργίσκους να πιάσουν την μπάλα. Δέχτηκε ο φρουρός που καθόταν στο δεξιό πυργίσκο. Ο φρουρός άφησε το όπλο και κατέβηκε τα σκαλιά. Τη στιγμή εκείνη, ο Βενάρδος ανέβηκε τη μάνδρα της εσωτερικής περίφραξης κι όταν ο χωροφύλακας τον προσπέρασε, βαδίζοντας για τη μπάλα, εκείνος πήδηξε το συρματόπλεγμα κι άρχισε να τρέχει προς τη σκοπιά. Οι υπόλοιποι σκοποί δεν αντέδρασαν. Μόνο ένας φύλακας έβαλε φωνή και ο χωροφύλακας που πήγαινε για την μπάλα άρχισε να τον καταδιώκει. Τον πρόλαβε στα σκαλιά της σκοπιάς και συνεπλάκη μαζί του. Ο Βενάρδος τον έβγαλε νοκ άουτ, ανέβηκε στη σκοπιά, κρεμάστηκε από το πεζούλι, πήδηξε από ύψος 5 μέτρων (τον εξωτερικό τοίχο) και βρέθηκε έξω. Κανένας από τους φρουρούς δεν πυροβόλησε, δεν φώναξε αλτ, δεν σήμανε συναγερμό. Οι κρατούμενοι μόνο φώναζαν: “Μπράβο Βενάρδο… Φύγε Θόδωρε”».

Ακολούθησε η ληστεία στα Σεπόλια και η προσπάθεια διαφυγής στο εξωτερικό, όμως συνελήφθη και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 χρόνων. Ο Βενάρδος υπέβαλε πέντε αιτήσεις αποφυλάκισης για «ανήκεστο βλάβη», όλες όμως απορρίφθηκαν. Στο ενδιάμεσο προσπαθούσε να αυτοκτονήσει. Στις 10 Ιουλίου του 1984 βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του. Αυτοκτονία; Ήταν 35 ετών.

Ο αδίστακτος Κώστας Πάσσαρης

Θεωρούμενος ως ένας από τους πιο σκληρούς Έλληνες κακοποιούς, ο γεννημένος το 1975 Κώστας Πάσσαρης είχε τα πρώτα του μπλεξίματα σε ηλικία 15 ετών, όταν οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο για κλοπές. Ήταν η αρχή της εγκληματικής του δραστηριότητας και ένα συνεχές μπες βγες στις φυλακές. Στα τέλη του 1996 συνελήφθη ύστερα από καταδίωξη ενώ είχε ληστέψει μια γυναίκα έξω από τον ηλεκτρικό της Καλλιθέας και οδηγήθηκε στις φυλακές Κασσάνδρας στη Χαλκιδική. Εκεί έγινε στενός φίλος με τον Ρουμάνο Νικολάε Γκόρεα.

Αποφυλακίστηκαν το 1999 και μαζί με έναν άλλο Ρουμάνο, τον Ίον Βασίλι, άρχισαν τις ληστείες. Στις 19 Φεβρουαρίου του 2000 εντοπίζονται στην πλατεία Βάθη και πέφτουν πυροβολισμοί. Σκοτώνεται επί τόπου ο Ίον Βασίλι, τραυματίζονται δύο αστυνομικοί, ο Πάσσαρης με τον Γκόρεα διαφεύγουν. Τρεις μέρες αργότερα ο Πάσσαρης συλλαμβάνεται στην πλατεία Αμερικής έχοντας πάνω του ένα πιστόλι και μια χειροβομβίδα. Το ίδιο απόγευμα εντοπίζεται ξανά ο Γκόρεα, αυτή τη φορά στην Πετρούπολη. Αρνείται να παραδοθεί και πέφτει νεκρός στην ανταλλαγή πυροβολισμών. Ο Πάσσαρης μεταφέρεται στον Κορυδαλλό και θεωρείται από τους πιο σκληρούς και απείθαρχους κρατούμενους.

Ύστερα από παράπονά του για κρίσεις επιληψίας, στις 7 Φεβρουαρίου 2001 αποφασίζεται να μεταχθεί στο νοσοκομείο. Ο Πάσσαρης, δεμένος με χειροπέδες κι έχοντας προμηθευτεί άγνωστο πώς ένα πιστόλι, σκοτώνει δύο αστυνομικούς, τραυματίζει άλλον έναν και το σκάει. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου η αστυνομία μαθαίνει ότι ο Πάσσαρης διαμένει τακτικά στο Νέο Κόσμο, σε ένα διαμέρισμα της οδού Ιππάρχου. Στήθηκε μια γιγαντιαία επιχείρηση, όπου εφτά άνδρες των ΕΚΑΜ τον περίμεναν μέσα στο διαμέρισμα. Όταν όμως ο Κώστας Πάσσαρης έβαλε το κλειδί στην πόρτα οι αστυνομικοί βιάστηκαν να φωνάξουν «ακίνητος» κι εκείνος κατάφερε να ξεφύγει με μια σφαίρα στο πόδι. Αμέσως μετά οδηγήθηκε σε παραίτηση ο αρχηγός της αστυνομίας Γιάννης Γεωργακόπουλος.

Ξαναβρίσκουμε τον Κώστα Πάσσαρη στη Ρουμανία, όπου είχε βρει καταφύγιο. Το Νοέμβριο του 2001, στη διάρκεια ληστείας σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος στο Βουκουρέστι, σκότωσε τον ιδιοκτήτη κι έναν υπάλληλο. Τελικά, η σύλληψη ενός συνεργού του οδήγησε τη ρουμανική αστυνομία και στη σύλληψη του Κώστα Πάσσαρη. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, σήμερα βρίσκεται κρατούμενος σε φυλακή της Κραϊόβα στη Ρουμανία και φέρεται να έχει στραφεί στην εκκλησία.

Ο «πεταλούδας» Αλκέτ Ριζάι

Στα δύο φορές ισόβια και στην πολυετή κάθειρξη που είχε στην πλάτη του ο Αλκέτ Ριζάι, για τρεις δολοφονίες και για υποθέσεις ναρκωτικών, τον περασμένο Οκτώβριο προστέθηκαν ακόμη 10 χρόνια. Τελευταίο του «παράπτωμα» η ομηρία πέντε σωφρονιστικών υπαλλήλων στις φυλακές Μαλανδρίνου, το Μάρτιο του 2013. Τότε, ο Αλκέτ Ριζάι έκανε ένα κασετοφωνάκι να μοιάζει με εκρηκτικό μηχανισμό, τυλίγοντάς το με μονωτική ταινία, καλώδια και μπαταρία και είχε κρατήσει τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους ομήρους για 24 ώρες, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να διαφύγει.

Ο Αλβανός κακοποιός τον Ιούνιο του 2006 είχε γίνει πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες, όταν μαζί με τον Βασίλη Παλαιοκώστα απέδρασαν από τις φυλακές Κορυδαλλού με ελικόπτερο. Ήταν το απόγευμα της 4ης Ιουνίου, όταν σε ελικόπτερο που προσγειώθηκε στο προαύλιο της Ε' Πτέρυγας επιβιβάσθηκαν οι Αλκέτ Ριζάι και Βασίλης Παλαιοκώστας. Στο ελικόπτερο επέβαιναν δύο ακόμη άτομα που το είχαν ναυλώσει δήθεν για μια βόλτα πάνω από πάρκο του Ρέντη. Όταν όμως απογειώθηκαν, υποχρέωσαν τον πιλότο με απειλή όπλου και χειροβομβίδα να προσγειωθεί στον Κορυδαλλό. Με τον ίδιο κινηματογραφικό τρόπο, πάλι με ελικόπτερο, ο Ριζάι απέδρασε από τις φυλακές του Κορυδαλλού και τον Φλεβάρη του 2009.

Ο 41χρονος Ριζάι, ο οποίος σήμερα κρατείται στις φυλακές Δομοκού και αρνείται ότι έχει σκοτώσει άνθρωπο, είχε δηλώσει το 2011 μέσα από τις φυλακές των Γρεβενών: «Οι Έλληνες μου έχουν πάρει τα πιο όμορφά μου χρόνια, γι’ αυτό θα βγω και πάλι. Δεν θα σταματήσω, καλύτερα να με σκοτώσουν. Θα προτιμήσω καλύτερα να σκοτωθώ, αλλά θα διαλύσω και εκείνους που θα προσπαθήσουν να με σταματήσουν.    

Ο θρυλικός Βαγγέλης Ρωχάμης

Νούμερο 1 καταζητούμενος στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1980 και του 1990, ο Βαγγέλης Ρωχάμης έζησε 22 χρόνια στις φυλακές, καταδικασμένος για ληστείες και κλοπές. Ποτέ δεν σκότωσε κανέναν. Και πολλές φορές απέδρασε. Μια από αυτές τις φορές πολύ εύκολα. Ήταν Απρίλιος του 1986 όταν ο Ρωχάμης, στις φυλακές Κορυδαλλού, δέχτηκε στο προγραμματισμένο επισκεπτήριο τον κουνιάδο του. Όταν το επισκεπτήριο τελείωσε, ο κρατούμενος αντί να κατευθυνθεί πίσω στο κελί του, ακολούθησε την ομάδα των συγγενών και φίλων που έφευγαν από την κεντρική είσοδο των φυλακών. Κανείς δεν τον έλεγξε «γιατί φορούσε κοστούμι και όχι φόρμα», σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής. Που πρόσθεταν ότι εκείνη τη φορά ο λόγος της απόδρασής του δεν ήταν η ελευθερία αλλά η κόρη του. Κάποιος την είχε πειράξει και έπρεπε να λογαριαστεί μαζί του.

Ο Ρωχάμης γεννήθηκε το 1951 στην Εύβοια. Η πρώτη του «απόδραση» ήταν από τη Σύρο, το 1971 όπου υπηρετούσε, γιατί δεν του έδωσαν άδεια να επισκεφθεί τη νεογέννητη κόρη του. Η πρώτη του φυλακή ήταν το 1976 για την κλοπή του ταχυδρομείου του χωριού του, το 1981 πρωτοστάτησε στη μεγάλη εξέγερση των κρατουμένων στις φυλακές της Κέρκυρας. Ο θρύλος λέει ότι μια φορά, ενώ η αστυνομία τον έψαχνε και είχε στήσει μπλόκα παντού, ο Ρωχάμης διασκέδαζε σε νυχτερινό κέντρο χωρίς κανένας από τους θαμώνες να τον καταδώσει. Ό ίδιος έχει πει ότι το να είναι κανείς δραπέτης είναι ένα… ακριβό σπορ. Έπρεπε να νοικιάζει πάνω από δέκα σπίτια, αλλά και να πληρώνει ανθρώπους να τον προμηθεύουν με όπλα και αυτοκίνητα. Ο Βαγγέλης Ρωχάμης ζει ελεύθερος από το 2000 στο χωριό του στην Εύβοια. Πρόσφατα, σε τηλεοπτική του συνέντευξη στον ALPHA, δήλωσε (ίσως μεταξύ σοβαρού κι αστείου) ότι το μεγαλύτερο «κόλπο» ακόμα δεν έχει γίνει.

Ο ασύλληπτος Βασίλης Παλαιοκώστας

Το BBC σε ένα ρεπορτάζ του τον χαρακτήρισε «λαϊκό ήρωα». Απέδρασε δύο φορές με ελικόπτερο από τις φυλακές, μαζί με τον Αλκέτ Ριζάι, με ελικόπτερο. Εμπλέκεται σε πολλές υποθέσεις ληστειών τραπεζών και κοσμηματοπωλείων, καθώς και σε δύο περιπτώσεις απαγωγών. Φέρεται να έχει μοιράσει πολλά από τα χρήματα που άρπαξε στους φτωχούς. Αδελφός του επίσης διαβόητου Νίκου Παλαιοκώστα, υπήρξε συνεργάτης του Κώστα Σαμαρά, του ληστή που έγραψε το βιβλίο «Καταζητείται».

Ο Βασίλης Παλαιοκώστας γεννήθηκε το 1966 σε ένα ορεινό χωριό των Τρικάλων. Στο ρεπορτάζ του BBC ένας φίλος του δήλωσε ότι «δεν άντεχε την καπιταλιστική εκμετάλλευση των αφεντικών του, το να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο σαν σκλάβος για ένα μεροκάματο. Γι’ αυτό εναντιώθηκε στα αφεντικά». Ο παλιός δάσκαλός του είπε ότι «ως παιδί του βουνού, δεν είχε κάποιες άλλες δεξιότητες πέρα από το να κλέβει για να ζήσει. Μπορεί κάποιος να τον χαρακτηρίσει ληστή αλλά όχι εγκληματία».

Τον Απρίλη του 1990 συνελήφθη στην προσπάθειά του να βοηθήσει στην απόδραση του αδελφού του από τις φυλακές της Λάρισας, γκρεμίζοντας τον τοίχο με μια κλεμμένη μπουλντόζα. Έμεινε στη φυλακή της Χαλκίδας μέχρι το Γενάρη του 1991, από όπου δραπέτευσε χρησιμοποιώντας σεντόνια. Λίγους μήνες αργότερα, φέρεται να συμμετείχε σε μια ληστεία η οποία θεωρείται ως η μεγαλύτερη στην ελληνική ιστορία. Με τους συνεργούς του μπλόκαραν το δρόμο των αστυνομικών με μια νταλίκα και λήστεψαν τράπεζα στα Μετέωρα. Ενώ το έσκαγαν, ο Παλαιοκώστας «μοίρασε» από το παράθυρο 125 εκατ. δραχμές.  

Το Γενάρη του 2010 στέλνει γράμμα στα ΜΜΕ με το δακτυλικό του αποτύπωμα και καταγγέλλει απόπειρα δολοφονίας του από την αστυνομία, όταν ήρθε αντιμέτωπος με αστυνομικούς δύο μήνες μετά τη δεύτερη απόδρασή του με ελικόπτερο. Έκανε λόγο για σχέδιο φυσικής εξόντωσής του, σημειώνοντας ότι «δεν είναι βαριά οπλισμένος και πως ουδέποτε έχει στρέψει όπλο σε άνθρωπο».

Ο Βασίλης Παλαιοκώστας παραμένει και σήμερα ασύλληπτος. Και επικηρυγμένος για ένα εκατ. ευρώ. Από το BBC: «Μέχρι σήμερα παραμένει ο πρώτος στόχος της CIA και των μυστικών υπηρεσιών. Αποτελεί είδωλο για πολλούς αναρχικούς και αντιεξουσιαστές. Φήμες λένε πως ζει κάπου απόμερα με την αλλοδαπή σύζυγό του και το νεογέννητο μωρό τους ενώ άλλοι πιστεύουν πως έχει κάνει πλαστική προσώπου για να μην τον αναγνωρίζουν. Ο Τύπος τον αποκαλεί “Φάντασμα” και οι συγχωριανοί του “Βασιλιά του Βουνού”».

Η μεγάλη απόδραση των 27 κομμουνιστών από τα Βούρλα

Στις 17 Ιουλίου του 1955 έγινε η πλέον μυθιστορηματική απόδραση από τις ελληνικές φυλακές. Βρισκόμαστε στις φυλακές των Βούρλων, στον Πειραιά, οι οποίες χωρίζονταν σε 3 ακτίνες με 24 κελιά η κάθε μια και με 4-5 φυλακισμένους στο κάθε κελί. Στην πρώτη ακτίνα ήταν οι ποινικοί, στη δεύτερη οι τοξικομανείς και στην τρίτη οι «αμετανόητοι κομμουνιστές» - καταδικασμένοι και υπόδικοι- συνολικά 132 άνθρωποι. Απέδρασαν οι 27.

Η επιχείρηση κράτησε 4 μήνες, με τους φυλακισμένους να σκάβουν μια σήραγγα μήκους 18 μέτρων, η οποία «έβγαζε» στο λουτρό ενός εργοστασίου απέναντι. Τις απαραίτητες πληροφορίες έδιναν απ’ έξω οι αρραβωνιαστικιές δύο εκ των κρατουμένων. Ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς θα έπρεπε η σήραγγα να υποστηλωθεί, να ηλεκτροφωτιστεί, να εξαφανιστούν τα μπάζα και να υπάρχει οξυγόνο. Έσκαβαν και με νυχτερινές βάρδιες και στο τέλος τα κατάφεραν. Η απόδραση συγκλόνισε την Ελλάδα, όλοι τους επικηρύχθηκαν και οι περισσότεροι κάποια στιγμή συνελήφθησαν.

Από την εφημερίδα «Ριζοσπάστης»: «Πώς δούλευαν; Άρχισαν στις 17 Μάρτη του '55 και έλυναν το ένα μετά το άλλο τα προβλήματα στην πορεία. Δεν υπήρχε αέρας. Έφτιαξαν αρχικά μια ξύλινη βεντάλια. Δεν είχε φως. Φτιάξανε μηχανισμό με λαμπάκια. Οι κρατούμενοι έφτιαχναν κάτι χειροτεχνήματα και με αυτά σαν δικαιολογία ζητούσαν και τους έφερναν στο επισκεπτήριο στήλες φακού και λαμπάκια, δήθεν για τα χειροτεχνήματα. Υπολογίστηκε ότι χρησιμοποιήθηκαν γύρω στις 600 στήλες μπαταρίας.

Είχε μπει ένα αρχικό πλάνο για 20 πόντους σκάψιμο την ημέρα, που στην πράξη έβγαινε αδύνατο και κάποτε χρειάστηκε να προστεθούν νυχτερινές βάρδιες για να προχωρήσει η δουλειά. Το σκάψιμο γινόταν ένα μέτρο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, κι εκείνο που πρόσεχαν ήταν να μην ξεφύγουν προς τα πάνω, οπότε υπήρχε κίνδυνος (κυρίως όταν έφτασαν στην οδό Δογάνη) να υποχωρήσει το έδαφος από το βάρος των αυτοκινήτων που περνούσαν. Από τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπισαν ήταν τι θα έκαναν τα χώματα και τις πέτρες που συσσώρευαν. Και να ποιες λύσεις βρήκαν: Αφού ξεχώριζαν το χώμα από τις πέτρες το έριχναν μέσα σε πάνινες σακούλες -τις «αντέρες», όπως τις έλεγαν- που είχαν φτιάξει οι ίδιοι, τις πέρναγαν στη μέση τους και τις άδειαζαν στα αποχωρητήρια, απ' όπου κατέβαιναν στους υπονόμους με τη βοήθεια μπόλικου νερού.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν οι πέτρες και τα χαλίκια. Ένα μέρος από αυτά τα χρησιμοποίησαν για ένα μεγάλο πεζούλι που έφτιαξαν στο χώρο του μπάνιου και μερικά τσιμεντένια πλυσταριά, πάντα με την άδεια της διεύθυνσης. Στην επιφάνεια χρησιμοποιούσαν το υλικό που τους διέθεταν και στο εσωτερικό έριχναν τα δικά τους μπάζα. Ζήτησαν άδεια να κάνουν ένα παρτέρι με άνθη στο εσωτερικό προαύλιο, κόντρα στον εξωτερικό τοίχο και παράλληλα να καλλιεργήσουν γλάστρες, και τους δόθηκε. Σε πολύ λίγο καιρό η ακτίνα γέμισε με γλάστρες. Ήταν κυρίως γκαζοτενεκέδες, που και πολύ χώμα έπαιρναν αλλά και χαλίκι.

Ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα ήταν ο εξαερισμός. Επινόησαν και κατασκεύασαν αυτοσχέδιο ανεμιστήρα. Άλλο πρόβλημα ήταν ο κίνδυνος να υποχωρήσουν τα χώματα της οδού Δογάνη από το πέρασμα των φορτηγών. Έτσι αναγκάστηκαν να υποστυλώσουν τη σήραγγα με ξυλεία που κατάφεραν να εξασφαλίσουν από παλιά κουφώματα.

Στις 17 Ιούλη φορώντας πιτζάμες πάνω από τα καλά τους ρούχα, για να μην τα λερώσουν, πέρασαν σε τετράδες από τη φυλακή στο εργοστάσιο κι από κει σε διάφορα σημεία που είχε κανονιστεί να κρυφτούν. Η απόδραση συγκλόνισε την Ελλάδα. Οι αρχές ασφαλείας έστησαν μπλόκα στους δρόμους και επικήρυξαν τους δραπέτες, χωρίς φυσικά κανένα αποτέλεσμα. Το ίδιο βράδυ της απόδρασης, από την “Ελεύθερη Ελλάδα”, τον παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό του ΚΚΕ ακούστηκε η έκκληση: “Καλούμε το λαό και όλους τους πατριώτες να προστατεύσουν τους αγωνιστές που κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές της αμερικανοκρατίας. Ελευθερία και γενική αμνηστία στους αγωνιστές”».

Πρόταση: Διαβάστε το βιβλίο «Καταζητείται» του Κώστα Σαμαρά, του ανθρώπου με τις δεκάδες αποδράσεις από τις ελληνικές φυλακές 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ