Ελλαδα

Το ερωτικό 1821: Ερωτικές ιστορίες των ηρώων της Επανάστασης

Η επανάσταση κάτω από τις φουστανέλες και τα σιγκούνια

4831-35211.jpg
Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 777
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πίνακας ζωγραφικής «Αποχαιρετισμός στο Σούνιο» δείχνει πολεμιστή και κοπέλα
Θεόδωρος Βρυζάκης, Ο αποχαιρετισμός στο Σούνιο, 1863, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος

Οι ερωτικές ιστορίες και συνήθειες των ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Mπορεί στα σχολικά βιβλία να διδασκόμαστε για τις μάχες και τον αγώνα των ηρώων του 1821 που πολεμούσαν με λερωμένες φουστανέλες για την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία. Υποκλινόμαστε μπροστά στο μεγαλείο τους, όμως υπάρχει και μια άλλη Ιστορία, που δεν διδάσκεται και έχει να κάνει με την προσωπική ζωή των αγωνιστών. Ψάξαμε στα παλιά αρχεία και βρήκαμε κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα. 
 
Δεν ήταν μόνο οι αγάδες κι οι πασάδες που ζούσαν με τα χανουμάκια και τα γιουσουφάκια τους. Οι κλέφτες και οι αρματωλοί ήταν κι αυτοί μερακλήδες, το έλεγε η περδικούλα τους, όχι μόνο στα πεδία των μαχών αλλά και στο κρεβάτι. Πίσω από τα βλοσυρά βλέμματα κρύβονταν άντρες φλογεροί που το αίμα τους έβραζε. Βέβαια την εποχή της επανάστασης θεωρούσαν ότι οι ερωτικές σχέσεις θα έφερναν γρουσουζιά. Έλεγαν πως «πολεμιστής που θα μαγαριστεί θα τον φάει μαύρο φίδι». Υπήρχαν όμως πολλοί που δεν έπαιρναν στα σοβαρά αυτή την απειλή. 
 
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν ένας από αυτούς. Μάγκας, λάτρης της ηδονής, αθυρόστομος και αισχρολόγος, ακόμα και την ώρα της μάχης έκανε διάφορα για να ανυψώσει το ηθικό των ανδρών του. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Γεώργιο Γαζή, σε μια μάχη με τους Τούρκους, «Διά να τους ατιμάσει και να τους εξουδετερώσει περισσότερο, έδειξεν αυτοίς τον πισινόν του γυμνόν. Ένας Τούρκος κρυμμένος εις κάποια κλαδιά, τον τουφέκισεν και τον λάβωσε εις τους δυο μηρούς και εις την μέσην του μορίου». 

Ο Καραϊσκάκης ήταν παντρεμένος, δεν μπορούσε όμως χωρίς ερωμένη. Είχε συνεχώς μαζί του τη Μαριώ, μια τουρκοπούλα που την είχε κάνει Χριστιανή, την έντυνε σαν άντρα και τη φώναζε Ζαφείρη! Κάποτε χρειάστηκε να πάει στη γυναίκα του και επειδή δεν μπορούσε να αποχωριστεί τη Μαριώ, την πήρε μαζί του. Όταν έφτασαν, η Μαριώ, για να δικαιολογήσει τον ρόλο της, άρχισε να την πέφτει στα κορίτσια του σπιτιού. Η γυναίκα του, η Γκόλφω, διαμαρτυρήθηκε και τότε αυτός γύρισε και της είπε: «Mη μου χολιάζεις μωρή, έχω π@@τσο και για σένα». Η μαγκιά του Καραϊσκάκη ήταν διαδεδομένη παντού. Κάποτε έστειλε ένα γράμμα σε ένα ξαδελφό του, όπου μιλώντας για ένα μισητό εχθρό του, τον Γιάννη Μπουκουβάλα, μεταξύ άλλων έγραφε: «...ας έλθει κι αυτός και οι Σουλιώτες και ο Πορδαντρέας, γ@@ώ την αδελφή του, και όλο το Ξηρόμερο και ο μισός Βάλτος, γ@@ώ τα κέρατα ολονών... «Ακόμα και την ώρα του θανάτου του, όταν λαβώθηκε και όλοι μαζεύτηκαν γύρω του, λέγεται ότι ψιθύρισε, πριν ξεψυχήσει: "Ξέρω ποιός με λάβωσε. Αν ζήσω, θα τον γ@@@σω!» 
 
Ο Κολοκοτρώνης ήταν επίσης ένας μεγάλος Δον Ζουάν της εποχής. Είχε αφήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του στο σπίτι και αυτός τριγύριζε στα όρη και στα άγρια βουνά με τη μόνιμη ερωμένη του, τη Μαργαρίτα. Την είχε συναντήσει σε ένα μοναστήρι της Ύδρας και από τότε την είχε μαζί του συνέχεια. Στα χέρια της ξεψύχησε. Ο Κολοκοτρώνης, παρ' όλα αυτά, ήταν αυστηρός με τους κατωτέρους του, όταν κεράτωναν τις γυναίκες τους και συχνά έβγαζε πύρινους λόγους εναντίον όσων είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις. Κάποτε, στο Μυστρά, οι στρατιώτες του πήγαν με κάποιες πόρνες για να εκτονωθούν. Οι φρουροί έπιασαν δύο πόρνες και τις πήγαν μπροστά του για να τις τιμωρήσει. Εκείνος τότε διέταξε να γδυθούν και να κυλιστούν σε ένα χωράφι με τσουκνίδες. Αυτή ήταν η πρωτότυπη τιμωρία τους. 
Κάποτε, ένας πασάς προσπαθούσε να τον πείσει να γίνει Μωαμεθανός. Ο Γέρος του Μοριά τον ρώτησε αν πρέπει να κάνει περιτομή.  Όταν ο Τούρκος του απάντησε καταφατικά, γυρίζει και του λέει: «Άσε πασά μου, γιατί αν αλλαξοπιστήσω, στον άλλο κόσμο θα με τραβάει ο Χριστός από τα μαλλιά και ο Μωάμεθ από τον π@@τσο! Δεν θέλω να βάλω σε καβγά δυο τέτοιους δεσποτάδες...» 
 
Δάσκαλος του Κολοκοτρώνη ήταν ο καπετάν Ζαχαριάς, που ήταν γνωστός κλέφτης και έδρασε στα βουνά του Μοριά πριν την επαναστατική περίοδο. Τον έτρεμαν όλοι, Tούρκοι και Έλληνες. Οι γυναίκες όμως τον λάτρευαν. Γιατί μπορεί να ήταν βίαιος και άγριος εραστής, η κορμοστασιά του όμως και τα «προσόντα» του ήταν εντυπωσιακά. Η φήμη του είχε απλωθεί από στόμα σε στόμα, μέχρι τραγούδια είχαν βγει για τις ερωτικές του κατακτήσεις: «To ’χει ο Ζαχαριάς ζακόνι (=συνήθειο), άσπρα πόδια να σηκώνει!» Ήρθε όμως η ώρα που και ο καπετάν Ζαχαριάς τη δάγκωσε τη λαμαρίνα και ερωτεύτηκε την πανέμορφη Ειρήνη Μουρτζίνου, την έκλεψε και την πήρε μαζί του στα βουνά. Τότε ο πατέρας της συνεννοήθηκε με τον Κουκέα, του οποίου την αδερφή είχε ξεπαρθενέψει ο ερωτύλος καπετάνιος, του έστησαν παγίδα και όταν εμφανίστηκε, ο Κουκέας τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Έτσι επαληθεύτηκε η ρήση, «πόλεμιστής που θα μαγαριστεί, θα τον φάει το μαύρο φίδι». 
 
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, στα απομνημονεύματά του, μιλώντας για τον Γρηγόριο Δικαίο ή Παπαφλέσσα, αναφέρει ότι συχνά γλεντούσε με γυναίκες. Μάλιστα τον χαρακτηρίζει γλεντζέ και μέθυσο. Σε νεαρή ηλικία ο Παπαφλέσσας έκανε σχέση με τη γυναίκα ενός Τούρκου αγά. Ο αγάς το έμαθε και έψαχνε να τον βρει, να τον σκοτώσει. Για να γλιτώσει, έγινε μοναχός και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη με την υπόσχεση ότι θα γυρίσει «ή δεσπότης ή πασάς». Στην Πόλη, ήταν συνεχώς μπλεγμένος με γυναικοδουλειές, έπινε, μεθούσε και γλεντούσε αδιάκοπα. Κέντρο των ακόλαστων διασκεδάσεων του ήταν το πολυτελές σπίτι που νοίκιαζε, με χρήματα της Φιλικής Εταιρείας. Η τουρκική αστυνομία τον είχε συλλάβει πολλές φορές «διά την άτοπον και ανοίκειον διαγωγήν του, δίνοντας το παράδειγμα της διαφθοράς εν τη συνοικία αυτού». Λίγα χρόνια αργότερα, ο Παπαφλέσσας θα έπεφτε νεκρός, στη μάχη στο Μανιάκι. Τουλάχιστον πήγε ευχαριστημένος και χορτασμένος από τις ηδονές του μάταιου ετούτου κόσμου... 

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, αυτή η αδάμαστη γυναίκα, εκτός από τα ηρωϊκά της κατορθώματα είχε πάμπολλες ερωτικές περιπέτειες με νεαρούς Γάλλους πλοιάρχους. Φημολογείται ότι υπήρχε ειδύλλιο με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και στο τέλος, για να κλείσουν τα στόματα, πάντρεψαν την κόρη της Ελένη με τον Πάνο, τον πρωτότοκο γιο του Γέρου του Μοριά. Η Ελένη όμως, θερμή και ερωτιάρα σαν την μάνα της, δεν δίστασε να κάνει σχέση με τον Θόδωρο Γρίβα. Η φήμη της Μπουμπουλίνας είχε εξαπλωθεί παντού στην Ευρώπη, ενώ το ντύσιμό της είχε δημιουργήσει μόδα και η φορεσιά «La Bobeline», επηρεασμένη από το ντύσιμό της, είχε γίνει ανάρπαστη στα γαλλικά σαλόνια. Τελικά τη σκότωσαν για ερωτικές διαφορές, όχι δικές της, αλλά του γιου της Γιώργη. Ο Γιώργης αγαπούσε τρελά τη Βγενή, η οποία αρραβωνιάστηκε με έναν άλλον. Πριν να γίνει ο γάμος της, ο Γιώργης την έκλεψε και την έκρυψε στο σπίτι της μάνας του. Τα αδέλφια της Βγενής πήγαν να την πάρουν πίσω. Όπως ήταν φυσικό η Μπουμπουλίνα αρνήθηκε και πάνω στον καβγά την σκότωσαν. 

Εικονογράφηση Αναστασίου, ασπρόμαυρο σκίτσο με ήρωα της Επανάστασης και κοπέλα που κόβει τις πλεξούδες της


Η εικονογράφηση του Δημήτρη Αναστασίου έγινε με έμπνευση το κείμενο της Άννας Κοντολέων «Και Μαριώ... και Ζαφείρης» για το βιβλίο «21+1 συγγραφείς γράφουν-καλλιτέχνες εικονογραφούν για το 1821», εκδόσεις Παπαδόπουλος
 
Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ένα πολύ όμορφο αλλά κλειστό, αθώο και θεοφοβούμενο παιδί, που η μάνα του, βλέποντας την έφεσή του για τη θρησκεία, τον έστειλε 12 χρονών στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Έγινε καλογεροπαίδι, 17 χρονών εκάρη μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκος. Μια μέρα, ένας Τούρκος πασάς που είχε πάει στο μοναστήρι, τον είδε και εντυπωσιασμένος από την ομορφιά του άρχισε να τον θωπεύει. Ο Διάκος προσβλήθηκε και πάνω στον καβγά τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης. Φαίνεται όμως πως η ομορφιά του ήταν και η αιτία του ατιμωτικού θανάτου με σούβλισμα. Όταν τον συνέλαβαν, μετά τη μάχη της Αλαμάνας και τον οδήγησαν μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, αυτός θαύμασε την ομορφιά του παλικαριού και του πρότεινε να τον πάρει κοντά του και να του δώσει αξιώματα, αρκεί να άλλαζε την πίστη του και να ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο ήρωας που κατάλαβε τις ερωτικές προθέσεις του, απάντησε θαρραλέα: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θα πεθάνω!». Έξαλλος τότε ο Ομέρ, διέταξε να τον σουβλίσουν ζωντανό, ένα βασανιστικό τρόπο θανάτου που θύμιζε την ερωτική πράξη. Έτσι μαρτύρησε ο ήρωας που αρνήθηκε να υποκύψει στις ιδιαίτερες ορέξεις του βάρβαρου τυράννου. Αιωνία η μνήμη του! 

Πολλοί αναρωτιούνται αν υπήρχαν ιδιαιτερότητες και στους Έλληνες εκείνης της εποχής. Υπήρχαν, αλλά σε μια πρωτόγονη μορφή. Λόγω του πολέμου, πολλές οικογένειες έμεναν χωρίς αντρική προστασία. Επειδή οι γυναίκες δεν μπορούσαν να έχουν και να διαχειρίζονται περιουσίες, ούτε να κάνουν αγοραπωλησίες, όταν έμεναν χωρίς άντρα, μια από τη φαμίλια, αναλάμβανε τον ρόλο του άντρα. Έπαιρνε αντρικό όνομα, ντυνόταν αντρικά, μπορούσε να πίνει και να καπνίζει δημοσίως και διαχειριζόταν σαν άντρας όλα τα θέματα της οικογενείας. Το έθιμο με αυτές τις αντρογυναίκες το συναντάμε ακόμα και σήμερα στη Βόρεια Αλβανία, στη Βοσνία, στη Ρουμανία και σε μερικές φυλές του Αμαζονίου. 

Όσο για τους άντρες, υπήρχαν πάντα στα στρατόπεδα μερικοί, που έκαναν τις γυναικείες δουλειές, έπλεναν, έγδερναν τα αρνιά, έψηναν τα σπληνάντερα και τα κοκορέτσια. Τους έλεγαν «χατζαρούλες» και ήταν οι γκέι της εποχής. Μια τέτοια χατζαρούλα ζούσε μαζί με τους πολεμιστές του Καραϊσκάκη. Επειδή ήταν πολύ φοβητσιάρης τον λέγανε Κλανομάρω. Όταν πλησίαζε η μεγάλη μάχη της Αράχωβας, η Κλανομάρω έβαλε φυσεκλίκια και κουμπούρια και εμφανίστηκε μπροστά στους στρατιώτες. Μόλις τον είδαν, όλοι κυλίστηκαν κάτω από τα γέλια. Άρχισε ο πόλεμος και αυτός, φοβισμένος, πήγε και κρύφτηκε μέσα σε κάτι θάμνους. Εκεί τον βρήκε ο Καραϊσκάκης, νόμισε πως είναι Τούρκος και έβγαλε την πιστόλα του. «Μη καπετάνιε, μην πυροβολείς, εγώ είμαι, η Κλανομάρω!» «Εσύ είσαι, μωρή Μάρω; Τι κάνεις εδώ;» «Μπούκωσε το όπλο μου, καπετάνιε, και προσπαθώ να το φτιάξω». «Να, πάρε την πιστόλα μου και να μη γυρίσεις πίσω αν δεν μου φέρεις Αρβανίτικα κεφάλια».  Έφυγε η Κλανομάρω και μετά από λίγο γύρισε κρατώντας στα χέρια του δυο αρβανίτικα κεφάλια! Όπως ήταν φυσικό, όλο το στρατόπεδο την αποθέωσε. 
 
Εκτός όμως από τους ήρωες και τις ηρωίδες, που μπορούσαν να κάνουν του κεφαλιού τους, άλλαξαν και οι ερωτικές συνήθειες του λαού. Ταμπού και απαγορεύσεις αιώνων αναθεωρήθηκαν. Ο ιστορικός Χρήστος Λούκος, στην μελέτη του «Ερωτικές σχέσεις και σεξουαλικές πρακτικές κατά την επανάσταση του 1821» αναφέρει πως το παιχνίδι του έρωτα αυξήθηκε κατά την περίοδο της επανάστασης λόγω του μεγαλύτερου συγχρωτισμού των νεαρών ανδρών και γυναικών στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Εκεί, από τη μια η συνεχής απειλή του θανάτου και από την άλλη η αβεβαιότητα για το μέλλον, έκαναν πολλούς νέους να επιταχύνουν τις ερωτικές τους εμπειρίες. Μια ορφανή πλύστρα, την περίοδο που ο Ιμπραήμ πολιορκούσε το Ναύπλιο, ήθελε να παντρευτεί στα γρήγορα γιατί όπως έλεγε «Αφού όλος ο κόσμος είναι να χαθεί, ας μην πάω παραπονεμένη!»  Τέλος ένα δημοτικό τραγούδι που διασώθηκε, περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο τα νέα ήθη της επανάστασης: «Tι να κάνω η καημένη, που έχω μάνα κι είναι κακιά, δεν μ’ αφήνει να γλεντήσω με τα λεύτερα παιδιά, που φορούν τις φουστανέλες, τα τσαρούχια τα χοντρά»...

Από τότε πέρασαν 200 χρόνια. Οι Ελληνες απελευθερώθηκαν από τον τουρκικό ζυγό, αλλά λίγα πράγματα άλλαξαν στην ερωτική και κοινωνική ζωή. Περισσότερο άλλαξαν τα ονόματα. Ετσι, τους πολεμιστές τους λέμε σήμερα βιοπαλαιστές, οι αντρογυναίκες έχουν γίνει πια γυναίκες καριέρας, οι χατζαρούλες τότε, είναι οι αδελφούλες σήμερα. Ακόμα και ο στίχος του Ρήγα Φεραίου, «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» όχι μόνο δεν άλλαξε, αλλά πήρε καινούργιο νόημα αυτή τη δύσκολη εποχή του εγκλεισμού... 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ