Πολιτικη & Οικονομια

«Καμπανάκι» Στουρνάρα: Μόνο χώρες που παράγουν πετρέλαιο θα πετύχαιναν τέτοια πλεονάσματα

Τι αναφέρει η Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα

62224-137655.jpg
Newsroom
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
stournaras.jpg
© EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ

Η οικονομία θα αναπτυχθεί ταχύτερα στο άμεσο μέλλον υπο προϋποθέσεις, εκτιμά ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Παράλληλα ο ίδιος ζήτησε από τις τράπεζες να εντείνουν τις προσπάθειες τους για τη μείωση των κόκκινων δανείων.

Στο πλαίσιο αυτό αναγκαία κρίνεται η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές με βιώσιμους όρους. Σε αυτό θα συμβάλουν αποφασιστικά οι αποφάσεις τoυ Eurogroup της 21ης Ιουνίου για την αναδιάρθρωση του χρέους και την ενίσχυση του αποθέματος ρευστότητας, αλλά και η δέσμευσή του ότι θα λάβει περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους εάν υπάρξουν απρόβλεπτες, δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις.

Παράλληλα η ΤτΕ εκτιμά ότι απαιτείται η υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τη στροφή των δραστηριοτήτων προς την παραοικονομία και παρέχει κίνητρα για φοροδιαφυγή.

Για τις Τράπεζες ο κ. Στουρνάρας υποστηρίζει ότι θα πρέπει να επιταχύνουν τις διαδικασίες μείωσης των κόκκινων δανείων προκειμένου να ξεπεράσουν τους στόχους που είχαν τεθεί.

Υπενθυμίζεται ότι οι τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2017 αναθεωρημένους στόχους για τη μείωση των κόκκινων δανείων. Ο στόχος για το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τέλος του 2019 τίθεται σε 64,6 δισ. ευρώ (από 66,4 δισ. ευρώ που ήταν αρχικά).

Ωστόσο. παρά την αναμενομένη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 35,2% στο τέλος του 2019 (από 33,9% που ήταν ο αρχικός στόχος), εξαιτίας της αναθεώρησης προς τα κάτω των εκτιμήσεων για το ρυθμό πιστωτικής επέκτασης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και της διενέργειας αυξημένων διαγραφών και πωλήσεων δανείων.

Επίσης, η ΤτΕ υπογραμμίζει στην Εκθεση την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι και μετά το τέλος του προγράμματος η οικονομική πολιτική θα παραμείνει προσηλωμένη στις μεταρρυθμίσεις και θα αποφύγει διολίσθηση σε πρακτικές του παρελθόντος που έφεραν την κρίση. Αυτό σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα απαιτεί πρώτον, σταθερή πολιτική βούληση και δεύτερον, δραστική βελτίωση της λειτουργίας των μηχανισμών που καλούνται να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή του δημόσιου τομέα.

Σημειώνεται ότι ο κ. Στουρνάρας σε δηλώσεις του ενώπιον του Προέδρου της Βουλής μίλησε για σημαντική επισφάλεια σε ό,τι αφορά τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα αναφέροντας συγκεκριμένα ότι ουδεμία χώρα στον κόσμο, με πιθανή εξαίρεση τις πετρελαιοπαραγωγικές, έχει επιτύχει και δεσμευθεί για τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως, αυτή η υπόθεση αποτελεί και τη μεγαλύτερη επισφάλεια στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους μακροπρόθεσμα.

Βούτσης: Ιστορικό ορόσημο η συμφωνία της 21ης Ιουνίου

«Ο δημοσιονομικός χώρος, ο οποίος δημιουργείται από τη συμφωνία στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, και η νέα μεταμνημονιακή εποχή μετά τον Αύγουστο, θα προσφέρει πολύ ικανό ορίζοντα για να ασκηθούν κοινωνικές πολιτικές για ελάφρυνση των πιο ευάλωτων ομάδων πληθυσμού» υπογράμμισε ο πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης, παραλαμβάνοντας από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, την ενδιάμεση έκθεση του 2018.

Από την πλευρά του, ο κ. Στουρνάρας επιβεβαίωσε ότι η ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ δίνει μια αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον.

Ο κ. Βούτσης χαρακτήρισε «ιστορικό ορόσημο τη συμφωνία της 21ης Ιουνίου στο Eurogroup» σημειώνοντας: «Δεν ήταν νομοτελειακό και καθόλου σίγουρο ότι θα είχαμε αυτή τη θετική εξέλιξη με τέτοια σαφήνεια και επάρκεια και με έγκυρο και έγκαιρο τρόπο για τη χώρα. Αυτή η στιγμή είναι πάρα πολύ σημαντική. Η χώρα βρίσκεται μπροστά στην απεμπλοκή της από τη στενή επιτήρηση και την εποπτεία. Η επιλογή, η οποία είχε γίνει και από τη κυβέρνηση και από τους θεσμούς, με τη συμφωνία δίνει ένα ικανότατο μέρος αποθεμάτων που μπορούν να εγγυηθούν απολύτως το επόμενο διάστημα, την απρόσκοπτη έξοδο της χώρας στις αγορές».

Θετική στη συμβολή της στην Οικονομία χαρακτήρισε τη συμφωνία της 21ης Ιουνίου και ο κ. Στουρνάρας. Όπως τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ, πρώτον, εξασφαλίζει ότι θα συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και η δημοσιονομική σταθερότητα στο πλαίσιο μιας ενισχυμένης εποπτείας και δεύτερον, υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο διάστημα για την ελάφρυνση του χρέους, καθώς και η δέσμευση των εταίρων ότι θα ληφθούν -αν κριθεί σκόπιμο- και άλλα μέτρα το 2032 για περαιτέρω ελάφρυνση. «Όλα αυτά θα τα αποτιμήσουν θετικά οι αγορές» είπε.

Οι δηλώσεις Στουρνάρα-Βούτση

Κατά την παράδοση της Έκθεσης, οι κύριοι Βούτσης και Στουρνάρας δήλωσαν τα εξής:

Πρόεδρος της Βουλής: Είμαστε στη διαδικασία της ενδιάμεσης έκθεσης, την οποία μας παραδίδετε, και η οποία θα αποτελέσει υλικό για συζήτηση και στην αρμόδια Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, όπως γίνεται κάθε χρόνο. Πιστεύω ότι αυτή η στιγμή είναι πάρα πολύ σημαντική, καθώς ένα -ιστορικό θα έλεγα- ορόσημο για τη χώρα βρίσκεται μπροστά μας, δηλαδή η απεμπλοκή από τη στενή εποπτεία, την επιτήρηση και τις μνημονιακές δεσμεύσεις και υπαγορεύσεις -εν πολλοίς- πολιτικών που υπήρχαν σε όλο το προηγούμενο διάστημα.

Η παρούσα Βουλή στις τρεις Συνόδους έχει όχι μόνο προωθήσει θετικά όλες τις αξιολογήσεις, αλλά ταυτόχρονα έχει εγκρίνει και πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις, με κοινωνικό χαρακτήρα, έτσι ώστε και πριν από το τυπικό ορόσημο του Αυγούστου να ασκούνται πολιτικές κυρίως προς ελάφρυνση των κοινωνικά πιο ευπαθών και αδικημένων -θα έλεγε κανείς- ομάδων του πληθυσμού μέσα από αυτές τις μνημονιακές πολιτικές. Και ταυτόχρονα, θεωρώ, ότι ο δημοσιονομικός χώρος ο οποίος δημιουργείται και η νέα εποχή μετά τον Αύγουστο θα προσφέρει πολύ ικανό ορίζοντα για να ασκηθούν πολιτικές ακριβώς προς την ίδια κατεύθυνση, πέραν και του ζητήματος που σωστά θέτετε της απασχόλησης και της ανεργίας, το οποίο είναι μείζον, για την άσκηση πολιτικών υπέρ της κοινωνίας και για αναδιανομή και περαιτέρω ανάπτυξη.

Ταυτόχρονα θεωρώ ότι όλος ο οδικός χάρτης, ο οποίος έχει συμφωνηθεί με τους εταίρους-δανειστές στους θεσμούς, σε λεπτομέρειες θα έλεγε κανείς και από το τελευταίο Eurogroup, παρέχει και ως προς τη μακροπρόθεσμη διαχείριση και βιωσιμότητα του χρέους, πέραν των πολύ θετικών μέτρων για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα, όλα τα στοιχεία, έτσι ώστε συν το χρόνο να υπάρξουν και να ασκηθούν όλες οι δυνατές πολιτικές, να υπάρξουν οι ελαφρύνσεις και τα μέτρα που θα καταστήσουν και διαχρονικά, στο μέλλον, απόλυτα διαχειρίσιμη αυτή την επώδυνη για τη χώρα περίοδο, στο πεδίο της οικονομίας. Πιστεύω επίσης ότι η επιλογή η οποία είχε γίνει και από την ελληνική κυβέρνηση και από τους θεσμούς, έτσι ώστε να υπάρχει ένα ικανότατο μέρος αποθεμάτων που να μπορούν να εγγυηθούν απολύτως, το επόμενο διάστημα, την απρόσκοπτη έξοδο της χώρας στις αγορές, αποτελεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο όλοι θα κινηθούμε και το οποίο θα είναι πάρα πολύ αποτελεσματικό.

Διοικητής της ΤτΕ: Ευχαριστώ πολύ, κ. Πρόεδρε. Είναι χαρά μου που βρισκόμαστε πάλι μαζί μετά από αρκετούς μήνες, μετά από ένα εξάμηνο περίπου. Νομίζω ότι η σημερινή ενδιάμεση έκθεση θα είναι ένα τεκμήριο για τον ιστορικό του μέλλοντος, διότι προσπαθεί πρώτον ν’ αντλήσει μαθήματα μετά από οκτώ χρόνια τριών προγραμμάτων, επίσης ν’ αποτιμήσει τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος.

Να ξεκινήσω πρώτα από τα θετικά. Θεωρούμε ότι η συμφωνία της 21ης Ιουνίου έχει μια θετική συμβολή στην οικονομία σε δύο κατευθύνσεις: Πρώτον εξασφαλίζει ότι θα συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και η δημοσιονομική σταθερότητα, με το πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας που έχει συμφωνηθεί, κάτι το οποίο εμείς το θεωρούμε θετικό, δεν το θεωρούμε αρνητικό. Όπως και τους όρους αιρεσιμότητας, διότι μπαίνουμε σε μια ενδεχομένως κρίσιμη περίοδο, η οποία προβλέπει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, άρα είναι χρήσιμο να μην αποκλίνουμε από τους δημοσιονομικούς στόχους. Επίσης
οι αγορές θα το αποτιμήσουν θετικά αυτό.

Το δεύτερο θετικό που έχει αυτή η συμφωνία είναι ότι έρχεται μετά από τη συμφωνία του 2012 και ελαφρύνει περαιτέρω το χρέος, με την πρόβλεψη να μετατεθούν κατά δέκα χρόνια τα τοκοχρεολύσια του ενός τρίτου του δημοσίου χρέους. Αυτό είναι σημαντικό, εξασφαλίζει βιωσιμότητα τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη αφενός τη δέσμευση του πολιτικού συστήματος της χώρας να συνεχίσει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής σταθερότητας, αλλά και τη δέσμευση των εταίρων μας από το Eurogroup ότι θα ληφθούν περαιτέρω μέτρα το 2032 για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, εάν αυτό θεωρηθεί σκόπιμο.

Κι εδώ θέλω να πω ότι η παρούσα έκθεση έχει μια ανάλυση ευαισθησίας, δίνει μια αισιόδοξη προοπτική, αλλ’ όμως τονίζει ότι από τις τρεις επισφάλειες, γιατί τρεις είναι βασικά οι επισφάλειες, η σημαντικότερη είναι τα πολύ μεγάλα και συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία προβλέπονται μέχρι το 2060. Καμία χώρα στον κόσμο, πολύ περισσότερο δε η δική μας, δεν είχε τόσο μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, με ενδεχόμενη εξαίρεση, αλλά και γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος, τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Υπενθυμίζει επίσης, και αυτό είναι ένα μάθημα που θέλω να τονίσω, ότι αυτά τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα είναι δυστυχώς το τίμημα που πληρώνουν δύο γενιές ακόμα στο μέλλον, μέχρι το 2060, από λάθη στην οικονομική πολιτική, που έγιναν τόσο στο απώτερο όσο και στο εγγύτερο παρελθόν.

Λάθη που έγιναν μέσα σ’ ένα σχετικά μικρό διάστημα τιμωρούν δύο γενιές. Αυτό το μάθημα σήμερα η έκθεση αυτή τονίζει, μένουμε όμως στην αισιόδοξη προοπτική, η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, στα οκτώ προηγούμενα χρόνια πέντε κόμματα συνέβαλαν με μέτρα σταθεροποίησης για να κρατηθεί η χώρα στην Ευρωζώνη. Αυτή η άρρητη θετική πολιτική συναίνεση είναι κάτι που αξιολογείται θετικά.

Τώρα, ναι μεν η Έκθεση τονίζει ότι στα οκτώ χρόνια των προγραμμάτων και παρά τις ποικίλες οπισθοδρομήσεις διορθώθηκαν μεγάλες ανισορροπίες, τα μεγάλα ελλείμματα, τα δημοσιονομικά αλλά και τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Μέτρα για το τραπεζικό σύστημα έχουν ληφθεί, το έχουν κάνει πολύ πιο υγιές απ’ ότι ήταν στο παρελθόν και με πολύ καλύτερη εταιρική διακυβέρνηση. Τονίζει όμως ότι παραμένει ακόμα μακρύς δρόμος. Το χρέος είναι μεν βιώσιμο αλλά παραμένει πολύ μεγάλο και πηγή επισφαλειών. Υπάρχει ένα μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων που εμποδίζει τις τράπεζες να δώσουν τα δάνεια που θα επιθυμούσαν. Η ανεργία επίσης είναι ακόμα υψηλή παρά τη μείωσή της και για μας αυτή είναι η μεγαλύτερη πηγή φτώχειας.

Και τέλος, υπάρχει ένα μεγάλο επενδυτικό κενό το οποίο βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μπορεί να καλυφθεί μόνο από άμεσες ξένες επενδύσεις, άρα λοιπόν δίνει ένα περίγραμμα για το πώς πρέπει να κινηθεί η οικονομική πολιτική στο μέλλον. Τονίζω όμως ότι η προοπτική που η έκθεση δίνει είναι αισιόδοξη.

Πρόεδρος της Βουλής: Κύριε Διοικητά, με αφορμή και το περίγραμμα το οποίο θέσατε, θα ήθελα να τονίσω –γι’ αυτό μίλησα περί ιστορικού ορόσημου– ότι δεν ήταν νομοτελειακό, ούτε καθόλου σίγουρο ότι θα έχουμε αυτή την εξέλιξη με σαφήνεια, με επάρκεια και με έγκυρο και έγκαιρο τρόπο για τη χώρα. Αυτό οφείλεται σε πολιτικές οι οποίες ασκήθηκαν ιδιαίτερα στην τρέχουσα περίοδο και πιστεύω πράγματι ότι είναι σημαντικό να αποτιμήσουμε θετικά ότι η χώρα βγαίνει στις αγορές, σε μια κανονικότητα, όπως έχει αποκληθεί, παρ’ ότι –και νομίζω κι εσείς δεν θα έχετε αντίρρηση σ’ αυτό το ζήτημα– τα προγράμματα αυτά εν πολλοίς εμπεριείχαν μέσα τους ισχυρό σπέρμα αδικίας και σοβαρών λαθών από πλευράς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των άλλων εταίρων, όταν είχαν συνομολογηθεί, όταν είχαν επιβληθεί στη χώρα, ζητήματα στα οποία σχεδόν όλοι οι διεθνείς οικονομικοί παράγοντες, ακόμη και οι πρωταγωνιστές εκείνων των συζητήσεων –κι εσείς έχετε ζήσει τα προηγούμενα χρόνια– έχουν αναγνωρίσει πλέον, και τα οποία δυσκόλεψαν πάρα πολύ και μάκρυναν αρκετά την περίοδο για να μπορέσει η χώρα να βγει απ’ αυτή τη λαίλαπα κι απ’ αυτόν τον κυκεώνα.
Πιστεύω ότι –όπως είπατε– πλέον αισιόδοξα μπορούμε να αντικρύσουμε το παρόν και το μέλλον, υπάρχουν οι προϋποθέσεις, έτσι ώστε στο επίπεδο της κοινωνίας κυρίως, διότι εκεί υπήρξαν τα βαρύτατα πλήγματα, να υπάρξει επούλωση, να υπάρξουν οι θεραπείες και να υπάρξει μια ανάπτυξη δίκαιη, με κοινωνικό πρόσημο, με σεβασμό όλων των κανόνων και του περιβάλλοντος και του Συντάγματος και του δικαίου της χώρας, έτσι ώστε να ασκείται πλέον μια πολιτική, βεβαίως μέσα σ’ ένα γενικότερο κλίμα σταθερότητας και δεσμεύσεων, πλην όμως μια πολιτική η οποία θα είναι πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων και θα είναι πολιτική υπέρ της κοινωνίας.

Διοικητής της ΤτΕ: Θα συμφωνήσω με τα περισσότερα, κ. Πρόεδρε. Θέλω να πω ότι πράγματι έγιναν λάθη στο παρελθόν από τους εταίρους μας, σημαντικά λάθη, τα έχω τονίσει. Μάλιστα, πέρυσι, στη Γενική συνέλευση του ΔΝΤ έκανα την ασυνήθιστη κίνηση για διοικητή κεντρικής τράπεζας, δυτικής χώρας, να εγγράψει τη διαφωνία του με ορισμένες από τις πολιτικές που καταγράφηκαν και ακολουθήθηκαν τόσο στο τραπεζικό σύστημα, όσο και στις μακροοικονομικές επιλογές, δημόσια.
Δεν έχει συμβεί πολλές φορές αυτό. Θέλω όμως να τονίσω ότι, τούτου δοθέντος, τα σημαντικότερα λάθη έχουν γίνει από εμάς, κ. Πρόεδρε, από την ελληνική πλευρά, και θέλω αυτό να το τονίσω, έτσι ώστε να μην ξεχάσουμε γιατί φτάσαμε εδώ, γιατί δύο γενιές πληρώνουν τόσο μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε, με τίποτα, τα λάθη της οικονομικής πολιτικής που έγιναν, τόσο στο απώτερο, όσο και στο εγγύτερο παρελθόν.

Πρόεδρος της Βουλής: Αντιλαμβάνεστε ότι γι’ αυτό το τελευταίο ζήτημα που θέσατε, από την πλευρά μου, δεν μπορώ παρά να σας τονίσω ότι η χώρα έφτασε στα όρια της μη τυπικής ή και της τυπικής χρεοκοπίας, από πολιτικές και μοντέλα αναπτυξιακά και καταναλωτικά, τα οποία ακολουθήθηκαν επί χρόνια, σε καιρούς που όλοι γνωρίζουμε. Η ανάληψη της ευθύνης για να βγούμε στην έξοδο από την παρούσα κυβέρνηση και από την παρούσα πλειοψηφία της Βουλής είναι ένα θετικό σημάδι, ένα θετικό αποτύπωμα που πιστεύω ότι αφορά όλη τη χώρα.
Δεν είναι ζήτημα που αφορά μόνο τη σημερινή πλειοψηφία. Θα υπάρξει μια ευκαιρία και στη συζήτηση που θα γίνει τις ερχόμενες ημέρες στη Βουλή, για το οικονομικό και το αναπτυξιακό πρόγραμμα αναλυτικά, το οποίο έχει κατατεθεί και αποτελεί μια βάση, ένα πεδίο για την παραπέρα πρόοδο της χώρας, αμέσως μετά τον Αύγουστο, να προχωρήσουμε από κοινού, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές εναλλακτικές προτάσεις ή σκέψεις που υπάρχουν ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις της χώρας.

Η Εκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος

Θετικές καταγράφονται οι εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικότερα οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα αυξάνονται. Από τον Ιούνιο του 2015, οπότε εισήχθησαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, οι συνολικές καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες έχουν αυξηθεί κατά 14,6 δισ. ευρώ (ή κατά περίπου 9%). Οι τραπεζικές πιστώσεις προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν σταθεροποίηση. Επίσης, οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες άντλησαν, για πρώτη φορά μετά το 2014, κεφάλαια ύψους 2.250 εκατ. ευρώ από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων με την έκδοση καλυμμένων ομολογιών.

Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων έχουν χαλαρώσει και η εξάρτηση των τραπεζών από την έκτακτη χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος έχει μειωθεί σημαντικά, με το ανώτατο όριο χρηματοδότησης μέσω του μηχανισμού έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) να ανέρχεται σήμερα σε 10,9 δισ. ευρώ από 90 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2015. Παρ' όλα αυτά, οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες παραμένουν περιοριστικές και τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων είναι υψηλά. Επίσης, το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει η σημαντικότερη πρόκληση για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος.

Γενικότερα, τα βασικά χρηματοοικονομικά μεγέθη των τραπεζών βελτιώνονται. Όπως αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ, το 2017 περιορίστηκαν οι ζημίες των ελληνικών τραπεζών, ενώ το α' τρίμηνο του 2018 οι τράπεζες επανήλθαν σε κερδοφορία, η οποία όμως παραμένει αδύναμη. Η κεφαλαιακή επάρκεια διατηρείται σε υψηλό επίπεδο, οι πηγές χρηματοδότησης των τραπεζών έχουν διαφοροποιηθεί, ενώ η υποχώρηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) συνεχίζεται σε συμμόρφωση με τους τεθέντες στόχους.

Η ανθεκτικότητα των τραπεζών επιβεβαιώθηκε από τα αποτελέσματα της πρόσφατης άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 - CET1) σε ενοποιημένη βάση και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα (15,8% και 16,4% αντίστοιχα το Μάρτιο του 2018). Τους πρώτους μήνες του 2018 διεξήχθη, στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής άσκησης ακραίων καταστάσεων σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, η σχετική άσκηση για τις τέσσερις σημαντικές ελληνικές τράπεζες. Σκοπός της άσκησης ήταν να αξιολογηθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών σε οικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές για την τριετία 2018-2020, με σημείο αναφοράς τα μεγέθη της 31ης Δεκεμβρίου 2017 αναμορφωμένα για την επίπτωση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9/IFRS 9).

Συνολικά, κατά μέσο όρο, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών στο δυσμενές σενάριο υποχωρεί κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, που αντιστοιχούν σε μείωση των ιδίων κεφαλαίων του τραπεζικού συστήματος κατά 15,5 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι η φιλοσοφία της άσκησης δεν ήταν τέτοια ώστε να τίθεται συγκεκριμένο ποσοτικό κριτήριο βάσει του οποίου θα αξιολογείτο αν οι τράπεζες πέτυχαν ή απέτυχαν στην άσκηση. Τουναντίον, τα αποτελέσματα ανά τράπεζα θα συνεκτιμηθούν από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, βάσει της οποίας ο επόπτης ενδέχεται να ζητήσει από κάποια τράπεζα να τηρεί πρόσθετα κεφαλαιακά αποθέματα ή/και να θέσει ποιοτικές απαιτήσεις (αναφερόμενες συχνά ως "απαιτήσεις του Πυλώνα ΙΙ"). Ωστόσο, δεν προέκυψε κεφαλαιακό έλλειμμα ως αποτέλεσμα της άσκησης.

Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα υποχωρούν σταδιακά

Οι τράπεζες σημείωσαν πρόοδο με την κυριότερη πρόκληση την οποία αντιμετωπίζουν, δηλαδή τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ), καθώς μείωσαν το απόθεμα αυτών των στοιχείων κατά περίπου 10% στη διάρκεια του 2017. Τα ΜΕΑ ανήλθαν στο τέλος του 2017 σε 94,4 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 11 δισ. ευρώ έναντι του τέλους του 2016 (οι τράπεζες ξεπέρασαν κατά περίπου 1,6 δισ. ευρώ τους στόχους που είχαν θέσει για τη μείωση των ΜΕΑ).

Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του 2017 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (6,5 δισ. ευρώ) και πωλήσεις (3,6 δισ. ευρώ) μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Σύμφωνα με στοιχεία Μαρτίου 2018, το ύψος των ΜΕΑ μειώθηκε κατά 2,1% συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου του 2017, φθάνοντας τα 92,4 δισ. ευρώ ή το 48,5% των συνολικών ανοιγμάτων. Η μείωση των ΜΕΑ κατά το α' τρίμηνο του 2018 οφείλεται κατά κύριο λόγο στις διαγραφές, που ανήλθαν σε 1,7 δισ. ευρώ. Η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν ελαφρώς μειωμένη σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Στο μέλλον αναμένονται καλύτερες επιδόσεις, καθώς οι τράπεζες έχουν ήδη ανακοινώσει, και σε ορισμένες περιπτώσεις πραγματοποιήσει, πωλήσεις δανείων.

Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει αυξηθεί σημαντικά, σε 49% το Μάρτιο του 2018 από 46,2% το Δεκέμβριο του 2017, ενώ, αν συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται ξεπερνά το 100%. Η αύξηση στην κάλυψη από προβλέψεις οφείλεται κυρίως στην αναγνώριση νέων υψηλών προβλέψεων, λόγω της εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9).

Οι τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2017 αναθεωρημένους στόχους για τη μείωση των ΜΕΑ. Ο στόχος για το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τέλος του 2019 τίθεται σε 64,6 δισ. ευρώ (από 66,4 δισεκ. ευρώ που ήταν αρχικά). Η βελτίωση αυτή εκτιμάται ότι θα προέλθει από την επίσπευση πώλησης δανείων, κυρίως στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο και σε μικρότερο βαθμό στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο, καθώς επίσης και μέσω αύξησης των διαγραφών, κυρίως στο χαρτοφυλάκιο λιανικής. Παρά την αναμενομένη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 35,2% στο τέλος του 2019 (από 33,9% που ήταν ο αρχικός στόχος), εξαιτίας της αναθεώρησης προς τα κάτω των εκτιμήσεων για το ρυθμό πιστωτικής επέκτασης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και της διενέργειας αυξημένων διαγραφών και πωλήσεων δανείων. Αυτό υποδηλώνει την ανάγκη για υπέρβαση της υφιστάμενης στοχοθεσίας για τη μείωση των ΜΕΑ και για επιτάχυνση των προσπαθειών βελτίωσης της ποιότητας στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ