TV + Series

Μα είναι τόσο καλό το «Crown»;

Η απάντηση είναι ναι

41586-784579.jpg
Μάνος Βουλαρίνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η Olivia Colman στο «The Crown» του Netflix
Η Ολίβια Κόλμαν ως Ελισάβετ στη σειρά «The Crown» © Netflix

Ο Μάνος Βουλαρίνος βλέπει και σχολιάζει την ιστορική δραματική σειρά «The Crown» του Netflix

Η απάντηση στην ερώτηση είναι «ναι, είναι τόσο καλό» και ομολογώ ότι μου πήρε αρκετό καιρό να τη δώσω καθώς, σε αντίθεση με πολλούς συμπολίτες, αρνούμουν να ασχοληθώ με τη συγκεριμένη σειρά. Βλέπετε, πίστευα πως είναι μια σαπουνόπερα φτιαγμένη για κοινό κάπως πιο κυριλέ και απαιτητικό από αυτό που βλέπει τις συνηθισμένες σαπουνόπερες στην ελεύθερη και δωρεάν τηλεόραση, αλλά παρ’ όλα αυτά σαπουνόπερα. 

Δεν ξέρω πώς σχημάτισα αυτή την εντύπωση (ίσως να φταίει το θέμα και το κιτς γκλάμουρ των βασιλικών οικογενειών που γοητεύει κυρίως αναγνώστες κουτσομπολίστικων περιοδικών) αλλά είχα κατατάξει το «Crown» στις σειρές εκείνες που δεν είχα κανέναν απολύτως λόγο να δω. Ευτυχώς, εκτός από απορριπτικός, είμαι και πολύ περίεργος κι έτσι κάποια στιγμή μέσα στον Νοέμβρη είπα στην Έφη «ας δούμε επιτέλους τι έχει αυτό το Crown», εκείνη συμφωνησε και έτσι ξεκινήσαμε μια σειρά που δεν καταφέραμε να σταματήσουμε μέχρι το τελευταίο επεισόδιο (τέσσερις σεζόν μέχρι τώρα και μένουν άλλες δύο που δεν έχουν προβληθεί).

Συνεπώς το σημερινό «και μπράβο τους» είναι για όλους όσους, όπως εγώ, δεν έχουν δει τη σειρά επειδή, όπως κι εγώ, νομίζουν πως είναι κάτι άλλο από αυτό που στην πραγματικότητα είναι. Για όλους όσους νομίζουν πως θα είναι βαρετό ενώ, αν το ξεκινήσουν, μάλλον θα τους συναρπάσει.

Για αρχή το «Crown» δεν είναι σαπουνόπερα. Είναι ένα πολιτικό/οικογενειακό/ιστορικό δράμα.

«Μα αυτό είναι το υλικό με το οποίο φτιάχνονται οι σαπουνόπερες» θα σκεφτείτε και θα έχετε μεν δίκιο, αλλά θα ξεχνάτε πως ο κιμάς είναι το υλικό και ενός μπέργκερ που προσπαθείς να το φας αργά για να το απολαύσεις όσο το δυνατόν περισσότερο αλλά δεν τα καταφέρνεις και το τσακίζεις σε δευτερόλεπτα, και ένος μπέργκερ που θέλεις να το φτύσεις. Μπορεί λοιπόν η πρώτη ύλη του «Crown» να είναι η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούν οι σαπουνόπερες, αλλά οι ομοιότητες σταματούν εδώ. Το δράμα είναι πιο βαθύ και υπαρξιακό και, παρότι στις διαπροσωπικές σχέσεις (ειδικά στα γκομενικά) η σειρά πάει να αληθωρίσει λίγο προς τη σαπουνόπερα, το πλαίσιο δεν της το επιτρέπει.

Όταν λέω το πλαίσιο, εννοώ τόσο το καλλιτεχνικό (κινηματογράφηση, σκηνοθεσίες, παραγωγή, παιξίματα, όλα παίρνουν εύκολα το 10 στα 10) όσο και το ιστορικό.

Μπορεί το «Crown» να μην είναι ντοκιμαντέρ, μπορεί για χάρη της δραματοποίησης να «πειράζει» την πραγματικότητα, μπορεί σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές να είναι πιο όμορφοι και γοητευτικοί από τα πρόσωπα που υποδύονται, αλλά το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με σύγχρονα ιστορικά πρόσωπα δεν επιτρεπει στη σειρά να ξεφύγει στα γελοία δράματα που κυριαρχούν στις σαπουνόπερες (αλλά και στις περισσότερες δραματικές σειρές), ούτε να εξωραΐσει τους ήρωές της.

Κι εδώ φτάνω σ’ αυτό που απολαμβάνω πιο πολύ από όλα στο «Crown»: την Ιστορία.

Αναπόφευκτα η σειρά αναφέρεται συνεχώς σε ιστορικά γεγονότα αλλά, όπως είπαμε, συχνά τα «πειράζει». Ποτέ δεν τους αλλάζει εντελώς τα φώτα, αλλά η μυθοπλασία είναι πάντα μυθοπλασία, όσο πιστή και να θέλει να μείνει στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό με το που τελειώνει κάθε επεισόδιο, καμιά φορά και πριν τελειώσει, αρχίζει το ψάξιμο για την αληθινή εκδοχή των γεγονότων. Αυτή χωρίς το αναπόφεκτο δραματουργικό αλατοπίπερο.

Και μόνο γι’ αυτό, για την παρακίνηση να ψάξω και να διαβάσω πράγματα για τη σύγχρονη βρετανική (και άρα παγκόσμια) Ιστορία, το «Crown» θα άξιζε και με το παραπάνω κάθε λεπτό παρακολούθησης.

Το πολύ καλό είναι ότι αξίζει και για όλα τα άλλα.

Αξίζει για τους (ακαδημαϊκούς μεν, σπουδαίους μάστορες δε) σκηνοθέτες σαν τον Stephen Daldry. Για τους μεγάλους του ηθοποιούς όπως η αψεγάδιαστη χωρίς περιττά και κουραστικά κορδελάκια Olivia Colman ή ο (κλέβω την παράσταση και μόνο που εμφανίζομαι) Pip Torrens. Για τα σκηνικά και τα κοστούμια που παγώνεις την εικόνα για να τα χαζέψεις. Για το χωρίς ίχνος κοιλιάς και περιττού πάχους γράψιμο.

Τέλος, αξίζει επειδή περιγράφει και τελικά εξηγεί με αρκετά καθαρό τρόπο τη λειτουργία της μοναρχίας σε δημοκρατικά καθεστώτα (τουλάχιστον της βρετανικής). Επειδή, πέρα από την Ιστορία, διηγείται το πολύ ιδιαίτερο δράμα κάποιων ανθρώπων που χωρίς να είναι τίποτα σπουδαίο (μάλλον ρηχούς και όχι ιδιαίτερα ευφυείς θα τους έλεγε κανείς) πρέπει να υποδύονται τους ξεχωριστούς. Το δράμα κάποιων (υπερβολικά καλά αμοιβόμενων και όχι ιδιαιτέρως ταλαντούχων) ηθοποιών που ο, κληρονομικά αποκτημένος, ρόλος τους είναι να υποδύονται ισοβίως τους άρχοντες, ενώ δεν μπορούν να κάνουν κουμάντο ούτε στη δική τους ζωή.

Σίγουρα πολύ πιο ενδιαφέρον από τα συνήθη και κάπως βαρετά δράματα «της διπλανής πόρτας» και μπράβο του.

Υ.Γ. Υπάρχει ένα επεισόδιο του οποίου ένα πολύ μικρό μέρος διαδραματίζεται στην Ελλάδα τις πρώτες ημέρες της Χούντας. Η ακούσια κωμωδία που προέκυψε από τις αγγλοκυπριακές προφορές και τις αντιχουντικές διαδηλώσεις με έκανε να αναρωτηθώ μήπως και όλα τα υπόλοιπα που παρακολουθώ είναι αντιστοίχως αστεία αλλά δεν τα καταλαβαίνω ως τέτοια γιατί δεν τα ξέρω τόσο καλά. Κατέληξα πως όχι. Γιατί τα υπόλοιπα (σε αντίθεση με την ελληνική προφορά και την Αθήνα του 1967) μάλλον τα ξέρουν καλά αυτοί που φτιάχνουν τη σειρά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ