Θεατρο - Οπερα

Ο Βουρκόλακας στου Ψυρρή

Η νύχτα της Δευτέρας, σχεδόν εννιά στην οδό Σαρρή, έχει μία ήσυχη συνωμοτική διάθεση

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 520
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
92849-208342.jpg

● ● ● Η νύχτα της Δευτέρας, σχεδόν εννιά στην οδό Σαρρή, έχει μία ήσυχη συνωμοτική διάθεση. Τα μπαρ της είναι μισοάδεια, μακρινές μουσικές όπως παλιά δεν ακούγονται, τα μικρομάγαζα είναι η ώρα που κατεβάζουν τα ρολά τους, το ραδιοφωνικό κτίριο Στο Κόκκινο κλειδαμπαρωμένο και ασφαλισμένο πια, από νυχτερινούς επισκέπτες, στέκεται σθεναρά στα σκοτάδια του Ψυρρή. Γύρω από τις άσπρες λάμπες στην είσοδο του θεάτρου Αποθήκη, όμως, φιγούρες και σκιές μαζεύονται. Ένα καλλιτεχνικό αγλάισμα στα πρόσωπα, παρέες και αφοσιωμένοι. Είναι οι θεατρίνοι και οι φίλοι τους, που παροικούν τα θέατρα σε αυτά τα περιβόητα βράδια της Δευτέρας να δουν τους συναδέλφους, να προλάβουν παραστάσεις, να τιμήσουν και να καμαρώσουν, να ζηλέψουν πιθανώς και λίγο, να μείνει ένα ανεπαίσθητα αιχμηρό σχόλιο στο τέλος της βραδιάς, αγκυλωμένο στη χαρά που αφήνει μια ωραία παράσταση.

● ● ● Αμέσως μόλις ανέβηκε, το κανονίσαμε. O συνδυασμός φαινόταν ιδανικός: Η Νένα Μεντή παίζει τη Μάνα στον «Βουρκόλακα» του Αργύρη Εφταλιώτη, έργο βασισμένο στο «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού» και σε όλη την γκραν γκινιόλ νεορομαντική επιρροή στη δημοτική παράδοση, τους θρύλους και τις αλλοπαρμένες φαντασιώσεις που επικρατούσαν στην εποχή που γράφτηκε, το 1894. Φανατικός υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας, ο κοσμοπολίτης Εφταλιώτης έγραψε ένα στέρεο δράμα με σουρεαλιστική εξέλιξη για τη Μάνα που στέλνει την κόρη της να παντρευτεί «στη Βαβυλώνα» κι ο μεγάλος αδερφός ορκίζεται, αν τη βρει αρρώστια και κακό, να πάει στα ξένα να φέρει την κόρη πίσω.

(…) Και σαν τηνε παντρέψανε την Αρετή στα ξένα,

Και μπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνας οργισμένος,

Κ’ έπεσε το θανατικό κ’ οι εννιά αδερφοί πεθάναν,

Βρέθηκ’ η μάννα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μυρολογάει,

Στου Κωνσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασηκώνει.

«Σήκω, Κωνσταντινάκη μου, την Αρετή μου θέλω·

Το Θιό μούβαλες εγγυητή και τους Αγιούς Μαρτύρους,

Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πας να μου τη φέρης».

Τανάθεμα τον έβγαλε μέσ’ από το κιβούρι,

Κάνει το σύννεφο άλογο και τ’ άστρο σαλιβάρι

Και το φεγγάρι συντροφιά, και πάει να τηνε φέρη.

● ● ● Το θέατρο Αποθήκη, σαν φάντασμα το ίδιο της παλιάς, σκοτεινής περιόδου της οδού Σαρρή, όταν μόνο αέρας και περίεργες σκιές κυκλοφορούσαν στις γωνιές της, και θαρραλέα το άνοιξε η Αλίκη Γεωργούλη τότε στα 70s, για να ανεβάζει Ντάριο Φο και μετα-επιθεωρήσεις, είναι η ιδανική στέγη για τον «Βουρκόλακα». Οι ξύλινοι πάγκοι του, οι μεγάλοι πέτρινοι τοίχοι, η παλιά του ανάμνηση μοιάζουν έτοιμα να φιλοξενήσουν παραδόσεις και θρύλους. Το δυνατό αυτό έργο σπαρταράει ολοζώντανο με την υπέροχη, φτερωτή του γλώσσα και τον αποδομημένο δεκαπεντασύλλαβο λόγο, και αναδεικνύεται για πρώτη φορά ανεβασμένο σε σκηνή –παρά τη σημαντική του θέση στην ελληνική δραματουργία– στην παράσταση που έχει σκηνοθετήσει με ρομαντισμό, τρυφερότητα και χιούμορ ο Γιώργος Λύρας. Και με μερικές γοητευτικές, σκηνοθετικές «μηχανές» όταν αρχίζει η τρίτη πράξη του συγκινητικού εφιάλτη.

Σαν μια τραγωδία, οι δύο πανομοιότυπες Γειτόνισσες του χωριού είναι χορός που παρακολουθούν και σχολιάζουν τα δρώμενα, προξενιά, απελπισμένο έρωτα, γάμους, αγωνίες, θάνατο και τα ύστερα. Είναι η κωμική νότα, κάτι σαν Pet Shop Boys σε ένα σουρεαλιστικό σκηνικό. Οι άντρες μιλούν ρωμαλέα ή τρυφερά, διεκδικούν, σχεδιάζουν, αφεντεύουν ή αφοσιώνονται στο Θεό. Ο Δημήτρης Σαμόλης, ο γιος ο Κωνσταντής που πεθαίνει και τον ανασταίνει το ανάθεμα της μάνας για να φέρει την Αρετή τους πίσω, είναι ένας συγκινητικός Βουρκόλακας, πασπαλισμένος ταλκ σαν μωρό, θυμίζει Ιησού που αναστήθηκε, καταραμένο που αναζητάει τη θέση του και τη λύτρωσή του. Κατεβαίνει αργά από τη σκηνή και περιφέρεται ανάμεσα στο κοινό.

● ● ● Η Νένα Μεντή όμως είναι η φιγούρα εκείνη που σου παγώνει τη ραχοκοκαλιά. Μαυροντυμένη σε σφιχτό, αυστηρό φουστάνι με τις φωτογραφίες των 9 παιδιών της φορεμένες στο στήθος σαν γιορντάνι από τάματα, και με μία λευκή τούφα αεράτα να σκίζει τον ολόμαυρο κότσο της, σαν αναφορά στην κλασική λευκή τούφα της Έλσα Λάνκαστερ - Μαίρης Σέλεϊ στη «Νύφη του Φρανκενστάιν». Είναι Μανιάτισσα Μάνα, σκληρή και πονεμένη Σιτσιλιάνα, αυστηρή και χαροκαμένη Ηπειρώτισσα. Κι όταν της πεθαίνουν τα παιδιά, ρημαγμένη με λυτά μαλλιά ξεχύνεται στη σκηνή, μαινάδα, άγρια, πληγωμένη και καθηλωτική. Στην πιο «ακίνητη» στιγμή της παράστασης, σαν ιεροτελεστία, χτυπάει το χέρι της με τέτοια δύναμη στο μνήμα, που ραγίζουν οι κομμένες ανάσες του κοινού. Δαιμονικά, αναθεματίζει και ζωντανεύει το νεκρό της γιό.

● ● ● Το τέλος είναι μία λύτρωση, όπως πρέπει να συμβαίνει: όλοι παντρεύονται, όλοι πεθαίνουν, όλοι πάνε στον Παράδεισο, όλοι σηκώνονται από τους άβολους –σόρι– πάγκους. Με λιγοστά λόγια, αγγελοκρουσμένοι ακόμα από την παράσταση, βγαίνουμε στη νύχτα της οδού Σαρρή. Η Ακρόπολη από πάνω μας, απέθαντη, κοιτάει ειρωνικά.

● ● ● «Κι ώσπου να βγη στην πόρτα της, εβγήκεν η ψυχή της».

Info: Σκηνοθεσία: Γιώργος Λύρας - Διανομή: Νένα Μεντή, Ηλιάνα Γαϊτάνη, Γιώτα Καλλίνη, Ηλίας Λάτσης, Αμαλία Νίνου, Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης, Δημήτρης Σαμόλης. Δευτ.-Τρ. 21.15, €15, 12

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ