Θεατρο - Οπερα

Γιώργος Παπαγεωργίου

Έτοιμος για τη «Mojo», τη πιο γαμάτη φετινή θεατρική συμμορία με τον πιο ερωτεύσιμο ρόλο της ζωής του

25388-95773.jpg
Αναστασία Καμβύση
ΤΕΥΧΟΣ 515
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
89183-200304.jpg

Διαθέτει τέτοιο επικοινωνιακό χάρισμα που αν ζούσε στην Αμερική θα μπορούσε να ήταν ισόβιος παρουσιαστής των Όσκαρ. Δίπλα στο ταλέντο και την ομορφιά προσθέστε και απενοχοποιημένη τρέλα – το συγκρότημά του το λένε Pölkar, που στα πολωνικά σημαίνει «μεθυσμένος χορευτής που τραγουδάει φάλτσα»∙ για ένα βράδυ μετέτρεψε με τους κολλητούς του το θέατρο Πόρτα σε μπουζουξίδικο∙ στο «Μυστήριο της πολιτείας Χάμελιν» αρπάζει αυτοσχεδιάζοντας κυριολεκτικά τους θεατές από το δρόμο και τους κρατάει αιχμάλωτους της γοητείας του μέχρι τέλους. Τώρα είναι έτοιμος να μπει στην πιο γαμάτη φετινή θεατρική συμμορία, αυτή του «Mojo», με τον πιο ερωτεύσιμο ρόλο της ζωής του.


Mojo σημαίνει πολλά πράγματα, είναι και φυλαχτό βουντού. Το «Mojo» του Τζεζ Μπάτεργουρθ, ανέβηκε στα μέσα των 90s στο Λονδίνο με μεγάλη επιτυχία. Είναι μια μαύρη κωμωδία με ξέφρενους ρυθμούς, στοιχεία σπλάτερ και καταπληκτικούς διαλόγους που θυμίζουν Πίντερ σε ένα ταραντινικό περιβάλλον και με μουσική υπόκρουση το rock ’n’ roll των 50s. Όταν ο Θωμάς Μοσχόπουλος μου πρότεινε να συμμετέχω στην παράσταση, πήδηξα κυριολεκτικά στην αγκαλιά του Αργύρη Ξάφη.

Είναι μια παράσταση που μπορεί να σοκάρει, έχει πολύ σκληρή γλώσσα, πέφτει «χοντρό μπινελίκι». Εγώ υποδύομαι τον Μπέμπη, γιο ενός άρχοντα του υποκόσμου και ιδιοκτήτη ενός κλαμπ. Είναι ένας ρόλος που τον ερωτεύτηκα μόλις πρωτοδιάβασα το έργο, πριν μου το προτείνουν. Και μάλιστα στη λονδρέζικη παράσταση, που δεν την έχω δει, τον Μπέμπη τον έπαιζε ένας ηθοποιός που μου αρέσει πάρα πολύ, ο Μπεν Γουίσο («Το άρωμα», «I’m not there», 

«Cloud Atlas»).

 Ξεκίνησα όσα κάνω στο θέατρο χωρίς να σκεφτώ τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνω, γέμισα το μυαλό μου με δουλειές που με έκαναν να νιώσω ο βασιλιάς των γελοίων μπροστά στον κόσμο. Λειτούργησα απενοχοποιητικά από την πρώτη στιγμή σε αυτή τη δουλειά, από τη σχολή ακόμη, αντέδρασα στην κατηγοριοποίηση του ζεν πρεμιέ, σκέφτηκα ότι προτιμώ το τσαλάκωμα της εικόνας. Το ζεν κομίκ μου ακούστηκε πιο ενδιαφέρον. Επίσης είμαστε πιο λίγοι! Τους ζεν πρεμιέ τους χαρακτηρίζει μία ωραιοπάθεια, ένας ναρκισσισμός που είναι πολύ κουραστικός. Είναι ωραίο να πολεμάς το ναρκισσισμό σου, έχει μία γελοιότητα, μια αφέλεια που καταλήγεις να την αγαπάς.

image

Η πρώτη μου φαν ήταν (και είναι) η γιαγιά μου. Δεν φαντάζεσαι τι της έχω κάνει. Ήρθε να με δει στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στον «Πειρασμό» του Ξενόπουλου, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι. Γυρίζω λοιπόν κάποια στιγμής από σκηνής και λέω «κυρίες και κύριοι, αυτή είναι η γιαγιά μου, ένα χειροκρότημα». Σηκώθηκε η γιαγιά περιχαρής, άρχισε να χειροκροτάει ο κόσμος… Όχι, δεν υπάρχει γονίδιο «τρέλας» στη οικογένεια, εγώ τους βγήκα λίγο κουζουλό. Τα… καφριλίκια που έκανα εγώ στη γιαγιά μου δεν τα έκανε η μάνα μου (σ.σ. είναι γιος της Φιλαρέτης Κομνηνού). Βέβαια η μαμά μου ήταν διαφορετική από τις άλλες, το καταλάβαινα από μικρός και της το έλεγα. «Εσύ δεν είσαι σαν τις άλλες μαμάδες». Δεν ήταν ποτέ ατημέλητη, πρόσεχε τον εαυτό της. Ήταν διαφορετική η μαμά μου και μοιραία. Ήταν πάντα «ντάμα». Και παρόλο που ανοίχτηκε μπροστά της ο δρόμος της ενζενί, εκείνη πάντα έκανε τσαλακώματα της εικόνας της μέσα από δραματικούς ρόλους. Δεν την έχουμε δει πολύ στην κωμωδία. Πιστεύω ότι πρέπει να παίξει, της ταιριάζει. Το «Τρίτο Στεφάνι» ήταν μία δουλειά που την είδα και είπα «το έχει το κωμικό!». Βέβαια αυτό είναι κάτι που «χτυπάει» και σε κάτι πολύ προσωπικό, δικό μου…

Έρχονται οι δημοσιογράφοι και με ρωτάνε «πώς είναι η σχέση σου με τη μάνα σου»… Καλέ, μια χαρά είναι. Απλώς στην οικογένειά μου δεν ακούστηκε προφανώς το «ωχ, πού πας να μπλέξεις» που ίσως λένε κάποιοι γονείς όταν είπα πως θα γίνω ηθοποιός. Πρόσφατα, στην παράσταση «Απόψε θα γίνει χαμός», με τον Σίμο Κακάλα στο Πόρτα, την πείραζα συνέχεια από σκηνής κανιβαλίζοντας την επιλογή μας να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Θα έκανα την ίδια πλάκα από σκηνής και στον πατέρα μου, που ασχολείται με το βιβλίο. Απλώς η μητέρα μου καταλαβαίνει ακριβώς τι εννοώ. Μετράει η γνώμη της! Διαφωνούμε σε πολλά πράγματα, αλλά στην ουσία εμπιστεύομαι τη γνώμη της πολύ, ξέρω ότι η άποψή της δεν κρύβει τίποτα άλλο παρά μόνο ενδιαφέρον. Συνήθως είναι υπέρ το δέον αυστηρή μαζί μου, όπως κι εγώ μαζί της. Κι έτσι πρέπει να είναι. Είμαστε σε ένα χώρο που λίγοι σε κοιτάνε στα μάτια. Είναι πολύ ωραία αίσθηση να έχεις ένα δικό σου άνθρωπο μέσα σε αυτή τη δουλειά που πραγματικά σε κοιτάει στα μάτια. Με έχει διδάξει στο θέατρο.

Μου αρέσει να δοκιμάζω συνέχεια διαφορετικά πράγματα, είμαι υπέρ της απενοχοποίησης. Γι' αυτό και κάναμε το «Απόψε θα γίνει χαμός» στο Πόρτα Live με τον Σίμο. Ήταν μία ιδέα που είχαμε γιατί μας αρέσει πολύ όλο αυτό που κρύβουν τα σκυλάδικα, το συναίσθημα, αλλά και η πλάκα. Λατρεύουμε και οι δύο το interactive στοιχείο στο θέατρο, οπότε το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα έβλεπες κάτι μοναδικό, χωρίς κείμενο από πίσω, κάτι που δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Υπήρχε μία τέτοια διάθεση, χάρηκα που κατάλαβαν αρκετοί ότι δεν θέλαμε να κοροϊδέψουμε τα σκυλάδικα, ενώ μπήκαμε με αγάπη σε αυτό τον κόσμο. Μουσικά πρέπει σίγουρα να ξανασχοληθούμε με αυτό, διασκευές σε τραγούδια όπως το «Φαινόμενο», το «Κάνω έρωτα μαζί σου με τηλεπάθεια», όλα με ένα γιουκαλίλι και ακορντεόν.

Η μουσική είναι για μένα ένα side project (σ.σ. γράφει μουσική και στίχους και τραγουδάει στους Pölkar), το κάνω και θα το κάνω, αλλά δεν θα άφηνα ποτέ το θέατρο για τους Pölkar, άλλωστε όλα τα μέλη του συγκροτήματος κάνουν άλλες δουλειές. Είναι πάντως κάτι που μου αρέσει πολύ, που βγαίνει με έναν τρόπο που με αφορά, που έχει να κάνει και με την απενοχοποίηση του τρόπου που αντιμετωπίζουμε τη μουσική. Όπως και στο θέατρο έτσι και στη μουσική σημασία έχει να συμπρωταγωνιστείς. Αν λειτουργείς με νοοτροπία παρτάκια ή ντίβας, τα ψωμιά σου είναι μετρημένα.

Για ποιον παίζω; Προφανώς για τον εαυτό μου. Θα σου πω μια ιστορία. Κάποια στιγμή, εκεί γύρω στα 18, 19, πάμε με μία αγοροπαρέα σε ένα στριπτιτζάδικο στη Θεσσαλονίκη. Είναι μια σταλιά, πλάι σε ένα βενζινάδικο, κάπνα παντού, φτηνά φώτα και ποτά, και ξαφνικά φτάνουν στο τραπέζι μας αλκοόλ και παγάκια! Μου κάνει νόημα ένας τύπος, ένας ταξιτζής, και μου γνωρίζει μία κοπέλα που κάνει στριπτίζ εκεί. Είναι λίγο λιώμα η κοπέλα, αλλά κάποια στιγμή εκεί που μιλάμε γυρίζει και μου λέει: «Όταν χορεύω, χορεύω μόνο για μένα, αλλά απόψε, θα χορέψω μόνο για σένα». Το λέει και ανεβαίνει πάνω στην πίστα και αρχίζει να κάνει στριπτίζ… Ε, κάπως έτσι είναι καμιά φορά κι όταν ανεβαίνεις πάνω στο σανίδι. Σαν να κοιτάζεις το θεατή και να του λες: «Τώρα εγώ θα σου κάνω στριπτίζ. Παίζω για μένα, αλλά απόψε θα παίξω για σένα».

image


Για το ρόλο στο «Mojo»

-Με διαόλισε από την πρώτη ανάγνωση: ποιος είναι στην πραγματικότητα αυτός ο τύπος και γιατί κάνει όσα κάνει; Ο Μπέμπης έχει υποστεί ψυχολογική και σεξουαλική κακοποίηση όταν ήταν παιδί. Η βία που ασκεί έχει να κάνει με τη βία που του έχει ασκηθεί στο παρελθόν, έχει μπλέξει σε ένα ατέλειωτο παιχνίδι εναλλαγής ρόλων θύματος και θύτη… Όλες οι οδηγίες που μου έδωσε ο Θωμάς ήταν πολύ γοητευτικές, μου είπε για παράδειγμα να μελετήσω τον Joker από τον «Batman», γιατί στην ουσία αυτός ο ήρωας δεν έχει επανέλθει ποτέ: Έχει κακοποιηθεί κι αυτό που συνέβη μέσα του είναι μη αναστρέψιμο. Ο Μπέμπης κουβαλά το χάος μέσα του κι αυτό θέλει να δημιουργήσει. Έτσι ώστε να βρεθεί σε μια ισορροπία ο εσωτερικός του κόσμος με τον κόσμο γύρω του. Κι έτσι ενώ οι υπόλοιποι στο έργο προσπαθούν να βάλουν μία τάξη στο χάος, αυτός θέλει να δημιουργήσει μία έκρηξη.

-Μου δίνεται η ευκαιρία να κάνω έναν ήρωα που θέλει να τα γαμήσει όλα. Αυτό είναι μεγάλη ευτυχία για έναν ηθοποιό. Δεν σου συμβαίνει κάθε φορά η συναρπαγή με ένα ρόλο. Είναι όπως στις σχέσεις. Δεν ερωτεύεσαι συνέχεια, ερωτεύεσαι μια στο τόσο. Αν συνέβαινε κάθε φορά δεν θα ήταν ξεχωριστό. Δεν ξέρουμε γιατί ερωτευόμαστε, έτσι δεν είναι; Πάρα πολλοί ηθοποιοί που είναι καλοί στην κωμωδία αισθάνονται ανασφαλείς όταν πρέπει να κάνουν δράμα και το αντίθετο. Δεν έχω το κόμπλεξ του ηθοποιού που είναι καλός σε κάτι και δεν κάνει κάτι άλλο. Δεν αποζητώ ρόλους. Πρώτη φορά όμως αισθάνομαι πως ένας σκηνοθέτης, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, που με ξέρει και ξέρει τι υλικό έχω, μου δίνει να κάνω κάτι τόσο προκλητικό για μένα. Είναι ο πιο ερωτεύσιμος ρόλος που έχω παίξει ποτέ. Δεν εννοώ ότι τον ερωτεύεται το κοινό, εννοώ ότι τον ερωτεύεται ο ηθοποιός που τον υποδύεται. Ερωτεύτηκα τη σκοτεινιά του, το σκοτάδι του που σε καλεί να το ανακαλύψεις.

-Ο Μπέμπης με έβαλε να κάνω μία βουτιά στο δικό μου σκοτάδι. Για να πάρει αίμα αυτός από μένα κι εγώ από αυτόν. Με έκανε να νιώσω ότι μετά τη βουτιά στο σκοτάδι, στο τέλος του έργου, βγαίνω μαζί του στο φως… Αλήθεια, δεν έχω ιδέα πώς θα αντιδράσει το κοινό. Σε οποιοδήποτε άλλο ρόλο θα μπορούσα να σου πω ότι περιμένω από τους θεατές να ταυτιστούν, να με μισήσουν ή να με αγαπήσουν που έχω παίξει. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα σκεφτούν οι θεατές… Ας πούμε τι συναισθήματα γεννά στο θεατή ο τύπος που κόβει το αυτί του αστυνομικού στο «Reservoir Dogs»; Κάπως έτσι.

-«Καμιά φορά ξυπνάω και αισθάνομαι σαν να μην είμαι εδώ, σαν να είμαι τελείως αναίσθητος. Και λέω μέσα μου, μπρος, ζωντάνεψε, νιώσε κάτι όπως παλιά. Τίποτε όμως, πλήρης αναισθησία. Μένω ξάπλα και το μυαλό μου κάνει όλο κάτι άχρηστες σβούρες. Ακούω τους γειτόνους δίπλα, μαλώνουν, γελάνε και ούτε τον πόνο τους αισθάνομαι ούτε τίποτα. Λυπάμαι Μίκι, δεν τον αισθάνομαι τον πόνο σου». Αυτή είναι μία φράση στο έργο που αποκωδικοποιεί κάπως τον ήρωα που υποδύομαι. Αυτός είναι Μπέμπης, ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να αισθανθεί. Μπορεί να γυρίσει και να σε σκοτώσει απλώς επειδή του τη σπας… Όλοι παλεύουμε να δείξουμε συναισθήματα πάνω στη σκηνή, ανθρώπους που νιώθουν πράγματα, και ξαφνικά έρχεται ένας ρόλος και σου λέει «Φίλε, μακάρι, αλλά εγώ δεν νιώθω κάτι και μακάρι δηλαδή, θα ’θελα, αλλά δεν μπορώ».


Φωτό: Τάσος Βρεττός

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ