Θεατρο - Οπερα

Φαίδρα: από το Λονδίνο στην Επίδαυρο

Χαρακτηρίστηκε ενθουσιωδώς –πριν καν ανεβεί στην Επίδαυρο– «η παράσταση του καλοκαιριού».

43374-97516.jpg
Ιωάννα Μπλάτσου
ΤΕΥΧΟΣ 266
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
8822-20147.jpg

Χαρακτηρίστηκε ενθουσιωδώς –πριν καν ανεβεί στην Επίδαυρο– «η παράσταση του καλοκαιριού».Αρκούν όμως μία ηθοποιός-σταρ βραβευμένη με Όσκαρ (Έλεν Μίρεν, «Βασίλισσα»), η σφραγίδα του Βασιλικού Εθνικού Θεάτρου της Μεγάλης Βρετανίας, ένας ανερχόμενος κινηματογραφικός ηθοποιός (Ντόμινικ Κούπερ,Mamma Mia”) και σμήνη κοσμικών στο κοίλον της Επιδαύρου για να μιλάμε για ΤΟ θερινό καλλιτεχνικό γεγονός; Ή μήπως τελικά στους αγαπημένους μας καλλιτέχνες στη σκηνή προβάλλουμε αυτά που επιθυμούμε να δούμε κι όχι αυτά που μας δείχνουν, όπως ακριβώς συμβαίνει κι όταν είμαστε ερωτευμένοι; Γιατί εδώ που τα λέμε η Φαίδρα της  Έλεν Μίρεν, ε, δεν θα μείνει και στο συλλογικό υποσυνείδητο των θεατρόφιλων ως συγκλονιστική ερμηνεία. Ευπρεπής ναι, αλλά δεν μας πήρε και το σκαλπ.

Το κοινό όμως δείχνει να αγαπάει –και κυρίως να σέβεται– την  Έλεν Μίρεν. Κάτι η σκηνική της προϊστορία με το μεγαθήριο Πίτερ Μπρουκ, κάτι το αυστηρό της παρουσιαστικό συνδυασμένο με μια απροσποίητα μποέμ συμπεριφορά, κάτι η άρνησή της να «τραβήξει» τα χαρακτηριστικά της υποκύπτοντας στη lifestyle εμμονή της νευρωτικής παράτασης της νεότητας, συν οι διακρίσεις σε ταινίες και παραστάσεις, με αποκορύφωμα το Όσκαρ, και να οι λατρείες και τα καλλιτεχνικά συγχωροχάρτια. Αλλά θα μου πείτε, εντάξει, αυτό ισχύσει για τα Αγγλάκια, εμείς τώρα πώς τον πάθαμε τον έρωτα με τη Μίρεν; Μια φράση της έφτασε να μας σκλαβώσει διά βίου: «Το να παίζεις στην Επίδαυρο είναι περισσότερο από το να κερδίζεις ένα Όσκαρ». Αυτό ήταν. Τοποθέτησε την Επίδαυρό «μας» πιο πάνω και από την οσκαρική της διάκριση στην προθήκη με τα τρόπαιά της κι αμέσως έγινε το νέο “Epidaurus icon”. Και δώσ’ του ενθουσιώδη χειροκροτήματα και ιαχές στο τέλος των δύο παραστάσεων από το πόπολο αλλά και την Αυτού, επίσης οσκαρική, Μεγαλειότητα, τον Τομ Χανκς, που παραβρισκόταν ανάμεσα στους θεατές.

Τι όμως είδαμε πραγματικά στην Επιδαύρεια σκηνή; Και πόσο έμοιαζε ή διαφοροποιόταν από την αντίστοιχη πρεμιέρα στη σκηνή Lyttelton του Royal National Theatre στο Λονδίνο; Καταρχάς, με έκπληξη είδαμε να επιβεβαιώνεται ο σκηνοθέτης της παράστασης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Νίκολας Χάιτνερ, με μόνο τρεις πρόβες στο αρχαίο θέατρο του Πολυκλείτου, όταν δήλωνε στο Λονδίνο πως «οι ηθοποιοί έχουν πάρει πλέον τα ηνία των ρόλων τους και το να παίξουν σε έναν άλλο χώρο, και δη ανοιχτό, δεν θα αποτελέσει πρόβλημα». Επιβεβαιώθηκε και η Έλεν Μίρεν όταν δήλωνε πως «είναι εντυπωσιακά εύκολο να προσαρμοστείς ως καλλιτέχνης στις απαιτήσεις του ανοιχτού χώρου». Όντως, και οι οχτώ ηθοποιοί της παράστασης τοποθέτησαν πολύ εύκολα τη φωνή και την κίνησή τους στο ανοιχτό αργολικό θέατρο, πιστοποιώντας για άλλη μια φορά (θυμάστε πέρυσι την εξαιρετική Φιόνα Σο στις Επιδαύρειες «Ευτυχισμένες μέρες») τη στιβαρή τεχνική της βρετανικής θεατρικής σχολής. Όμως, όπως στο Λονδίνο, έτσι και στην Επίδαυρο η βασίλισσα Φαίδρα ήταν ο αδύναμος κρίκος της παράστασης. (Δεν θα σχολιάσω καν τον Θησέα του Στάνλεϊ Τάουνσεντ, που αντί για τον πολυθρύλητο ήρωα παρέπεμπε σε ούγκα-ούγκα άνθρωπο των σπηλαίων). Η Μίρεν, λοιπόν, ναι μεν έφερε την αίγλη του Όσκαρ της, μαζί όμως κι έναν grand μελοδραματισμό που την πρόδιδε στις πιο απαιτητικές στιγμές της παράστασης. Για παράδειγμα, όταν ακούει τα νέα για το θάνατο του Θησέα, το “Oh, my God” της ήχησε τόσο ουδέτερο σα να έπεσε ένας παραπάνω κύβος ζάχαρης στο τσάι της κι όχι σα να άνοιγε ο δρόμος για τον ανομολόγητο έρωτά της, το θετό γιο της Ιππόλυτο. Αντιθέτως, στο νεαρό και σχετικά άπειρο Ντόμινικ Κούπερ (Ιππόλυτος) μάλλον ταιριάζει το ελληνικό φόντο. Όμως, αφού έπεφτε που έπεφτε στα χώματα για την αγάπη του την Αρικία, γιατί δεν κυλιόταν κανονικά παρά ακροπατούσε, σα δεσποσύνη σε απόγνωση;

Οι βασικές πάντως διαφορές ανάμεσα στην παράσταση του Λονδίνου και τη δική μας ήταν το σκηνικό και οι φωτισμοί. Στο με πετρώδη τοιχώματα σκηνικό του Λονδίνου δέσποζε ένας τεράστιος βράχος, ενώ στην Επίδαυρο επιλέχθηκε μια μίνιμαλ ημικυκλική κατασκευή εν είδει παλατιού. Οι δε φωτισμοί του Λονδίνου παρέπεμπαν στο ελληνικό φως, με το γαλάζιο ουρανό να δηλώνει το μεσογειακό τόπο δράσης, ενώ στην Επίδαυρο ήταν σαφώς πιο υποβλητικοί.

Εν ολίγοις, η «Φαίδρα» του Βασιλικού Εθνικού Θεάτρου της Μ. Βρετανίας δεν ήταν μια κακή παράσταση. Ήταν κάτι χειρότερο. Μια βαρετή παράσταση. Που έκανε την «έκπληξη» όταν τρεις ηθοποιοί πάτησαν πάνω στη θυμέλη –τον αρχαίο βωμό του Διονύσου– για να πουν τους μονολόγους τους, ενώ ο Θησέας, ως νέος Κόναν ο Βάρβαρος, έσπασε πάνω της μια κανάτα κόκκινο κρασί καθώς ζητούσε από τον Ποσειδώνα να τιμωρήσει το γιο του Ιππόλυτο. Προφανώς, ούτε ο σκηνοθέτης ούτε ο ηθοποιός γνώριζαν ότι στην αρχαιότητα έσπαζαν τα αντικείμενα του εκλιπόντος στα νεκρόδειπνα, μετά την ταφή του νεκρού. Ούτε αντιλήφθησαν τη φθορά που μπορεί να προκαλέσουν σε ένα αρχαίο μνημείο και πρώην ιερό μέρος.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ