Θεατρο - Οπερα

Μισέλ Φάις: Το παγκάκι του κανένα

Δυνατό κείμενο, καλοκουρδισμένη σκηνοθεσία, εξαιρετικές ερμηνείες

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
62446-125712.jpg

Βγαίνοντας στο χώρο του φουαγιέ αρχίζω να παρατηρώ τον κόσμο, κι ανάμεσά τους, τους συντελεστές: το συγγραφέα, τη σκηνοθέτιδα, τους δύο ηθοποιούς· τις εκφράσεις του προσώπου τους, τη συστολή τους, το χαμόγελό τους. Η παράσταση, χωρίς αμφιβολία, είχε επιτυχία, κι εγώ συλλαμβάνω τον εαυτό μου να τους παρατηρεί με έναν ιδιάζοντα τρόπο ― ίσως κάποιος να παρατηρεί κι εμένα...

Είναι που κάτι λειτούργησε μέσα μου, ενδεχομένως και σε άλλους, ένα «γαϊτανάκι παρατηρητικής και αυτοπαρατηρητικής αναζήτησης», όπως διαβάζουμε και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου με το κείμενο του Μισέλ Φάις «Το παγκάκι του κανένα» (από τις εκδ. Πατάκης). Δεν έχει περάσει πολλή ώρα από τη στιγμή που έσβησαν τα φώτα, όταν οι δύο ήρωες ήδη από τα πρώτες ατάκες μάς προϊδέασαν για αυτό που θα ακολουθούσε – όχι μόνο ως προς το θέμα του έργου, αλλά και ως προς τη ορμή του κειμένου και το καταιγιστικό του τέμπο…

Α: Πάλι με παρατηρείς;

Β: Δεν σε παρατηρώ.

Α: Αφού με παρατηρείς.

Β: Δεν σε παρατηρώ.

Α: Γίνεται να μη με παρατηρείς;

Β: Είπα δεν σε παρατηρώ...

Κάθονται απέναντι, πρόσωπο με πρόσωπο, υπάρχει ένταση μεταξύ τους. Ο ένας αντιδράει που ο άλλος τον παρατηρεί, σε θέση άμυνας και επίθεσης την ίδια στιγμή. Οι ισορροπίες είναι λεπτές και οι ρόλοι ενίοτε αλλάζουν.

Α: Θα αρχίσω να σε παρατηρώ κι εγώ. Τελείωσε.

Την κάθε σου κίνηση. …. Πώς μιλάς, πώς τρως, πώς σωπαίνεις, πώς ξυπνάς.

Β: Και δεν με παρατηρείς;

Α: Ξέρεις πώς σωπαίνεις; Ξαφνικά εκεί που μιλάς πέφτεις στη σιωπή. Λες και πέφτεις σε χαράδρα.

Β: Δεν έχω τίποτα να παρατηρήσεις.

Α: Ξέρεις πώς ξυπνάς; Σαν να ’χεις μόλις φιλήσει το νεκρό πατέρα σου.

Β: Δεν έχω τίποτα να παρατηρήσεις.

Α: Θα παρατηρώ το τίποτα, λοιπόν.

image

Και ξεκινάει το παιχνίδι: ποιος παρατηρεί ποιον, από ποια θέση, με ποιον τρόπο; Στο μπακράουντ προβάλλεται φωτογραφικό υλικό (μια άλλη εμμονή του συγγραφέα να φωτογραφίζει λεπτομέρειες από πεζοπορίες του στο αστικό τοπίο) που μας μεταφέρει στο δημόσιο χώρο. Είναι η Αθήνα, αλλά θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε μεγαλούπολη.

Ξαφνικά ακούγεται μια Φωνή (η σκηνοθέτιδα, που παρεμβαίνει ως μια αθέατη, διφορούμενη παρουσία), δίνοντας στους δύο ήρωες οδηγίες χαλάρωσης, οδηγώντας τους σε κατάσταση ύπνωσης. Κάποια στιγμή αυτοί σηκώνονται από το παγκάκι, ανεβαίνουν σ’ ένα χαμηλό βάθρο και στέκονται απέναντί μας. Τα σώματά τους ενεργοποιούνται, λες και κυκλοφορούν στον αστικό ιστό.

Κάθε εντολή ύπνωσης της Φωνής λειτουργεί ως χορευτική υπόδειξη.

Ο διακαής και ο ουδέτερος παρατηρητής (προσφωνήσεις που ανταλλάσσει αυτό το δίπολο χαρακτήρων και εμμονικά επανέρχονται) συνθέτουν ένα κοινό μέτωπο στους θεατές, στον κόσμο, καθώς γίνονται και οι ίδιοι πλέον παρατηρητές.

Φ: Μη χάνετε την ανάσα σας. Συγκεντρωθείτε σε αυτό που βλέπετε. Τι βλέπετε;

Α, Β: Βλέπουμε αυτό που βλέπουμε. Ή βλέπουμε αυτό που είμαστε;

Ο άξονας της παράστασης διαρθρώνεται σε δύο μέρη, που εναλλάσσονται. Από τη μία οι δύο ήρωες απέναντι, στο παγκάκι του κανένα, σε έναν άχρονο τόπο, μόνο οι δυο τους, σε μια πάλη ο καθένας με τον άλλο αλλά και με τον εαυτό του. Οξύθυμοι, αθώοι και υποψιασμένοι την ίδια στιγμή, σε ένα παιχίδι παρατήρησης μέχρι τελικής πτώσης που τους εξαντλεί, τους διεγείρει, τους ωθεί να αναμετρηθούν, να θέσουν ερωτήματα και να δώσουν απαντήσεις, και κυρίως να βγουν ο ένας προς τον άλλο. Κι έπειτα είναι τα μέρη εκείνα που υπό το καθεστώς της Φωνής βγαίνουν στον κόσμο και παρατηρούν, κάνοντας κι εμάς αυτόπτες μάρτυρες, μεταφέροντάς μας στιγμιότυπα από τη ζωή μιας πόλης δύσκολης, άγριας, αποξενωμένης, όπως και οι ζωές μας στην Αθήνα που βιώνουμε.

Οι δύο ήρωες γίνονται οι ίδιοι φωνές που μεταφέρουν θραύσματα διαλόγων, ό,τι ακούνε κι ό,τι βλέπουν. Η Φωνή τούς συντονίζει, ζητάει διευκρινίσεις, τους επαναφέρει σε τάξη. Κάποιες φορές οι εικόνες εμφανίζονται θρυμματισμένες.

Α: Πίναμε απ’ το πρώτο κοίταγμα.

Β: Ξερνούσαμε. Απ’ το πρώτο φιλί.

Α: Πίναμε και κλαίγαμε.

Β: Ξερνούσαμε. Ξυπνούσαμε ο ένας τον άλλο για να πιει.

Α: Την ώρα που δεν ξέραμε τίποτα ο ένας για τον άλλο.

Β: Ξερνούσαμε.

Φ. Ποιος μιλάει; Ποιος ξερνάει;

Κι άλλες φορές αποτυπώνουν μικροϊστορίες – ψυχογραφήματα και σκίτσα ανθρώπων καθημερινών, από αυτούς που συναντάμε στο δρόμο, σε ένα εστιατόριο, στο λεωφορείο, στην τράπεζα: η κοπέλα με το κίτρινο φόρεμα, ο γκριζομάλλης, ο μαύρος, η κυρία με τα άσπρα μαλλιά. Οι παρατηρητές τότε δεν μεταφέρουν μόνο διαλόγους, αλλά διεισδύουν στο μυαλό και την ψυχή των παρατηρούμενων.

Φ: Εισπνοή, εκπνοή. Συγκεντρωθείτε σε αυτό που βλέπετε. Τι βλέπετε;

Α: Η υπάλληλος στην τράπεζα σήμερα έχει τρέξει στην τουαλέτα δύο, τρεις, τέσσερις φορές.

Β: Τελικώς όμως ζητάει απλά τα δέοντα από την ασπρομάλλα.

Α: Έχει ανοίξει τη βρύση, έχει γονατίσει στα πλακάκια και έχει κλάψει.Το βλέπω στο στόμα της, που μοιάζει με ανοιχτή πληγή.

Β: Μια υπογραφή κι ένα τηλέφωνο.

Α: Το ακούω στην ανάσα της, που θυμίζει βρυχηθμό φιμωμένου ζώου. Έχει πλύνει το πρόσωπό της με σφοδρότητα, σαν να προσπαθεί να εξαφανίσει τα χαρακτηριστικά της.

Β: Η ασπρομάλλα, αν και υπογράφει την απόδειξη ανάληψης, ακόμη βρίσκεται με το μπαστουνάκι της στο καφέ.

Α: Έχει χτενιστεί με πολύ αργές κινήσεις κι έχει επιστρέψει στη θέση της, μπροστά στα ξένα λεφτά, στις ξένες κινήσεις, στα ξένα χαμόγελα, αυτή που μπορεί να την απολύσει ο οποισδήποτε, αυτή που δεν πρόκειται να την αγαπήσει κανείς…

n

Οι ηθοποιοί εξαιρετικοί στην ερμηνεία τους, ακριβείς και συγκινητικοί, δίνουν σκηνική υπόσταση σ’ ένα τόσο πυρετικό κείμενο. Τόσο με τη φωνή τους, που άλλες φορές ραγίζει κι άλλοτε γίνεται ασθματική, σαν να ξεχνάει να πάρει ανάσα, όσο και με τη φορμαλιστική κινησιολογία που αποδίδει το άγχος της συμβίωσης αλλά και της ατομικότητας. Κι ωστόσο πίσω από αυτό το άγχος της ύπαρξης αλλά και την ανάγκη κατανόησης μιας δύσκολης πραγματικότητας υφέρπει μια ελαφρότητα, ένα υπόγειο, λεπτό χιούμορ. Οι στιχομυθίες είναι καταιγιστικές, πριν τελειώσει η φράση του ενός αρχίζει του άλλου, οι δυο τους απόλυτα αντίθετοι και συμπληρωματικοί, λες και ο ένας δεν θα μπορούσε να υπάρξει δίχως τον άλλο. Όπως το βλέμμα αυτού που παρατηρεί έχει ανάγκη από αυτό που παρατηρεί για να υπάρξει, όπως ο καθένας από μας έχει ανάγκη να καθρεφτιστεί στο βλέμμα του άλλου. Το βλέμμα, απογυμνωμένο, θέτει ζητήματα ταυτότητας.

Α: Ό,τι είναι πάνω μου είμαι εγώ.

Β: Η κλωστή στο γιακά σου;

Α: Η κλωστή στο γιακά μου ειμαι εγώ.

Β: Ο λεκές στο παντελόνι σου;

Α: Ο λεκές στο παντελόνι μου είμαι εγώ.

Β: Ό,τι είναι πάνω μου είμαι εγώ. Η μύτη μου, τα φρύδια μου, τα μαλλιά μου.

Α: Ο αέρας που αναπνέω. Η θλίψη μου είμαι εγώ.

Β: Είσαι θλιμμένος;

Α: Η πονεμένη πλάτη μου είμαι εγώ. Η στάχτη από το τσιγάρο μου είμαι εγώ.

Μια γυμνή παράσταση που σε κερδίζει από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς τερτίπια, με ελάχιστα σκηνικά και τη χρήση του φωτός να σμιλεύει την εσωτερική διαδρομή των χαρακτήρων. Μόνο μια μουσική, η μελωδία του Sindney Bechet “La petite fleur” ακούγεται αραιά και πού, σαν ένα υπόγειο νήμα, τη σιγοτραγουδούν οι ήρωες κάποια στιγμή, τη σιγοψυθιρίζεις κι εσύ βγαίνοντας έξω, την ώρα που παρατηρείς και σε παρατηρούν. Κάτι ανοίγει μέσα σου.

Το «παγκάκι του κανένα» του Μισέλ Φάις είναι ένα κείμενο πολιτικά υπαρξιακό, με ξέφρενο ρυθμό. Ένα παραμιλητό της Αθήνας (όπως γράφει και στο βιβλίο της παράστασης), μια παρτιτούρα για την Αθήνα, που σε ωθεί να δεις, να ακούσεις και να αισθανθείς όλο αυτό καθημερινό παιχνίδι ιδιωτικών και δημόσιων βλεμμάτων σαν μια συνθήκη αναμέτρησης με τον εαυτό σου και τους άλλους.

Φ: Τελειώσατε;

Β: Έτσι κι αλλιώς, κανένας πλέον δεν μιλάει

Α: Σε κανέναν―

Β: Κανένας δεν ακούει―

Α: Κανέναν―

Β: Κανένας εντός εαυτού―

Α: Σ’ αυτήν την εκτός εαυτού πόλη;

Β: Κανένας.

Α: Κανένας κανένας;

Β: Κανένας.

Φ: Τελειώσατε;

Info Σκηνοθεσία: Αλεξία Καλτσίκη. Τους δύο ρόλους ερμηνεύουν οι  Άρης Αρμαγανίδης, Αντώνης Μυριαγκός.

Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15 στο «Θέατρο104» (Ευμολπιδών, 41, Γκάζι Μετρό Κεραμικού). Ως 25/3.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ