Θεατρο - Οπερα

Vincent - Αίμα στο Χιόνι, η παράσταση που αξίζει να προλάβεις

Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Ευθύμη Χρήστου λίγο πριν κατέβει η αυλαία

56855-123975.JPG
Κατερίνα Βνάτσιου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
anoigma.jpg

Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη της παράστασης Vincent Αίμα στο Χιόνι που παίζεται στην Αμαξοστοιχία – Θέατρο το Τρένο στο Ρουφ

Η θεατρική σκηνή στο τελευταίο βαγόνι του τραίνου έχει μία ξεχωριστή ιδιότητα: σε μεταφέρει σε μια άλλη στιγμή, ενός άλλου χρόνου, πολύ διαφορετικού από τον τρέχοντα. Είναι τόσο έντονη η αίσθηση της ετεροτοπίας, που σχεδόν ακούς το τραίνο να τρέχει πάνω στις ράγες. Ταυτόχρονα όμως, τα καθίσματα τόσο κοντά στον οριοθετημένο χώρο της παράστασης, σε κάνουν μέρος της. Λες και παρακολουθείς την εκάστοτε αφήγηση όντας αόρατος. Αίσθηση που γίνεται ακόμα εντονότερη όταν η θεατρική παράσταση είναι τόσο άρτια δομημένη όσο το Vincent, Αίμα στο Χιόνι*.

Το έργο του πολυβραβευμένο άγγλου συγγραφέα Philip Ridley ξεκινάει με έναν ανεξιχνίαστο φόνο: ένας νεαρός άντρας βρίσκεται νεκρός. Η μητέρα του Anita, συναντά τον άνθρωπο που βρήκε το πτώμα του, (προφανώς) έχει πολλές απορίες κι έτσι ξεκινάει μια συζήτηση που κρατάει όλη νύχτα. Μια συζήτηση αποκαλυπτική, βαθειά ψυχαναλυτική, συχνά σκληρή, πάνω απ’ όλα όμως μια συζήτηση που κάνει τον θεατή να αναρωτιέται: «γιατί εξακολουθεί να συμβαίνει αυτό; Πότε θα αλλάξει; Πώς μπορώ να το κάνω εγώ να αλλάξει;».

Η ιστορία του Vincent είναι τόσο τρομακτικά επαναλαμβανόμενη σε κάθε κοινωνία, που κάνει το συγκεκριμένο έργο –θα έλεγα- απαραίτητο. Παράλληλα, η σκηνοθετική ματιά του Ευθύμη Χρήστου σε συνδυασμό με την ερμηνεία της Μαρίας Ζορμπά και του Κωνσταντίνου Τσονόπουλου κάνει τα συναισθήματα ακόμα εντονότερα και την αλήθεια της ιστορίας να ενσαρκώνεται μπροστά σου. Ίσως αυτό εξηγεί γιατί τα δακρυσμένα πρόσωπα στο τέλος της παράστασης δεν ήταν καθόλου λίγα.  

Λίγο πριν το Vincent, Αίμα στο Χιόνι κατέβει (θα πραγματοποιηθούν ακόμα δύο παραστάσεις την Τετάρτη 15 και την Τετάρτη 22 Ιανουαρίου), μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη της, Ευθύμη Χρήστου.

Ευθύμης Χρήστου/ Φωτογραφία: Τάσος Έρος Μπατσιούλας
Ευθύμης Χρήστου/ Φωτογραφία: Τάσος Έρος Μπατσιούλας

Γιατί αποφασίσατε να ανεβάσετε τη συγκεκριμένη παράσταση; Και γιατί στο συγκεκριμένο χώρο; Το τρένο έχει δικό του ρόλο στην αφήγηση;
Είναι ένα έργο που με κυνηγάει χρόνια. Όλο, κάπως, εμφανιζόταν μπροστά μου. Κάποια στιγμή αποφάσισα να το κυνηγήσω εγώ και μου αντιστεκόταν αυτό, περίεργο timing, με δυσκόλεψε με πολλούς τρόπους. Ώσπου μάλλον βρεθήκαμε σε ώριμη χρονική στιγμή και τα καταφέραμε. Ήθελα, πέρα από τους φίλους και τους κοντινούς μου, να μοιραστώ με όσο περισσότερο κόσμο μπορώ αυτόν το μαγικό τρόπο που έχει το κείμενο του Ridley, να λέει τα πράγματα με το όνομα τους, ενώ ταυτόχρονα τα σκεπάζει με χιόνι για να περνάνε σε εκείνους που δε θα άκουγαν για αυτά πολύ εύκολα.

Με τον ίδιο τρόπο ο χώρος του τρένου εισάγει τους θεατές, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια, έχοντας μόνο την αγριάδα από τις ράγες και την αποβάθρα, όλη την όμοια αγριάδα με εκείνην που έζησε ο Βίνσεντ πριν πεθάνει. Τον έσυραν στην αποβάθρα του σταθμού έως τις εγκαταλελειμμένες τουαλέτες και τον έδειραν μέχρι θανάτου. Έρχονται πιο κοντά στην εικόνα εκείνη. Το βαγόνι μεταμορφώνεται σε ένα κατάλυμα που εγκαταστάθηκε η Ανίτα μετά το θάνατο του γιου της. Σαν μια προσπάθεια να έρθει πιο κοντά στο γεγονός όχι μόνο του θανάτου αλλά και της αλήθειας που δεν άκουσε πριν να είναι πολύ αργά.

dsc_5734c.jpg

Τα ρούχα, τα αντικείμενα, τα έπιπλα δίνουν την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε μια παλαιότερη εποχή από αυτήν στην οποία εξελίσσεται το έργο. Μοναδικό στοιχείο που μας επαναφέρει στο σωστό χρόνο είναι ο φορητός υπολογιστής και το τραγούδι που ακούγεται. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Τα στερεότυπα, οι ιδέες, οι απόψεις, τα πρέπει έχουν περαστεί βαθιά μέσα στους χαρακτήρες. Όπως τα περιβόητα «φλιτζάνια της μαμάς» όπως και η αισθητική.
Το μόνο που είχε δικό του ο Βίνσεντ ήταν αυτός ο φορητός υπολογιστής και οι ζωγραφιές του: «το λάτρευε το κομπιούτερ του, δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω του» όπως λέει χαρακτηριστικά η Ανίτα. Είναι για εκείνην το μόνο αντικείμενο που δεν είχε πρόσβαση, που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να καταλάβει. Όπως κάθε τι «διαφορετικό». Λέει: «Έχει πολλά μπισκότα στο σούπερ μάρκετ, ένας ολόκληρος διάδρομος γεμάτος με αυτές τις αηδιες. Για μένα δύο είδη υπάρχουν και πάλι, τα σκέτα και τα γεμιστά με σοκολάτα». Σχολιάζοντας προφανώς τη μεγάλη πλέον δημοσιοποίηση των φυλετικών εξελίξεων. Κουβαλούσε προκαταλήψεις για τις οποίες υπέφερε και η ίδια μικρή. Κουβαλούσε τα φλιτζάνια της μαμάς και τα φύλαγε σαν τα μάτια της. Κουβαλούσε λοιπόν μια ολόκληρη εποχή σαν τα μάτια της. Η αξία της παλαιολατρίας ήταν μεγαλύτερη από την αξία της ευτυχίας του παιδιού της. Ο υπολογιστής ήταν το μόνο σημείο που ο Βίνσεντ έβρισκε διέξοδο. Και τώρα τον έχει στα χέρια της μαζί με την αλήθεια της εποχής και την αλήθεια του γιου της. Βάζει το τελευταίο τραγούδι που είχε ακούσει ο Βίνσεντ μέσα από εκεί. Βάζει το αντικείμενο αυτό δίπλα στα άλλα και προσπαθεί να καταλάβει.

Ο Davey πιέζεται αφόρητα από τα κοινωνικά στερεότυπα, το ίδιο όμως και η Anita. Οι δυο τους έρχονται συχνά σε φαινομενικές συγκρούσεις, τελικά όμως βρίσκουν ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας που οδηγεί στη λύτρωση. Μπορεί αυτό να συμβεί και στις αντικρουόμενες ομάδες μιας ολόκληρης κοινωνίας, ας πούμε της ελληνικής;
Αυτό που κάνει αυτούς τους δύο ανθρώπους να μένουν εκεί, παρόλες τις συγκρούσεις και τις διαφορές και να παλεύουν να βρεθούν κάπου και να συνεχίσουν, είναι η θέληση, είναι ένας κοινός στόχος, ενας σκοπός.  Δεν ξέρω, υπάρχει κοινός σκοπός στα μέλη μιας κοινωνίας; Αγωνιζόμαστε καθημερινά να παραμείνουμε άνθρωποι. Δεν αρκεί αυτό για να βρεθούν οι αντικρουόμενοι πόλοι μιας κοινωνίας σε κοινούς δρόμους παρόλες τις διαφορές τους; Δεν ξέρω την απάντηση...

dsc_5774c2.jpg

Πόσο επίκαιρο είναι το συγκεκριμένο έργο; Γιατί πρέπει κάποιος να το δει τώρα;
Η βία, ο διαχωρισμός, η κυριαρχία της αδικίας και της επιλεκτικής καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι συνώνυμα του έργου και της καθημερινότητας. Με μια παράσταση θα αλλάξει ο κόσμος; Όχι, δε θα αλλάξει με μια παράσταση. Αλλά τουλάχιστον να μιλάμε γι’ αυτά. Να μην ξεχνιόμαστε. Να μην ξεχνάμε ότι είμαστε άνθρωποι.

Η Μαρία Ζορμπά και ο Κωνσταντίνος Τσονόπουλος έχουν δύσκολους ρόλους, και μια ακόμα πιο δύσκολη συναισθηματική κλιμάκωση να επιτύχουν. Πώς καταφέρατε να επιτύχετε τη θεατρική τους χημεία;
Με επιμονή στην τήρηση της σκηνοθετικής «παρτιτούρας». Είναι πραγματικά δύσκολο έργο, με πολύ έντονες κλιμακώσεις, αλλά έχουν μια απολύτως συγκεκριμένη σχεσιακή διαδρομή να ακολουθούν. 

Tο έργο έχει αισιόδοξη ή απαισιόδοξη χροιά; Από ποια πλευρά το βλέπετε εσείς;
Χρειάστηκε να σπάσει μια ανθρώπινη ζωή για να σπάσουν τα φλιτζάνια της μαμάς μαζί με ο,τι άλλο έσερναν, αλλά έστω και έτσι, έστω και αργά, συνέβη. Στο τέλος του έργου όλα έχουν ειπωθεί. Όλα είναι στο φως. Ας κρατήσουμε αυτό. Και ας έχουμε στο νου μας να προλαβαίνουμε. Και παρόλο που το λέω συχνά, θα το επαναλάβω: Να προλαβαίνουμε να σπάμε τα φλιτζάνια πριν σπάσουν οι άνθρωποι. 

Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία - Δραματουργική επεξεργασία: Ευθύμης Χρήστου
Παίζουν οι: Μαρία Ζορμπά, Κωνσταντίνος Τσονόπουλος
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Επιμέλεια σκηνικού χώρου: Άννα Σαπουνάκη
Ενδυματολογική επιμέλεια: Δήμητρα Λιάκουρα
Επιμέλεια κίνησης: Φαίδρα Σούτου
Φωτογραφίες, Γραφιστικά: Δημήτρης Γκέλμπουρας (forbidden.designs)
Φωτογραφίες: Υπατία Κορνάρου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νίκη Δουλγεράκη, Δέσποινα Πέττα
Trailer: Χρήστος Συμεωνίδης

Παραστάσεις
Κάθε Τετάρτη στις 20.30

Διάρκεια παράστασης: 70’

Εισιτήρια: 12 € γενική είσοδος, 10 € φοιτητικό & για ανέργους, 5 € ατέλεια

*Διαβάστε περισσότερα για την παράσταση στο Guide της Athens Voice.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ