Θεατρο - Οπερα

Το πένθος ταιριάζει στην Γκόλφω

Εθνικό θέατρο (Rex-Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»)

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 427
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
36580-82313.jpg

Το ότι ο συγγραφέας της «Γκόλφως», Σπυρίδων Περεσιάδης, κατέληξε σχεδόν τυφλός,  ίσως έδωσε στο σκηνοθέτη Νίκο Καραθάνο το έναυσμα να δει την τραγική ιστορία της Γκόλφως και του Τάσου μακριά από φωτοχυσίες ελληνικής υπαίθρου, βάφοντας ακόμα και τις φουστανέλες μαύρες. Είναι και ο τόπος όπου διαδραματίζεται –στην κορυφή του Χελμού, εκεί κυλούν τα νερά της Στύγας– που τον βοήθησε να στερεώσει το σχόλιό του: η Ελλάδα που ξέραμε πέθανε· η προδοσία του Τάσου δεν είναι τίποτα περισσότερο από την προδοσία της αστυφιλίας. Και έστησε μια λαϊκή τραγωδία στη λογική ενός νεκρόδειπνου γλεντιού. Φλερτάροντας αισθητικά με το ρομαντισμό, η παράσταση είχε ευφυείς σκηνοθετικές στιγμές –σημεία αναφοράς για το μέλλον– διαθέτοντας ευφάνταστα και λειτουργικά σκηνικά (Έλλη Παπαγεωργακοπούλου), τα τεράστια μετακινούμενα μαύρα πουφ στη θέση βουνών και λόφων. Το μόνο κακό είναι πως υπερφόρτωσε με σκηνοθετικά ευρήματα και σχόλια την παράσταση: π.χ. Γιατί (κι εδώ!) η χρήση μικροφώνου επί σκηνής; Γιατί αυτό το τόσο μελό τέλος; Ακόμα και το τσάμικο, που ποτέ δεν απογειωνόταν και οι φιγούρες καταστρέφονταν, έμοιαζε με παρωδία – δεν λειτούργησε ακριβώς υπαινικτικά.

Όμως, πέρα από τις όποιες αντιρρήσεις, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στο σκηνοθέτη: δεν κοίταξα στιγμή το ρολόι μου – ας κρατούσε κι άλλο· απόλαυσα ερμηνείες (Ε. Σαουλίδου, Χ. Φραγκούλης, Λ. Φωτοπούλου, Α. Παπαδημητρίου, Χρ. Μαξούρη, Μ. Δρακοπαναγιώτου, Αλ. Αλεξανδράκη) και κυρίως ενθουσιάστηκα που βρέθηκε ένας σκηνοθέτης να δει χωρίς σαρκαστικές προθέσεις αυτό το ειδυλλιακό δράμα.

Εθνικό θέατρο (Rex-Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ