Θεατρο - Οπερα

Τροβατόρε: Μια παράσταση που αξίζει να την… ακούσεις

Είδαμε την όπερα του Βέρντι από την ΕΛΣ στο Ηρώδειο

53155-117261.jpg
Λένα Ιωαννίδου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
365035-754869.jpg

Πάθη, έρωτες, ανατροπές, δράμα, συγκίνηση. Μια από τις ωραιότερες στιγμές  του ιταλικού μπελκάντο σε μια παράσταση με ερμηνείες που ξεχωρίζουν και σκηνοθετικές υπερβολές που εκνευρίζουν.

«Για να πετύχει μια παράσταση του Τροβατόρε, το μόνο που χρειάζεται  είναι οι 4 μεγαλύτεροι τραγουδιστές του κόσμου» φέρεται να είπε κάποτε ο θρυλικός τενόρος Ενρίκο Καρούζο.

Πράγματι, η δημοφιλέστατη όπερα του Βέρντι δεν στηρίζεται ούτε στη σκηνική της δράση ούτε στο λιγοστών λογοτεχνικών αξιώσεων λιμπρέτο της – αναληθοφανές και με λογικά χάσματα. Στον Τροβατόρε, τα  φωνητικά μέρη έχουν τον πρώτο ρόλο. Μέσα στον πλούτο των φωνών ενός τενόρου, μιας σοπράνο, ενός βαρύτονου και μιας μέτζο που ενσαρκώνουν τους κεντρικούς χαρακτήρες του έργου, κρύβεται όλη η δράση, η ένταση, η ουσία του έργου. Προϋπόθεση επομένως για την απογείωση μιας παράστασης είναι η παρουσία ερμηνευτών, όχι απλώς με ωραίο ηχόχρωμα και υποκριτικές ικανότητες αλλά με φωνητικές δυνάμεις, ανάλογες της χειμαρρώδους δραματικής ορμής του συνθέτη, ικανές να πείσουν το κοινό για την ψυχολογική τους κατάσταση και την αλήθεια των συναισθημάτων έρωτα, πάθους, ζήλιας και εκδίκησης που βιώνουν.

Στην παράσταση της Παρασκευής, 21/7, ενδεχομένως να μην είχαμε τους «4 μεγαλύτερους τραγουδιστές του κόσμου», ευτυχήσαμε όμως να απολαύσουμε μια τετράδα ρωμαλέων ερμηνευτών, με φωνές που ξεχώριζαν, χωρίς περιττά τερτίπια στις άριες και τους δραματικούς μονολόγους και «έδεναν» υποδειγματικά στα συναρπαστικά ντουέτα, τερτσέτα και κουαρτέτα που πλημμυρίζουν από την αρχή ως το τέλος, τον Τροβατόρε.

Ο Ιταλός τενόρος Βάλτερ Φρακκάρο στο ρόλο του Μανρίκο μας χάρισε έναν ηρωικό και συγχρόνως λυρικό Τροβαδούρο. Στην υπέροχη άρια «Ah! si, ben mio» της δεύτερης πράξης, στην ενθουσιώδη καμπαλέτα «Di quelle pira» της τρίτης και βέβαια στα ντουέτα του με τη Λεονόρα και την Ατσουτσένα φανέρωσε το ωραίο μέταλλο της φωνής του – κάποιες τονικές αστάθειες πέρασαν μάλλον απαρατήρητες.

Η Τσέλια Κοστέα, μετά τη σπαραχτική Μπατερφλάι της τον περασμένο μήνα στο Ηρώδειο, στο ρόλο της Λεονόρα αξιοποίησε την άνεση και τη δεξιοτεχνία της σοπράνο κολορατούρα φωνής της. Από την παραδοχή του έρωτά της για τον Τροβαδούρο στην περίφημη άρια της πρώτης πράξης «Tacea la note placida», μέχρι τον θρήνο της στο συγκινητικό «Miserere» του τέταρτου μέρους, έπλασε μια ευαίσθητη –όχι εύθραυστη– ηρωίδα γεμάτη πάθος.

Πλάι της, στο ρόλο του ζηλόφθονου και εκδικητικού αντεραστή Κόμη ντι Λούνα απολαύσαμε για μια ακόμα φορά τον διεθνή μας βαρύτονο Δημήτρη Πλατανιά. Με το βαθύ ηχόχρωμα της φωνής του μας χάρισε στιγμές σπάνιας συναισθηματικής έντασης, όταν εξομολογείται τον έρωτά του για τη Λεονόρα  στο μελαγχολικό «Il balen del suo sorriso», ή όταν τη διεκδικεί από τον Μανρίκο στο θυελλώδες τρίο της πρώτης πράξης.

Τη σκοτεινή, επιβλητική, γεμάτη πάθος και οργή τσιγγάνα  Ατσουτσένα ‒ένας ρόλος που επισκιάζει όλους τους άλλους‒ ερμήνευσε πειστικότατα η Γελένα Μανίστινα. Η ανακοίνωση πριν την έναρξη της παράστασης ότι η Ρωσίδα μεσόφωνος θα ερμηνεύσει το ρόλο, παρότι ασθενής, μας έκανε ακούγοντάς την να αναρωτηθούμε, πόσο πιο καλή θα μπορούσε να είναι... Με το ρυθμικό «Stride la vampa» της δεύτερης πράξης δημιούργησε, άμα τη εμφανίσει, με τη μεστή, κοφτή φωνή της, τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα εκδίκησης που περιγράφει μουσικά ο Βέρντι, ενώ στο υπέροχο ντουέτο της με τον Μανρίκο πρόσθεσε στο ψυχικά διαταραγμένο πορτρέτο της ηρωίδας μια διαφορετική, πιο ανθρώπινη πτυχή.  Θα ήταν επίσης παράλειψη αν στην τετράδα των πρωταγωνιστών δεν προσθέταμε και έναν πέμπτο: τον βαθύφωνο Τάσο Αποστόλου που ξεχώρισε με τον στιβαρό  Φερράντο του...

Η ανδρική και γυναικεία χορωδία της ΕΛΣ με την άψογη καθοδήγηση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου απέδωσε τα πασίγνωστα χορωδιακά της όπερας με ακρίβεια και δικαίως καταχειροκροτήθηκε.

Τέλος, η ορχήστρα της Λυρικής με τον Μίλτο Λογιάδη στο πόντιουμ, είχε ρυθμό, ένταση ‒τα πνευστά της ξεχώρισαν‒ αλλά και μελωδικότητα. Σεβόμενη τη «φωνητική» λογική της όπερας, ξεδίπλωσε τον πλούτο της μουσικής του Βέρντι χωρίς να ανταγωνίζεται και να σκεπάζει τις φωνές. Μια ακόμα καλή στιγμή της...

Η σκηνική έμπνευση. Ένα τεράστιο χέρι, με το  δείκτη να δείχνει προς τα πάνω ‒το ίδιο σε μικρογραφία στολίζει τα ακόντια που κρατούν οι στρατιώτες στην τρίτη πράξη του έργου‒, ένα σφαιρικό σύμπλεγμα με κεφάλια νεκρών, ένα ξερό δέντρο και δύο στέρνες με νερό, «στολίζουν» τη σκηνή του Ηρωδείου. Ο Στέφανο Πόντα, σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ενδυματολόγος και φωτιστής της παράστασης ‒αναβίωση της παραγωγής του 2012‒, αναφέρει στο σημείωμά του ότι το σκηνικό του φιλοξενεί την τραγωδία όλης της ανθρωπότητας, τα κοστούμια του είναι προέκταση μιας εσωτερικής αισθητικής και η κίνηση είναι μια μη κίνηση, πιο κοντινή στο όνειρο παρά στη ζωή.  Εμείς αντίθετα, είδαμε ογκώδη, φαραωνικής έμπνευσης σκηνικά, βαριά κοστούμια – νάτοι πάλι οι μαύροι δερμάτινοι μανδύες…‒ και κράνη που θύμιζαν τον «καλό στρατιώτη Σβέικ»… Απορήσαμε με την ακατανόητη –συμβολική; τελετουργική;‒ κινησιολογία της χορωδίας και των σιωπηλών κομπάρσων και  λυπηθήκαμε τους πρωταγωνιστές που τσαλαβουτούσαν άνευ λόγου στο νερό. Τέλος, πήραμε και μια αχρείαστη δόση σπλάτερ με έναν ημίγυμνο, βουβό «Μανρίκο»  να ακουμπά αιμόφυρτος στο δέντρο της σκηνής, ενώ η φωνή του αληθινού Τροβαδούρου ακούγεται από τα παρασκήνια…  Μια μαξιμαλιστική σκηνοθετική προσέγγιση που προσφέρει εντυπωσιακό θέαμα και ίσως να αρέσει σε πολλούς. Σ’ εμάς πάντως όχι.

Με μια κουβέντα. Μια παράσταση που αξίζει να δείτε ή μάλλον να ακούσετε...

21, 23, 25, 27 /7 21.00, Ωδείο Ηρώδου Αττικού

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ