Φωτογραφια

Photo Voice: Saul Leiter

Τέχνηcolor

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
26692-61141.jpg

Γιατί έμεινε επί χρόνια αφανής αυτός ο τόσο οραματικός, επινοητικός φωτογράφος; Οι πρώιμες χρωματικές του εξερευνήσεις, δυσθεώρητες επί μακρόν, θα έπρεπε να καταλογογραφούνται ανάμεσα στις μεγάλες καλλιτεχνικές καταθέσεις των τελευταίων δεκαετιών. Και όμως, δεν πάει καιρός που βρέθηκε περίπου πένητας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ξεπουλούσε βιβλία για περιστασιακό χαρτζιλίκι, έτυχε να σκοντάψει πάνω σε μια παλιά γνωριμία. «Ξέρεις, περνιόσουν για σπουδαίος στα sixties», του είπε ο περαστικός. «Και τώρα είσαι ένα τίποτα».

Επιτέλους, η τύχη του ενενηντακοντούτη νεοϋορκέζου Εβραίου άλλαξε. Δύο ανθολογίες των έγχρωμων φωτογραφιών του, το «Early Color», σε επιμέλεια του Μάρτιν Χάρισον, καθώς και η μονογραφία «Saul Leiter», του προσέδωσαν μέγιστη κριτική αποδοχή. Ενώ τα τελευταία χρόνια, οι μεγάλες αίθουσες τέχνης του κόσμου, από τη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, την Ατλάντα, το Μιλγουόκι και τη Σάντα Μπάρμπαρα ως το Παρίσι, το Λονδίνο, το Μιλάνο, το Αμβούργο, το Άμστερνταμ και την Αμβέρσα, διαγκωνίζονται για το ποιος θα πρωτοφιλοξενήσει την επόμενη ρετροσπεκτίβα του.

Καταντά κωμικό: έχοντας πραγματοποιήσει μόλις 11 εκθέσεις κατά τη μακρά περίοδο της σφριγηλής νιότης και της ωριμότητάς του, από το 1944 ως το 1997, ο Saul Leiter ευτυχεί σήμερα να γυρίζει από το κρύο σε βαθύ γήρας, καταμετρώντας 16 μεγάλες εκθέσεις σε διάστημα 8 ετών. Σύμφωνοι, η ζωή δεν είναι δίκαιη, αλλά μάλλον δεν την πολιόρκησε και ο ίδιος. «Ίσως υπήρξα ανεύθυνος», λέει. «Όμως μέρος της γοητείας του να είμαι ζωντανός, ήταν ότι ποτέ δεν έπαιρνα τα πράγματα πολύ στα σοβαρά».

Ο Saul Leiter γεννήθηκε το 1923 στο Πίτσμπουρκ. Τέκνο αφοσιωμένου μελετητή του Ταλμούδ, προορίστηκε να γίνει ραβίνος, ωστόσο η μητέρα του τού δώρισε μια μηχανή Detrola σε ηλικία 12 ετών. Στα 21 του, παράτησε τη θεολογία και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να γίνει καλλιτέχνης. Εκδήλωσε κλίση στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και πρώτη του επιρροή ήταν η ζωγραφική, αλλά σύντομα ξεκίνησε να τραβά ασπρόμαυρες εικόνες με μια Leica των 35 μιλιμέτρ. Από το 1948, στράφηκε αποκλειστικά στο χρώμα. Παρότι συνδέθηκε με τους απείρως δημοφιλέστερους συχρόνους του, όπως την Dianne Arbus και τον Robert Frank, και ενώ συμμετείχε στην επιδραστική έκθεση «Always the Young Stranger», το 1953 στη MoMA, παρότι ταυτίστηκε με το κίνημα που ονομάστηκε «νεοϋορκέζικη σχολή» και εξασφάλισε ορισμένες αναθέσεις από το Esquire, το Harper’s Bazaar, το Elle και τη Vogue, ουδέποτε απόλαυσε καθολικής καταξίωσης, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα. Ήταν ο Όρσον Ουέλς απέναντι σε όλους του Τζον Χιούστον της εποχής, υπερβολικά πολυεπίπεδος για να κατανοηθεί, πάντοτε ο αιρετικός, μονίμως στην άκρη του πλάνου.

Οι αινιγματικές εικόνες του διακατέχονται από ελεγειακότητα και αφαιρετισμό, αποτυπώνουν τη ματιά ενός παρατηρητή που κοιτά από τα μέσα προς τα έξω, ίσως γι’ αυτό ενώ θεωρεί την ανθρώπινη παρουσία απαραίτητη για το κάδρο του, προτιμά να την αιχμαλωτίζει πίσω από μαρκίζες καταστημάτων, μπροστά σε παράθυρα μεταφορικών μέσων, ανάμεσα από σανίδια, κάτω από τραπέζια, πίσω από πόρτες, υπό βροχή, μέσω αντανακλάσεων και κατοπτρισμών, επιδιώκοντας συνθέσεις στα όρια της οφθαλμαπάτης. Θεωρούσε πως «οι φωτογραφίες συχνά αντιμετωπίζονται ως καίριες στιγμές, όμως στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ψήγματα και αποτυπώματα ενός ημιτελούς κόσμου».

Και έπειτα, είναι και το χρώμα, του οποίου η κάθε απόχρωση βροντοφωνάζει, τα κόκκινα του καδμίου και τα μεταξένια μαύρα και τα εκτυφλωτικά κίτρινα και τα κοβάλτινα μπλε, που υποχρεώνουν τις αντιληπτήριες αισθήσεις να συνδιαλλαγούν με όρους ζωγραφικής, εκμαιεύοντας ντελικάτα, ποιητικά αισθήματα μέσα από κραυγαλέες πινελιές. Χρώμα που αποτελεί ευθεία αναφορά στις πολυποίκιλες επιρροές του δημιουργού, από την περουβιανή υφαντουργία, την ιαπωνική καλλιγραφία, τον Πικάσο, τον Καντίνσκι, τον Ρόθκο.

Ο Leiter υποδέχεται σήμερα την ύστερη καταξίωσή του με ένα μείγμα περηφάνιας και συγκατάβασης. Αποδέχεται τα ωφελήματα της δόξας, αλλά θα προτιμούσε να αποφύγει τις δημοσιοσχετίστικες επιπλοκές. Απρόθυμος ως το τέλος, έχει συνηθίσει να του λένε, «ποτέ μου δε γνώρισα κάποιον που να εναντιώνεται στην ευκαιρία όσο εσύ». Είπαμε, αυτός είναι ένας φωτογράφος που υπαινίσσεται, δεν καταδεικνύει. Στην ταφόπλακά του, όχι πως τον νοιάζει να αποκτήσει ταφόπλακα, ζητά να γραφτεί το επίγραμμα: «Προσπάθησε, μα δε μπόρεσε ποτέ του να το βρει». Όμως έχει καιρό για να ψαχτεί. Η ζωή αρχίζει στα ενενήντα.


n

Sunday Morning, 1947


n

New York, circa 1950


n

Postmen, 1952


n

Shopper, 1953


n

Bus, 1954


n

Man With Straw Hat, 1955


n

Haircut, 1956


n

Phone Call, 1957


n

Taxi, 1957


n

Through Boards, 1957


n

Reflection, 1958


n

Canopy, 1958


n

Lanesville, 1958


n

Paris, 1959


n

Harlem, 1960


n

Snow, 1960


n

Αυτοπορτρέτο, 1950


n 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ