Μουσικη

Andy McCluskey, άνθρωπος και μηχανή

Ο αρχηγός των Orchestral Manoeuvres in the Dark μιλάει στην Athens Voice

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 629
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
374907-773851.jpg
Θανάσης Καρατζάς

Ήταν το 1978 όταν όλη η Αγγλία έβραζε από τον ήχο του πανκ και την κοινωνική αναταραχή. Στην πλευρά του Merseyside, δύο νεαροί με ένα μαγνητόφωνο, ένα μπάσο και ένα συνθεσάιζερ –από τα παλιά, που τρελαίνουν τους πιουρίστες τώρα– έβγαλαν ένα δροσερό, ηλεκτρονικό κομμάτι, γρήγορο, φρέσκο, ευφάνταστο, που έδινε ενέργεια σαν ηλεκτρικό κύκλωμα, το “Electricity”. Οι Orchestral Manoeuvres in the Dark μόλις είχαν ανάψει τα φώτα σε ένα θορυβώδες, χαοτικό μουσικό σκηνικό με πολλή οργή και ασυναρτησία. Ένα ηλεκτρονικό ντουέτο που λίγο αργότερα, με το αντιπολεμικό κομμάτι τους «Enola Gay», έβαλαν και το συναίσθημα μέσα στην ηλεκτρονική μουσική τους – και στα ραδιόφωνα όλου του κόσμου. 

Οι OMD παραμένουν, 40 χρόνια σχεδόν μετά, ένα ντουέτο που βάζει συναίσθημα στις μηχανές. Αυτό είναι το μότο τους. Με αυτό σκέφτονται, εμπνέονται, δημιουργούν. Ο Paul Humphreys και ο Andy McCluskey είναι τόσο καλοσχεδιασμένοι που μοιάζουν σαν να μην έχουν περάσει όλα αυτά τα χρόνια από πάνω τους. Μόλις κυκλοφόρησαν ένα θαυμάσιο άλμπουμ, το «Punishment of Luxury» (στην Ελλάδα κυκλοφορεί από την Undo Records), πλούσιο σε χρώμα, ηλεκτρισμό, αγάπη και τέχνη. 

Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Andy McCluskey βρέθηκε στην Αθήνα, καλεσμένος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, σαν μέλος της κριτικής επιτροπής για τα μουσικά ντοκιμαντέρ. Με αυτή την ευκαιρία, μιλήσαμε μαζί του για αυτά που αγαπάει: μουσική, μηχανές και τέχνη.

Είναι η τρίτη του φορά που έρχεται στην Αθήνα αλλά όχι ακόμα σαν τουρίστας. Το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν το κατάστημα στο οποίο πήγε να αγοράσει ρούχα – η βαλίτσα του χάθηκε κάπου στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ. Και βέβαια τις ταινίες του Φεστιβάλ. Οι δύο που του άρεσαν περισσότερο και τις ψήφισε, είναι το ντοκιμαντέρ για τη ζωή της Chavela Vargas (αυτό που κατά γενική ομολογία κέρδισε τις εντυπώσεις όλων) και η ταινία για τον Άινταν Μόφατ των Arab Strap, που προσπάθησε να μοντερνοποιήσει την παραδοσιακή σκωτσέζικη μουσική ταξιδεύοντας στην ενδοχώρα της Σκωτίας. Στο ταξίδι του συναντά μία ηλικιωμένη γυναίκα η οποία τραγουδάει παραδοσιακά και βασικά του λέει ότι σιχαίνεται αυτό που πάει να κάνει στα τραγούδια αυτά, ότι δεν καταλαβαίνει τις μεταφορές του. «Χωρίς αυτήν το φιλμ θα ήταν απλώς μία ιστορία ματαιοδοξίας για έναν τύπο, δεν θα είχε την ένταση και τον αντίκτυπο που έχει. Αυτές οι δύο ταινίες μου άρεσαν γιατί ήταν οι πιο συναισθηματικές» λέει ο Andy.

Andy McCluskey

Το συναίσθημα είναι αυτό που κυριαρχεί στην κουβέντα. Από το «If you leave», το κομμάτι που έγραψαν ειδικά για το σάουντρακ του «Pretty in pink» και έγινε τεράστια επιτυχία σε όλο τον πλανήτη («πλην Αγγλίας» σπεύδει να προσθέσει) και ύμνος του brat pack στα 80s, μέχρι το νέο άλμπουμ.

«Ετοιμάζουμε μεγάλη περιοδεία στην Ευρώπη και στην Αμερική. Ελπίζω να τα καταφέρουμε να έρθουμε και στην Ελλάδα με το απλό σχήμα μας, όχι τέσσερα αλλά δύο άτομα στη σκηνή. Άλλωστε έτσι ξεκινήσαμε. Αντί για δύο τύπους κι ένα μαγνητόφωνο τώρα βλέπετε δύο τύπους κι ένα λάπτοπ. Όσο για τα νέα ηλεκτρονικά μέσα; Τα χρησιμοποιούμε αποκλειστικά! Πολλά από τα νέα ηλεκτρονικά συγκροτήματα είναι εντελώς πιουρίστες, πιστεύουν ότι πρέπει να χρησιμοποιείς τα αυθεντικά, βίντατζ αναλογικά μηχανήματα και θυμώνουν πολύ με εμάς που λέμε, όχι, εμείς χρησιμοποιούμε τον υπολογιστή. Είναι τόσο πολύ πιο εύκολο. Έχουν ακριβώς τον ίδιο ήχο. Όταν δουλεύεις «μέσα στο κουτί» λες οκ, τελείωσα για σήμερα, σώζεις ό,τι έκανες και την άλλη εβδομάδα το ανοίγεις και είναι ακριβώς αυτό που έφτιαξες, εκεί. Το μόνο ηχογραφημένο πράγμα στο τελευταίο μας άλμπουμ είναι οι φωνές μας και κάτι πουλιά στο “Ghost Star”». 

Τον ρωτάω πώς παρέμεινε ένας crooner, ένας τόσο λυρικός ερμηνευτής μέσα σε ένα «ψυχρό» ηλεκτρονικό περιβάλλον. 

«Όταν ξεκινήσαμε κάνοντας ηλεκτρονική μουσική» απαντάει, «υπήρχαν δύο μεγάλες επιρροές στον τρόπο που τραγουδώ. Πρώτον, λατρεύω τους Kraftwerk αλλά δεν ήθελα να φανεί ότι τους αντιγράφω και τραγουδώ τραγούδια με έναν μηχανικό τρόπο στη φωνή. Ξέραμε ότι οι περισσότεροι δημοσιογράφοι μισούσαν την ηλεκτρονική μουσική και από την άλλη δεν θέλαμε να ακουγόμαστε σαν ρομπότ. Αυτή ήταν η θεωρητική μας προσέγγιση αλλά και το ότι μπήκαμε στην ηλεκτρονική μουσική επειδή μας προσέφερε μία ποικιλία μέσων για να μπορέσουμε να επεκταθούμε. Όταν τραγουδάς, η ανθρώπινη φωνή δίνει τόσο μεγάλη γκάμα συναισθημάτων, οπότε εντελώς τυχαία προέκυψε ο ήχος των OMD να είναι οι μηχανές και ο άνθρωπος. Αυτή η αντίθεση δημιούργησε και τον ήχο μας. Η ανθρώπινη φωνή επάνω στη μηχανή δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Δίνει έμφαση στον άνθρωπο. Δεν βλέπω το λόγο να δημιουργείς μουσική, αν δεν είναι συναισθηματική».

Ακόμα και το όνομα της μπάντας, Ορχηστρικές Μανούβρες στο Σκοτάδι, είναι πολύ συναισθηματικό. 

«Χαχα, ναι, θα μπορούσαμε απλώς να ονομαζόμαστε The Machines. Ήταν μία τρελή ιδέα, θέλαμε απλώς να δείξουμε στον κόσμο ότι είμαστε δύο τύποι κι ένα μαγνητόφωνο. Άλλωστε ήταν κι εκείνη η εποχή που έβγαιναν όλα εκείνα τα πανκ συγκροτήματα με τα τρελά ονόματα, δεν ξέρω, ίσως είχε κάτι στο νερό του Merseyside, χαχα».

Andy McCluskey

Σε όλη σας την πορεία είχατε μία έντονη σχέση με τον κόσμο της τέχνης. Αναφορές, τίτλοι τραγουδιών, εξώφυλλα. Όπως άλλωστε και το τελευταίο άλμπουμ. 

«Πάντα με γοήτευε η τέχνη. Όταν ήμουν μικρός ήμουν καλός στη ζωγραφική. Ξέρεις αυτό που η μαμά σου λέει “πωπω, τι ωραία ζωγραφιά” και παίρνεις τα πάνω σου και συνεχίζεις να ζωγραφίζεις κι άλλο. Στο πανεπιστήμιο επρόκειτο να πάρω πτυχίο στις καλές τέχνες και στη γλυπτική αλλά αποφάσισα να κάνω ένα gap-year, ένα χρόνο διάλειμμα. Αυτό το διάλειμμα άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1978 και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς δημιουργήθηκαν οι Orchestral Manoeuvres in the Dark, χαχα. Ποτέ δεν επέστρεψα να τελειώσω το πτυχίο μου. Έτσι λοιπόν η τέχνη πάντα ήταν το πάθος μου και πολύ συχνά εμπνέομαι από την τέχνη, βρίσκω θέματα από πίνακες κ.λπ. Όταν ήμουν νέος με ενδιέφερε πολύ η εννοιολογική τέχνη, οι παραστάσεις, οι εγκαταστάσεις, και πάντα για εμάς η τέχνη ήταν πληροφορία. Ήμασταν πολύ τυχεροί να έχουμε μαζί μας και τον Peter Saville (σ.σ. γραφίστα και καλλιτεχνικό διευθυντή της Factory Records).

Andy McCluskey, άνθρωπος και μηχανή

Πρόσφατα η τέχνη έγινε ακόμα πιο απευθείας επιρροή στα τραγούδια μας, όπως για παράδειγμα ο τίτλος του άλμπουμ και του ομώνυμου κομματιού, “The Punishment of Luxury”. Κλέψαμε τον τίτλο από έναν πίνακα του 1891 του ιταλού ζωγράφου Giovanni Segantini – όχι το νόημα γιατί ο πίνακας αυτός έχει ένα συμβολισμό μισογυνισμού, δείχνει δύο γυναίκες να αιωρούνται ανάμεσα στην κόλαση και στον παράδεισο, στο καθαρτήριο. Είναι πολύ παράξενος πίνακας γιατί αν αυτό είναι το καθαρτήριο, φαίνεται να είναι πολύ ήρεμο και όμορφο. Ο πραγματικός τίτλος του πίνακα ήταν «Η τιμωρία της ηδονής» αλλά οι συλλέκτες τέχνης της βικτωριανής εποχής στο Λίβερπουλ αποφάσισαν ότι η “ηδονή” είναι πολύ επικίνδυνη λέξη και την αντικατέστησαν με τη λέξη “πολυτέλεια”. Εμείς πήραμε αυτόν τον τίτλο και τον χρησιμοποιούμε σαν κάτι διαφορετικό. Αν και οι άνθρωποι στον υλιστικό δυτικό κόσμο έχουν μπουχτίσει, έχουν αυτά τα πολύ δραστήρια μυαλά που δουλεύουν ασταμάτητα χωρίς να έχουν να ανησυχήσουν για στέγη και τροφή κάθε μέρα, αλλά έχουν σε αυτά πρόσβαση οι άνθρωποι του μάρκετινγκ που μας κάνουν να νιώθουμε ότι πρέπει να αγοράσουμε πράγματα. Δεν είναι κάτι καινούργιο αλλά ισχύει. Έχουμε όλα όσα χρειαζόμαστε. Και είμαστε περισσότερο δυστυχείς από ποτέ γιατί τα μυαλά μας είναι δηλητηριασμένα με τις σκέψεις ότι δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον εαυτό μας αν δεν αποκτήσουμε αυτά τα προϊόντα. Μας γίνεται πλύση εγκεφάλου. Αυτή είναι η τιμωρία της πολυτέλειας. Όταν προσπαθούμε να πείσουμε τον κόσμο να αγοράσει το νέο μας άλμπουμ (γελάει). Αυτή είναι η ειρωνεία».

Ποιες ήταν οι εμβληματικές στιγμές στην πορεία των OMD;

«Όταν ήμουν στα 15 μου είχα κάποιους φίλους που έπαιζαν μουσικά όργανα και σκεφτόμουνα ότι κι εγώ θα ήθελα να το κάνω αυτό. Δεν είχα λεφτά για να πάρω ντραμ κιτ. Δοκίμασα με την κιθάρα αλλά μου πλήγωνε τα δάχτυλα. Κι έτσι κατέφυγα στο μπάσο, την εύκολη λύση, χαχαχα. Ο φίλος μου είχε ένα μπάσο και το έβρισκα κάπως σέξι, βαρύ και με καμπύλες. Όπως και τον ήχο του. Κι έτσι, στα γενέθλια των 16 χρόνων μου αγόρασα ένα μεταχειρισμένο μπάσο για αριστερόχειρες. Αυτό ήταν σημαντικό γιατί μέχρι και σήμερα που είμαι 58, δηλαδή 42 χρόνια μετά, ακόμα παίζω με τις χορδές ανάποδα όπως ήταν εκείνο το μπάσο. Εκείνη η μέρα ήταν σημαντική για μένα.

Μερικούς μήνες μετά, μία άλλη σημαντική μέρα, 11 Σεπτεμβρίου του 1975, στο Liverpool Empire, είδα λάιβ τους Kraftwerk. Και αυτό πραγματικά με άλλαξε. Ξέρεις, τότε, το ’75, ακόμα όλοι είχαν μακριά μαλλιά και φορούσαν παντελόνια καμπάνα και κρατούσαν ηλεκτρική κιθάρα. Και βγήκαν εκείνοι με κοντά μαλλιά και ηλεκτρονικό ήχο. Καθόμουν εκεί με την αφάνα το μαλλί μου, στη θέση Q36 –ακόμα τη θυμάμαι, ήταν στην πρώτη σειρά στις φτηνές θέσεις, χαχα, και τι να πω… ακούγεται κλισέ αλλά ήταν η πρώτη μέρα για το υπόλοιπο της ζωής μου. Είχα ακούσει το δίσκο τους “Autobahn” αλλά να τους βλέπω λάιβ ήταν σαν να ανακάλυπτα, ω Θεέ μου, υπάρχει και διαφορετικός τρόπος να κάνεις μουσική. Στην αίθουσα υπήρχαν το πολύ 500 άνθρωποι». 

Μιλάμε για το άλμπουμ, τις επιρροές, και ειδικά για ένα κομμάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, το «La Mitrailleuse», ένα χορευτικό υβρίδιο επάνω στον ήχο του μυδραλιοβόλου.

«Είναι ένα από τα πιο πειραματικά μας κομμάτια» λέει ο Andy. «Πάντα ξεκινάμε με ένα μουσικό πειραματισμό. Πάντα θέλουμε να κάνουμε κάτι που να είναι διαφορετικό. Αλλά όχι ένα πείραμα που να μείνει μόνο για εμάς. Μπορείς, ας πούμε, να πάρεις μερικά στοιχεία, αυτό, εκείνο, το άλλο, να τα βάλεις μαζί και να πεις πφ, να ’το εντάξει, το έκανα, δεν θέλω να το ξανακούσω. Αλλά το θέμα είναι να το κάνεις μουσική. Κοίτα, πριν 3 χρόνια ήταν η επέτειος της έναρξης του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Εκείνο ο πόλεμος ήταν η πρώτη βιομηχανοποιημένη σφαγή. Ήταν άνθρωποι και μηχανές. 

Πάντα με γοήτευε η σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους και μηχανές. Όπως ας πούμε το “Enola Gay”, ή το τραγούδι μας για τον τηλεφωνικό θάλαμο κ.λπ. Σε μερικά χρόνια από τώρα ο κόσμος μας θα έχει αλλάξει τόσο πολύ με την τεχνητή νοημοσύνη, τα ρομπότ και τα κομπιούτερ. Γι’ αυτό και έκανα ένα κομμάτι πάνω στον ήχο του μυδραλιοβόλου και τη φράση «υποκλιθείτε μπροστά στον τροχό της μηχανής», bend your body to the wheel of the machine. Είχα την ιδέα του χορωδιακού μέρους που έμοιαζε με ωμμμ… και τη χρησιμοποίησα επάνω στον ήχο του πολυβόλου. Είναι το πιο δραματικό αποτέλεσμα που μπορείς να έχεις, η φωνή μου επάνω στον ήχο του όπλου. Είναι η απόλυτη έκφραση των OMD: μουσικός πειραματισμός, ιδέα με σκέψη, ανθρώπινη φωνή, μηχάνημα, και μηχανικό όπλο. Αυτό είμαστε».    

Ο Andy είναι ένας πρόσχαρος, ομιλητικός άνθρωπος. Γελάει, κάνει αστεία, ζει στην καλύτερη φάση του. Μου λέει ότι παρακολουθεί τη νέα σκηνή («αν και δεν μου αρέσουν όλα»). Του αρέσει η Robyn από τη Σουηδία, («νομίζω ότι η σειρά των άλμπουμ της Body Talk είναι καταπληκτική»), οι Hot Chip, οι ΧΧ, οι ιρλανδοί Tiny Magnetic Pets, οι Vile Electrodes, και ο Γερμανός Uwe Schmidt που κάνει εξαιρετική μουσική με το όνομα Atom™. «Είναι κάτι σαν glitch ο ήχος του» λέει. «Μου αρέσει το glitch (σ.σ. ηλεκτρονική μουσική που χαρακτηρίζεται σαν “ο ήχος του λάθους”) γιατί είναι πραγματικά δύσκολο να προσπαθείς να αποδώσεις την ειρωνεία σε ένα έργο. Το προσπαθούμε κι εμείς στο νέο μας άλμπουμ».

Τη νέα μουσική την παρακολουθεί και μέσα από τις προτιμήσεις των τριών παιδιών του. Ο ένας του γιος του έμαθε τους δίδυμους The Garden («πήγα να τους δω στο Μάντσεστερ, πραγματικά δεν μπορείς να περιγράψεις τη μουσική τους. Ο ένας παίζει ντραμς, ο άλλος παίζει μπάσο κι έχουν κι ένα κομπιούτερ… είναι post modern everything, έχει μέσα ποπ, έχει χιπ χοπ, έχει πανκ, έχει γκοθ, ένα μεταμοντέρνο μείγμα»). Η μεγαλύτερη κόρη ακούει ανεξάρτητα ροκ και η μικρότερη κόρη ακούει αποκλειστικά και μόνο γιαπωνέζικη και κορεάτικη ποπ. «Θέλει να γίνει Γιαπωνέζα» λέει γελώντας. «Άρχισε, νομίζω, να ακούει αυτή τη μουσική για τον ίδιο λόγο που είχα αρχίσει και εγώ να ακούω Kraftwerk: επειδή είναι διαφορετική μουσική. “Δεν μπορείς να με κατανοήσεις, δεν μπορείς να με κρίνεις, φακ οφ”».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ