Μουσικη

Τα όντα του ’80*

Η δεκαετία του ’80 στη σκυλάδικη Αθήνα

90199-203766.gif
Διογένης Δασκάλου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
360941-747434.jpg

Οι πελάτες καθόντουσαν από την άλλη πλευρά της νύχτας. Εμείς στο πατάρι. Κάτω η πίστα. Το σύνορο. Το πριν και το μετά ήταν ένα, στο νυχτερινό μουσικό κέντρο το «Κυκλάμινο». Ο Τάκης, το αφεντικό της επιχείρησης, τακτοποιούσε το περοκίνι του ενόψει της εμφάνισης που τόσο ζητούσε, με το μυαλό του, ο κόσμος του καταστήματος. Ο Παύλος ο Γιαουρτερός, ο μαέστρος και πατέρας γνωστού μπασκεμπολίστα αργότερα, ξερακιανός, νευρικός και πληκτράς, πηδούσε απ’ το πλάι στο πατάρι κηρύσσοντας την έναρξη των νυχτερινών δραστηριοτήτων. 

Η δεκαετία του ’80 στη σκυλάδικη Αθήνα ήταν σαν ληγμένο Versace με μπόχα από ξεραμένο Channel σε μερσεριζέ, σιθρού φόρεμα που είχε πάνω του την πάχνη των τσιγάρων, τη βροχή των ξινισμένων ουΐσκι κι ένα πολτό από ξηλωμένες πούλιες. Τα ασχημόμορφα κορίτσια που χόρευαν και τραγουδούσαν στη Βάρη δίπλα στα Βλάχικα ήταν σαν Μουλέν Ρουζ τη νύχτα και «σαν φιστίκ» μπαγιάτικο τη μέρα. 

Εγώ έπαιζα κρουστά και άλτο σαξόφωνο. Και κυρίως τον ωραίο, που δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά! Πώς αλλιώς να επιβιώσεις; Πώς αλλιώς να μην καταστραφείς; Αν και σ’ αυτή τη ζωή ερχόμαστε για να καταστραφούμε και όχι να σωθούμε, όπως έλεγε και ο πάνσοφος μπουζουκτσής! Το ’βλεπα σαν ταινία όλο αυτό. Ο τύπος με το ανοιχτό πουκάμισο και τον χρυσό μισό Χριστό μέσα στις τρίχες του στήθους και το μαλλί Βαμβακούλα στο κεφάλι καρφωτό ερχόταν κάθε βράδυ. Στης 1.45 π.μ. ακούγαμε τα χαλίκια της αυλής να χτυπάνε με θόρυβο στα τζάμια. Ένα χαλάζι απ’ την BMW που σπίνιαρε με ανάποδα τιμόνια. Τρεις είχε κάψει και είχε να το καυχιέται. Ο Μπέλος ήταν και πάλι εδώ. Ερχόταν πάντα χωρίς λεφτά. Τον δέρνανε αργά το πρωί, γιατί δεν πλήρωνε, μα... το βράδυ  ξαναρχόταν. Η παραγγελιά του ήταν η ίδια. Κατά τις 3.00 π.μ. πλησίαζε τον μπουζουκτσή και του βρωμοψυθίριζε στ’ αυτί. «Το παιδί με τα γυαλιά, αλλά το θέλω ροκ μπαρόκ και μεσοπόλεμος. Ροκ εν ρολ και μπάμπα μπούμπα με ολίγη από Λου Ριντ. Μπελ επόκ γιου νοου;» Εγώ τους το έλεγα. Ή ο Μπέλος έρχεται έτοιμος ή εμείς έχουμε μπόμπες. 

Έτσι κι αλλιώς εμάς δεν μας ενδιέφερε. Είχε έναν κουβά στην κουζίνα που ρίχνανε όλα τα περισσεύματα απ’ τα ουίσκια της βραδιάς. Από κει γεμίζαμε τα ποτήρια μας η ορχήστρα και απλώς συμπληρώναμε με πάγο. 

Κακά τα ψέματα. Άμα είσαι νέος, όλα είναι πιο απλά. Άλλωστε η ζωή κρατάει μέχρι τα 40. Μετά ξεκινάει ο πολιτισμός.

*Μια δροσερή χειμωνιάτικη ιστορία βασισμένη πάνω σε αληθινά γεγονότα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ