Μουσικη

Έντεκα Βιβλικές ιστορίες για τον Bob Dylan

Kάποιες στιγμές από το μεγαλειώδες έργο του

32014-72458.jpg
A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
327343-676390.jpg
EPA , VI KHOA / HO

Της Μαρίας Μαρκουλή

Θα πρέπει να είσαι αυτοκτονικός για να επιχειρήσεις σε ένα άρθρο για τον Ντίλαν να συμπεριλάβεις όλα αυτά που του προσδίδουν την ιδιότητα του θεού. Μπορείς όμως σε έντεκα χτυπήματα να προσπαθήσεις και να συλλάβεις κάποιες στιγμές από το μεγαλειώδες έργο του.

Κάπου εκεί έξω χτες το βράδυ, ή ίσως απόψε, μπορεί και αύριο, ο Μπομπ Ντίλαν κάνει νεύμα στους μουσικούς του και η μπάντα -απίστευτη μπάντα στ’ αλήθεια!- αρχίζει, (One), two, three, να παίζει εκείνα τα τραγούδια, κεφάτα ή και κάπως μελαγχολικά, ανάλογα, και να περιπλανιέται στις ροκ, φολκ, μπλουζ γωνιές - ένα ανακάτεμα τρελό στο σεντούκι που ο θείος Μπομπ φυλάει το καλό το πράγμα, το «I Want You» και το «A Hard Rain's Gonna Fall» και το «All Along The Watchtower» σαν σωστός τραγουδοποιός στο διάβα του χρόνου. Είναι η Never Ending Tour σε εξέλιξη, ασταμάτητη και never ending περιοδεία από το 1988 που ξεκίνησε, με διάλειμμα ίσα να παίρνει μια ανάσα μόνο και στον δρόμο ξανά, κι αν με ρωτάς πού τυχαίνει να τον έχω πετύχει κατά καιρούς εδώ κι εκεί, αυτό το never ending με τέτοια ψυχή και ψαχνό είναι και το πρώτο που κάνει τον Ντίλαν έναν και μοναδικό. 

Δεύτερος λόγος, σοβαρός. Αυτός που δείχνει πως έβγαλε τη φολκ από την άκρη και την παράδοση που ήταν (πλην εξαιρέσεων βεβαίως) και την έκανε κουλ στα ακροατήρια, σαν την πιο καυτή πιπεριά στο πιο χιπστεράτο των 60s πιάτο. Και τη στιγμή ακριβώς που τα φολκ πλήθη τον προσκυνούσαν σαν μεσσία, τα τίναξε όλα στον αέρα, τους άφησε στα κρύα του λουτρού, τους έκοψε τη φόρα, απλώς βάζοντας τα όργανα στην πρίζα. Έμεινε στην ιστορία σαν ο δεύτερος πιο διάσημος Ιούδας (μετά τον ορίτζιναλ, που τσέπωσε τα τριάκοντα πριν σκληρά το μετανιώσει) - γιατί «Ιούδα» τον φώναξε κάποιος από το κοινό το 1966 στο Μάντσεστερ και ο Ντίλαν του απάντησε «Δεν σε πιστεύω, είσαι ψεύτης» και μετά γύρισε προς την μπάντα και τους είπε να παίξουν πραγματικά δυνατά και έτσι έπαιξαν, στο δεύτερο μισό της συναυλίας. Τότε πολλοί ένιωσαν προδομένοι από τον ηλεκτρισμό του. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Τρία. You Go Your Way and I’ll Go Mine. Σε ελεύθερη μετάφραση, «ο καθένας τον δρόμο του», και σε ντιλανική αργκό, «δεν είμαι αυτός που νομίζεις ότι είμαι». Τον χαρακτήρισαν «φωνή μια ολόκληρης γενιάς», σύμβολο στον αγώνα για κοινωνικά δικαιώματα, με στίχο πολιτικό και, παρών καθώς ήταν στις αλλαγές τις μεγάλες, αλλά εκείνος είπε πως δεν εκφράζει παρά μόνο τον εαυτό του και καμιά γενιά επαναστατημένη ή μη. Αρνήθηκε τίτλους και εισιτήρια «πρώτης θέσης» και προτίμησε να μην εμφανιστεί στο Γούντστοκ, δυο βήματα από το σπίτι του, γκρινιάζοντας για όλα εκείνα τα καραβάνια από χίπις που έφταναν ώς την «αυλή» του. Δυο βδομάδες αργότερα έπαιξε στο φεστιβάλ του Isle of Wright. 

Τέσσερα (και όλα μέσα). Τόση ώρα μιλάμε για τον άνθρωπο που έχει κυκλοφορήσει το άλμπουμ «Blood on the Tracks», και αυτό από μόνο του θα μπορούσε να του εξασφαλίζει access all areas –συμπεριλαμβανομένης και της Αθανασίας. Το ίδιο ισχύει για το «Freewheelin’» για τραγούδια ύμνους σαν το «Like a Rolling Stone» και «Τhe Answer is Blowing in the Wind» ώς τα πιο πρόσφατα έργα «Modern Times», «Together Through Life», «Tempest», και σταματώ εδώ, καθώς η αφεντιά του συνεχίζει και κατ’ εξακολούθηση διαψεύδει όσους θεωρούν πως δεν έχει άλλο πια τίποτε να δώσει και πως το έχει εξαντλήσει το θέμα. Τόσες φορές που έχει συμβεί, κάποιοι θα έπρεπε να είχαν μάθει κάτι. Εντάξει;

Πέντε στην ποπ/ροκ πλευρά της διανόησης. Φέρνει την ποίηση στην ποπ κουλτούρα, τον Πολ Βερλέν δίπλα στον Σούπερμαν, τον Μποντλέρ με τον Μπίλι Δε Κιντ αγκαλιά. Και είναι έτοιμος σταθερά για τον δρόμο, με το πνεύμα των Μπίτνικ μαζί, ενίοτε και τη σάρκα τους, όπως όταν κάλεσε σε περιοδεία τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, με το που πρωτοσυναντήθηκαν σε ένα πάρτι που γινόταν στο Eighth Street Book Shop και ο Γκίνσμπεργκ τότε είχε αρνηθεί, αλλά, όπως είχε πει αργότερα σε συνέντευξή του, αν ήξερε λίγο καλύτερα, θα είχε πάει στη στιγμή. 

Εκτός των άλλων (νούμερο Έξι) ο Μπομπ Ντίλαν φημίζεται για το χιούμορ του, για τα διασκεδαστικά, αστεία τραγούδια που δεν λείπουν δίπλα σε εκείνα για κοινωνικές αδικίες, για ζόρικες καταστάσεις, για τα μαύρα σύννεφα της Αποκάλυψης την ώρα της Κρίσης, το σκληρό φινάλε μιας σχέσης, τον κόσμο που αλλάζει και τα ατίθασα νερά του που καταβροχθίζουν αθώες ψυχές. Σουρεαλιστικά κολλημένος στο Μobile με του Μέμφις τα μπλουζ (Stuck inside of Mobile with the Memphis blues again) ή με αφηγηματική μαεστρία ανακατεύοντας πραγματικότητα, φαντασία, γεγονότα και τον Λίο (Ντι Κάπριο, τον οποίο, άλλωστε, γενικά δεν παραλείπει να εκθειάζει) στο τραγούδι του «Tempest», όπου δίνει τη δική του εκδοχή με πολλές λεπτομέρειες για το πώς έγιναν στον Τιτανικό τα πράγματα. 

Επτά. Ο τύπος δεν παίζεται. Οι στίχοι των τραγουδιών του είναι καθαρή ποίηση, γεμάτοι σπαρταριστές εικόνες, απροσδόκητες στροφές, λέξεις που ξεκλειδώνουν άλλες λέξεις και έναν ανεξάντλητο θίασο από πρωταγωνιστές και ζωηρότατους χαρακτήρες. Ανεξάρτητα αν καταλαβαίνεις τι λέει όταν τους τραγουδάει, γιατί έχει τον τρόπο του -πατέντα κανονική- να μουρμουρίζει και να καταπίνει φωνήεντα και σύμφωνα σε ένα ροκενρόλ παραλήρημα, που λαμβάνει χώρα κάτω από το γείσο του καπέλου του, ενώ συνεχίζει να κάνει τα δικά του.

Πλην όμως και πρώτα από όλα -Οκτώ- τιμά όσους τον έχουν εμπνεύσει και πίνει νερό στο όνομα του Τσακ Μπέρι, τον οποίο θεωρεί υπερ-μέγιστο και αρχή των πάντων σε αυτό που λέμε ροκενρόλ και τα ρέστα. Εξ ου και στις περίφημες ραδιοφωνικές του ώρες, Bob Dylan’ s Theme Radio Hour, παίζει εκσταστικά από Marvelettes του ’64 ώς Sonny Boy Williamson του ’57, από Kinks του ’68 ώς Little Sadie του ’30, επιλέγοντας κάπου κάπου έναν Τζακ Γουάιτ, τους Rilo Kiley ή τον Τσακ Ντι και διανθίζοντας το πρόγραμμα με ωραίες ιστορίες, στις καλύτερες στιγμές που έχει «ζήσει» ποτέ το ραδιόφωνο. Cult! 

Περιττό, αλλά ας το πω κι αυτό. Εννιά. Είναι πρωτοπόρος στην τέχνη του μουσικού βιντεοκλίπ πολύ πριν το MTV σηκώσει δειλά στα 80s κεραία. Από το vintage πια και έμπνευση για πολλούς εκείνο το «Subterranean Homesick Blues» (του 1965), με τις κάρτες και τους στίχους που πετάει καθώς εξελίσσεται το τραγούδι, ώς το τελευταίο μόλις πριν λίγους μήνες που έκανε για το «Like a Rolling Stone», ένα interactive βίντεο με μεγάλη ιντερνετική επιτυχία. 

Δέκα. The basement tapes. Καλοκαίρι του 1967, στο Δυτικό Σάουγκερτις κοντά στο Γούντστοκ στη Νέα Υόρκη, ο Ντίλαν και η μπάντα του, The Band, ηχογράφησαν περί τα εκατό τραγούδια στο υπόγειο ενός σπιτιού που ήταν γνωστό και σαν Big Pink, όπου έμεναν κάποιοι από τους μουσικούς. Παλιά κάντρι, ροκ, μπλουζ τραγούδια, αλλά και ορίτζιναλ κομμάτια. Είκοσι τέσσερα από αυτά κυκλοφόρησαν στο άλμπουμ του 1975, αλλά ήδη αρκετά κυκλοφορούσαν ανεπίσημα από φανατικούς θαυμαστές και συλλέκτες, με το «Great White Wonder» (1969), όπου εμφανίστηκαν κάποια, να θεωρείται το πρώτο ευρέως γνωστό bootleg άλμπουμ. O θρύλος μεγάλωνε και τα basement tapes κάνουν ώς σήμερα την καρδιά κάθε ντιλανιστή να χτυπάει στον ρυθμό τους, μετά από επίσημες, ημι-επίσημες και σένιες bootleg κυκλοφορίες.

Έντεκα. Και κάποια στιγμή ο Μπομπ Ντίλαν αποφασίζει να γράψει για τον εαυτό του. Είναι το «Chonicles» (2004), το πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του, που, κατά τον κλασικό του Ντίλαν τρόπο, δεν μοιάζει με άλλες αυτοβιογραφίες και είναι ίσως η καλύτερη αυτοβιογραφία που έχει γραφτεί ποτέ. Ο Ντίλαν θυμάται ιστορίες και τις αφηγείται χωρίς χρονολογική σειρά, γράφει για δίσκους και συνεργασίες, με οίστρο και μεγάλα κέφια, τόνο προσωπικό και χιούμορ, σελίδες που σε κάνουν να λαχταράς για τη συνέχεια, ενώ εκείνος -τώρα δα που τα λέμε- βρίσκεται κάπου εκεί έξω και παίζει με την μπάντα του, στην Περιοδεία του Που Δεν Τελειώνει Ποτέ και τον φέρνει και προς τα μέρη μας (στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης στις 22 Ιουνίου και την επομένη στο Terra Vibe της Αθήνας). 

Το κείμενο της Μαρίας Μαρκουλή δημοσιεύτηκε στο SOUL #79.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ