Μουσικη

Γιάννης Νάστας

Το νόημα του στιλ

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
18119-45974.jpg

Συνομιλώντας με τον κομψότερο άντρα της ελληνικής ποπ για τον φετιχισμό της κιθάρας, τον μπονβιβερισμό ως στάση ζωής.

Φωτογραφία: Τάσος Βρεττός

«Το παίξιμό μου στην κιθάρα είναι εντελώς ανατρεπτικό. Έμαθα να σολάρω πάνω από δίσκους των Magazine, του Brian Eno με τον Robert Fripp. Είμαι προϊόν εντελώς ανορθόδοξης μουσικής παιδείας. Ποτέ δεν κάθισα να παίξω μπλουζ». Όλα αυτά με αφορμή την παρατήρηση ότι κάποιος με τόσο μακριά δάχτυλα δεν θα μπορούσε παρά να είναι γεννημένος μουσικός. «Είναι πολύ βολικό αν παίζεις ακόρντα σε μια κιθάρα με φαρδύ μανίκι. Από τη δεύτερη οκτάβα και μετά όμως, έχω πρόβλημα. Στενεύει πολύ η ταστιέρα. Αν τύχει να πιω και πέντε-έξι κρασιά παραπάνω, ξέχασέ το».

Το παραπάνω, όπως και όλα τα αυτοβιογραφικά ανέκδοτα του Γιάννη Νάστα, είναι έμπλεο σαρκασμού. Κυρίως όμως είναι μια σεμνή απόπειρα να καμουφλάρει την τεχνική του βιρτουοζιτέ. Μπορεί να οφείλεται στην πληθωρική περσόνα του ή ίσως στην πολλαπλότητα των ρόλων που αναλαμβάνει στην μπάντα του, αποτελεί γεγονός όμως πως ένας από τους αρτιότερους τεχνικά και πλέον ευφάνταστους κιθαρίστες αυτής της χώρας σπανίως μνημονεύεται για τα επιτεύγματά του στο εξάχορδο. Ο τελευταίος του δίσκος, «Το Βαλς των Ελαφιών», πέραν των σπουδαίων τραγουδιών, των αιθέριων ηχοτοπίων και των ετερόκλητων ταυτοτήτων που υιοθετεί ο δημιουργός του, περιέχει ορισμένες από τις πιο απαιτητικές κιθάρες που παίχτηκαν από τους Xaxakes. Κιθάρες κρυστάλλινες, κιθάρες φαζαριστές, κελαρυστά σόλο και ανάγλυφα ακουστικά μονοπάτια χαρτογραφημένα με μια κουφωτή Gibson, το «Βαλς των Ελαφιών» είναι τόσο λεπτοδουλεμένο, που καταλήγει να αιτιολογεί τη δεκαετή προετοιμασία του. «Το πρώτο μου όργανο ήταν το ακορντεόν», ομολογεί γελώντας ο Νάστας. «Στην ηλικία των 9. Την είχα από τότε μέσα μου τη ρομαντζάδα!». Το ακορντεόν εκείνο το πούλησε τον Μάρτιο του 1980 για να πάρει εισιτήριο για τη συναυλία των Police στο Σπόρτινγκ. Ώς τότε, είχε ήδη ακούσει Roxy Music, Deep Purple και τον πρώτο δίσκο των Simple Minds. Είχε αποφασίσει: «αυτό ήθελα να κάνω».

Γεννημένος το 1964, ο Γιάννης Νάστας παίζει κιθάρα από τα 13 του, ενώ δραστηριοποιείται από τότε συναυλιακά. Οι πρώτες του συναυλίες στη ΧΑΝΘ, με βαμμένο άσπρο μαλλί, καρό παπούτσια και χειροποίητες γραβάτες του προκαλούν ακόμη και σήμερα νοσταλγικά χαμόγελα. «Οι πάνκηδες έμπαιναν στην αίθουσα και τραβούσαν τα καλώδια. Από τότε ξένιζε η θεατρικότητά μου».

Καθώς προχωρά η κουβέντα, και ενώ οι ιστορίες για το θεσσαλονικιώτικο αντεργκράουντ δίνουν τη θέση τους σε διθυράμβους για τους Sex Pistols και τον Jello Biafra, καθίσταται ξεκάθαρο πως ο συνομιλητής είναι παθιασμένος με το ροκ. «Υπήρχαν εποχές που το ροκ εν ρολ έδινε νόημα στη ζωή μας ιδεολογικά. Σήμερα πρέπει να είμαστε πιο διακριτικοί. Κανείς δεν μπορεί να αξιώνει την επανάσταση. Υπάρχουν πανέμορφες μελωδίες, αλλά καμιά ιδεολογία. Οι καλλιτέχνες είναι μαριονέτες και μπαλαρίνες σε ονειρικό παραμύθι». Ο ίδιος ανταπαντά στη συναισθηματική κενότητα του σύγχρονου ροκ μέσα από τον ερωτισμό: «Τον ερωτισμό στη μουσική τον βρίσκω πιο καίριο, μπορώ να τον υπερασπιστώ. Ταυτίζομαι με μια ωραία κυρία. Με την προσπάθεια να την προστατέψεις, να διορθώσεις τις ατέλειές σου για χάρη της. Είναι πιο υγιεινό να συνθέτω υπό αυτή την οπτική. Αυτή είναι η ιδεολογία μου τώρα».

Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν, επιστρέφουμε στα σπάργανα των Xaxakes, αυτής της τόσο ιδιότυπης μπάντας που ουσιαστικά εισήγαγε το συστατικό «ποπ» στην ελληνική σκηνή. «Ο πρώτος μου δίσκος κυκλοφόρησε το 1995, σκανδαλωδώς αργά. Κόντεψα να γεράσω. Παίζω μουσική από τα 13, είχα δικό μου στούντιο από τα 15, και όμως, έμενα να βλέπω τους πάντες να κυκλοφορούν δίσκους, πλην εμού». Γύρω στο 1985, μάλιστα, ο Γιάννης Νάστας κόντεψε να εγκαταλείψει τη μουσική οριστικά. «Ήταν μια εποχή που ήθελα να ηρεμήσω, είχα αρχίσει να βαριέμαι, η μουσική με έριχνε σε μια μελαγχολία απίστευτη. Είχα συνειδητοποιήσει πως από το ’77 ώς το ’85 δεν είχα φορέσει ούτε ένα χρωματιστό ρούχο. Οι Birthday Party, οι Pere Ubu, οι Sisters of Mercy, τα ακούσματά μου ήταν η καταστροφή της καταστροφής».

Enter Ντόμινι Λυμπέρη. «Η Ντόμινι υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στο να κλειδώσω τον παλιό Γιάννη. Πολυεπίπεδη και μουσικός με άποψη εκκεντρική, με βοήθησε να βγάλω έναν άλλο εαυτό». Από τη γνωριμία τους και έπειτα, όλα άρχισαν να τρέχουν γρήγορα. Οι Xaxakes ήταν μια παρθενογένεση, δεν υπήρχε γκρουπ στο παρελθόν που να παίζει, να ντύνεται και να ποζάρει σαν αυτούς. «Βοήθησαν και οι στίχοι», κατά τη γνώμη του. «Τα όποια αγγλικά μου τα διδάχτηκα στα μπιλιαρδάδικα. Πού φροντιστήριο! Οπότε, γιατί να μη χρησιμοποιήσω τη θαυμάσια ελληνική γλώσσα, μεταμορφωμένη σε ένα δικό μου υβρίδιο, σκέφτηκα. Το καλό είναι ότι δεν είχα κανένα πρότυπο, τα ανακάλυπτα όλα μόνος μου, πορευόμενος, μιας και η θητεία μου στη μουσική ήταν ξενόγλωσση. Αναγκαστικά επινόησα μια δική μου φόρμα ως τραγουδοποιός, την οποία εξελίσσω μέχρι σήμερα».

Ο κόσμος δυσκολεύτηκε να καταλάβει τους Xaxakes αρχικά. «Δεν υπήρχε προηγούμενο σε αυτό που κάναμε, σε όλη αυτή τη θεατρικότητα, τα πούπουλα και τα φτερά. Το κοινό δεν μας έβρισκε αρκετά ροκ. Υπήρχε σύγχυση και κάποια στιγμή πήγε να μας εναγκαλιστεί το γκέι κοινό, και μπορεί εγώ να αγαπώ τους γκέι, όμως δεν ήταν αυτός ο κόσμος μου. Εγώ ήμουν παιδί των αγωνιστικών μηχανών, του κέντρου και των συνοικιών».

Όλα αυτά, πιστεύει, δεν άφησαν τους Xaxakes να αναδειχθούν στη μαζική μπάντα που θα μπορούσαν να είναι. Ακόμη και η λεπτή ειρωνεία των στίχων του σπανίως γίνεται κατανοητή. Ποτέ δεν θέλησε, για παράδειγμα, να τραγουδήσει το «Μόντε Κάρλο» σαν μια γιορτή του τρόπου ζωής του τζετ σετ. «Έχω πάει στο Μόντε Κάρλο και το βρίσκω θλιβερό. Ακόμα και οι στίχοι του “Καζανόβα” έχουν παρεξηγηθεί». Λίγο αργότερα τονίζει πως θα μπορούσε κάλλιστα να σκαρώσει άλλα πέντε «Μόντε Κάρλο» και να εξασφαλίζει τη διασημότητά του ή να λύσει το οικονομικό του πρόβλημα. Όμως, αν μη τι άλλο, ο Γιάννης Νάστας είναι ένας άνθρωπος που δεν υπακούει σε προδιαγραφές.

Ερωτώμενος για την τωρινή του φάση, τη βρίσκει ιδανική. Οι Xaxakes είναι στην καλύτερη φάση τους, δηλώνει. Θεωρεί πως πορεύονται αβίαστα. Γράφει καινούργια τραγούδια; Ασφαλώς, μόνο που θεωρεί τις παύσεις απαραίτητες για την τροφοδοσία της δημιουργικότητάς του. Όσο για την καθημερινότητα; «Τα Μέσα με έχουν βάλει σε ένα στερεότυπο με το ωραίο κρασί και το γαλλικό μπαρ. Μου αρέσει αυτό, δεν το σνομπάρω, αλλά δεν είναι μόνο αυτή η ιδιοσυγκρασία μου». Και έπειτα από αυτό, ο κομψότερος άντρας της ελληνικής ποπ παραγγέλνει ένα δροσερό ποτήρι λευκό κρασί.

Οι Xaxakes, full band, εμφανίζονται στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή 25 Νοεμβρίου, στο Γαία Live. Τιμή εισιτηρίου με κράτηση στο 2310 513 654: 12€. Τιμή εισιτηρίου στο ταμείο: 15€. Το Σάββατο 26 Νοεμβρίου εμφανίζονται στο Stage της Λάρισας (τιμή εισιτηρίου: 10€), και το Σάββατο 10 Δεκεμβρίου στην Αθήνα, στο Gagarin 205 (τιμή εισιτηρίου: 15€).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ