Κινηματογραφος

Μία ερωτική ιστορία που θα μπορούσε να έχει συμβεί στην Αθήνα

Συνέντευξη με το σκηνοθέτη της ταινίας «Porto» Gabe Klinger

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 628
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
373772-771687.jpg

Το Porto είναι μία μαγική, παλιά πόλη της Πορτογαλίας με μία θεαματική γέφυρα σχεδιασμένη από τον Γκουστάβ Άιφελ στην είσοδό της. Τα σπίτια της σκαρφαλώνουν το λόφο, μικρά café και delicatessen φωτίζουν στις ανηφόρες και τις κατηφόρες της, δίπλα σε παλιά σπίτια με πολύχρωμα κεραμικά πλακάκια και σκάλες με περίτεχνα κιγκλιδώματα. Είναι μία πόλη φιλική που προσφέρει γωνιές για γνωριμίες και αγάπη. Και ιστορίες.

Η ταινία «Porto» διαδραματίζεται στην πόλη αυτή – αν και θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση της η Αθήνα. Μία μελαγχολική, ερωτική ιστορία ανάμεσα σε ένα αγόρι και ένα κορίτσι, με κομμάτια από το παρελθόν, το παρόν και ένα υποθετικό μέλλον, συναρμολογημένα με σινεφίλ αναφορές και όμορφη μουσική. Ο παραγωγός του φιλμ είναι ο Jim Jarmusch, ενώ πρωταγωνιστούν η πολύ όμορφη Lucie Lucas και ο Anton Yelchin σε μια από τις τελευταίες του ταινίες πριν το θάνατό του, το 2016. 

Γκέιμπ Κλίνγκερ

Η ταινία παίχτηκε στα φεστιβαλ​ Σαν Σεμπαστιάν, Λονδίνου,​ Θεσσαλονίκη​ς και Ρότερνταμ. Λίγο πριν βγει στους αθηναϊκούς κινηματογράφους μάς μίλησε ο σκηνοθέτης της, Γκέιμπ Κλίνγκερ. 

To «Porto» είναι μία ιστορία όπου αγόρι-γνωρίζει-κορίτσι. Κατά ποιο τρόπο είναι διαφορετική από τις άλλες ταινίες όπου αγόρι-γνωρίζει-κορίτσι; Λοιπόν... Αρχικά, το αγόρι δεν είναι αυτό που θα λέγαμε όμορφος ή γοητευτικός. Εννοώ, έχει μία διακριτική γοητεία αλλά είναι ένας παράξενος, μοναχικός τυπάκος. Και εκείνη έχει μία περίπλοκη αίσθηση της πραγματικότητάς της, πολύ αντικρουόμενες επιθυμίες που μπαίνουν εμπόδιο στην απόλυτη ευτυχία της. Για την ακρίβεια, θα έλεγα ότι είναι μία ιστορία για τη μοναξιά παρά για το «μαζί». Αυτός είναι κυρίως ο τρόπος με τον οποίο η ταινία είναι διαφορετική από τα περισσότερα ρομαντικά φιλμ.

Γιατί διαλέξατε το Porto σαν χώρο αλλά και σαν τίτλο στην ταινία; Η πόλη του Porto έχει αυτή την αίσθηση σαν να είναι καθηλωμένη στο χρόνο, σε μία στιγμή… σαν να μην έχει προχωρήσει. Έτσι και αυτή η ταινία μιλάει για δύο χαρακτήρες που είναι κολλημένοι σε μία ανάμνηση, σε μία στιγμή, και σκέφτηκα ότι η πόλη θα μπορούσε να βοηθήσει το θέμα αυτό να έρθει στην επιφάνεια. Όσο για τον τίτλο «Porto» σκέφτηκα ότι δίνει λίγο περισσότερο χρώμα από το να τιτλοφορούσαμε την ταινία «Mati και Jake» ή κάτι τέτοιο… Θα έλεγε ο κόσμος «Ποιοι είναι οι Mati και Jake;», ενώ το Porto αμέσως δίνει μία ένδειξη για κάτι. Αλλά, όπως ξέρετε, οι τίτλοι είναι πάντα δύσκολοι. 

Με ποιον τρόπο η πόλη υπάρχει μέσα στη σχέση των δύο αυτών ανθρώπων; Πώς επηρεάζει την ιστορία τους; Νομίζω το ανέφερα λίγο πριν, αλλά για να το εξηγήσω καλύτερα: το Porto είναι επίσης μία μικρή πόλη, οπότε οι δρόμοι των δύο χαρακτήρων μου θα ήταν πιο πιθανό να συναντηθούν. Είναι πιο πιστευτό. Υπάρχουν τόσα πολλά café και μέρη στο κέντρο που συχνάζει ο κόσμος… Μου αρέσει αυτή η οικειότητα εκεί. Νιώθεις πραγματικά κοντά στους συμπολίτες σου. Αντίθετα, σε μερικές άλλες πόλεις νιώθεις ανώνυμος και αυτή η αίσθηση μπορεί να είναι πολύ αποξενωτική.

Στην ταινία υπάρχουν και μερικά «κομμάτια» από Αθήνα. Πώς έγινε αυτό; Χαχα… Ναι, αυτό έγινε επειδή αρχικά επρόκειτο να γυρίσουμε την ταινία στη Αθήνα κι έτσι άφησα κάποιες νύξεις στο σενάριο. Επίσης, αφήνουμε να εννοηθεί σε κάποιο σημείο ότι η Mati μπορεί να έχει σπουδάσει αρχαιολογία στην Ελλάδα.

Αν το φιλμ είχε γυριστεί στην Αθήνα, τι διαφορές θα υπήρχαν; Πιστεύετε ότι θα ήταν διαφορετικό; Και με ποιο τρόπο; Νομίζω ότι ποτέ δεν θα το μάθουμε! Όμως ελπίζω να επιστρέψω στην Ελλάδα κάποια μέρα. Αγαπώ τη χώρα και τους ανθρώπους του κινηματογράφου εκεί. 

Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι ομοιότητες και οι διαφορές ανάμεσα στην Αθήνα και το Porto; Είναι και οι δύο παλιές πόλεις που κάποτε ήταν παγκόσμιες αυτοκρατορίες. Κάποια εποχή είχαν και οι δύο πολύ μεγάλη επιρροή, αλλά όχι τόσο πια. Γι’ αυτό και έχουν αυτή την αίσθηση καταπίεσης. Όμως η Αθήνα είναι πολύ διαφορετική από το Porto. Καταρχάς είναι μεγαλύτερη, κι έχει πολλή ζωντάνια στους δρόμους και στους ανοιχτούς χώρους γιατί το κλίμα είναι πιο ζεστό… Γι’αυτό και θα ήταν δύσκολο να δώσουμε στην ταινία αυτό το χειμωνιάτικο συναίσθημα που θέλαμε, αν την γυρίζαμε στην Αθήνα. Από την άλλη όμως, η Αθήνα είναι μία πόλη όπου είναι εύκολο να γνωριστείς με ανθρώπους. Τους βλέπεις, όλοι πάνε στα ίδια μπαρ και café στο Μοναστηράκι, στα Εξάρχεια κ.λπ… Από μια άποψη, λοιπόν, ο Jake και η Mati θα μπορούσαν πολύ εύκολα να έχουν γνωριστεί στην Αθήνα. Αλλά θα ήταν διαφορετικά. 

Ο Jim Jarmusch είναι μία πολύ ιδιαίτερη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Πώς εκφράστηκε αυτή η καλλιτεχνική του ματιά στην παραγωγή του φιλμ; Υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες στιγμές στην ταινία που να «διαβάζουν» Jarmusch; Φυσικά, λατρεύω τις ταινίες του Jim και είναι μεγάλος μου ήρωας για τον τρόπο που έχει διατηρήσει την ανεξαρτησία του όλα αυτά τα χρόνια. Δεν σκηνοθετεί διαφημιστικά, δεν έχει κάνει ποτέ καμιά «μεγάλη» εμπορική επιτυχία για κάποιο στούντιο… Δεν τον ενδιαφέρει τίποτα από όλα αυτά. Θέλει να κάνει τις προσωπικές του ταινίες, αυτό και μόνο. Έτσι, με αυτό τον τρόπο, στάθηκε έμπνευση για μένα. Όσο για το δημιουργικό μέρος, θα πρέπει να πω ότι δεν σκεφτόμουν κάτι από τις ταινίες του όταν έγραφα το «Porto», ίσως όμως να υπάρχει κάποια επιρροή κάπου, δεν ξέρω… Και αν υπάρχει, είμαι χαρούμενος γι’αυτό.

Η ταινία γυρίστηκε σε τρία διαφορετικά φορμάτ. Ποιες σκηνές γυρίστηκαν έτσι και για ποιο λόγο; 

Το παρελθόν, η νύχτα που ο Jake και η Mati ζούσαν μαζί, είναι σε 35mm. Το λεγόμενο παρόν είναι γυρισμένο σε 16mm. Και μετά έχουμε ένα όνειρο που είναι γυρισμένο σε Super 8 όπως και ένα άλλο μικρό μέρος που αναφέρεται στη ζωή της Mati (όπου τη βλέπουμε παντρεμένη και μητέρα ενός μωρού). Αυτό έγινε γιατί ψάχναμε να βρούμε διαφορετικές οπτικές τεχνικές προσπαθώντας να ερευνήσουμε την υποκειμενικότητα του χρόνου. 

Η μουσική της ταινίας είναι εντυπωσιακή: John Lee Hooker και δύο εξαίσια κομμάτια για πιάνο της Emahoy Tsegué - Maryam Guèbrou. Μπορείτε να μας μιλήσετε για τη μουσική που διαλέξατε; Για την ακρίβεια είναι τρία τα κομμάτια της Emahoy! Το «The Homeless Wanderer», το «Presentiment» και το «Song of the Sea». Λατρεύω τη μουσική της και ταίριαζε στον τόνο του φιλμ τόσο τέλεια. Ήταν μαγικό να βάζουμε τη μουσική αυτή στις σκηνές, την ώρα του μοντάζ. Όσο για τον John Lee Hooker, πάντα ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτό το τραγούδι (σ.σ. το «Shake It Baby»), γιατί είναι το τραγούδι που ήθελε ο Godard για τη σκηνή στο café στο «Band of Outsiders» αλλά δεν είχε χρήματα για τα δικαιώματα, οπότε έβαλε τον Michel Legrand να κάνει μία παραλλαγή του. Έτσι λοιπόν κατάφερα να πραγματοποιήσω το όνειρο του Godard στο δικό μου φιλμ.  

* Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες στις 28/9

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ