Κινηματογραφος

«Park»: Αδέσποτα παιδιά σε τοπία έρημα

Μιλήσαμε με τη Σοφία Εξάρχου, που διάλεξε για σκηνικό τα ολυμπιακά ακίνητα στην πρώτη της ταινία

324257-668306.jpg
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 605
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
343098-713403.jpg

Με την πρώτη κιόλας ταινία της, «Park», προκάλεσε συζητήσεις καθώς το θέμα της (μια ομάδα «αδέσποτων» παιδιών σκοτώνουν την ώρα τους σε έναν τόπο εγκατάλειψης και παρακμής που είναι τα παλιά ολυμπιακά ακίνητα) αποκτά ιδιαίτερα συμβολική αξία. Στην ερώτησή μας πώς της ήρθε να χρησιμοποιήσει αυτό το όχημα για να σχολιάσει την Ελλάδα του χτες και του σήμερα, απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Για να πω την αλήθεια, δεν ήταν στις αρχικές προθέσεις μου κάτι τέτοιο. Μετά προέκυψε, αφού αρχικά ήθελα απλώς να δώσω αυτή την αίσθηση εγκλεισμού και εγκατάλειψης για τους ήρωές μου»...


Κι αν δεν ήταν τα ολυμπιακά ακίνητα ποιες άλλες περιοχές «έπαιζαν» για να κάνετε γυρίσματα;

Επειδή ήθελα να ξεφύγω από την εικόνα του πολύβουου κέντρου ώστε να πετύχουμε αυτή την αίσθηση απομόνωσης και εγκλεισμού, προσανατολιζόμουν προς περιοχές όπως το Λαύριο, το Κερατσίνι κ.ά.

Αλήθεια, εσείς πού μεγαλώσατε;

Είμαι παιδί του κέντρου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κυψέλη, μετά μετακομίσαμε στο Γαλάτσι και τέλος Βριλήσσια. 

Από νωρίς ξέρατε ότι θα γίνετε σκηνοθέτρια;

Όχι, δεν το είχα πολυσκεφτεί. Μπήκα στο Πολυτεχνείο για να σπουδάσω μηχανολόγος μηχανικός και μηχανικός υπολογιστών αλλά δεν μου άρεσε καθόλου και στο τελευταίο έτος σπουδών αποφάσισα να μάθω κινηματογράφο. Παράλληλα με τη σχολή πήγαινα και στου Σταυράκου, αφού σκέφτηκα ότι με αυτό θέλω να ασχοληθώ και, στην τελική, αν δεν κάνω για σκηνοθέτρια τουλάχιστον θα μάθω πώς γυρίζεται μια ταινία. Βέβαια έβγαλα το Πολυτεχνείο κυρίως από άγχος για την επόμενη μέρα όσον αφορά το επαγγελματικό, όμως στη συνέχεια το τοπίο ξεκαθάρισε. 

Σοφία Εξάρχου

Δεν είχατε ανασφάλεια στην αρχή;

Φυσικά. Μάλιστα όσο πιο μικρός είσαι τόσο μεγαλύτερη είναι η ανασφάλειά σου. Ξέρεις, σκέφτεσαι «κάνω για αυτή τη δουλειά ή όχι;», αναρωτιέσαι αν έχεις ταλέντο και μήπως τσάμπα σπαταλάς το χρόνο και τα χρήματά σου κ.ο.κ. Κατέληξα στο ότι αν αγαπάς κάτι πολύ, μπορείς να στρωθείς και να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει ως προς το πώς θα τα καταφέρεις. Με δουλειά και σκέψη και ανάλογη τριβή νομίζω πως όλα γίνονται. Όταν τέλειωσα τις σπουδές άρχισα να δουλεύω ως βοηθός σκηνοθέτη και ως σκριπτ σε τηλεοπτικές δουλειές αλλά και μεγάλου μήκους ταινίες και όλα πλέον μπήκαν στο σωστό δρόμο. Έκανα κι ένα μεταπτυχιακό στη Γαλλία πάνω στο θεωρητικό σινεμά και μετά πήγα το καλοκαίρι του 2011 στο Στέλλα Άντλερ - Actors Studio για να παρακολουθήσω ένα εντατικό τρίμηνο υποκριτικής με στόχο να μάθω περισσότερα πράγματα πάνω στη διεύθυνση ηθοποιών, ενώ παράλληλα ολοκλήρωσα τα πρώτα μικρού μήκους φιλμ. Τέλος ήρθε η ώρα του «Park», το 2012 όταν ξεκίνησα να γράφω το σενάριο, που μου πήρε 4 χρόνια για να ολοκληρωθεί.

Γιατί άργησε τόσο πολύ;

Υπήρχαν τα γνωστά εμπόδια της γραφειοκρατίας και των αρνητικών εξελίξεων στο ΕΚΚ με τις χρηματοδοτήσεις κ.λπ. Μάλιστα κάποια στιγμή που μας ζήτησαν να ξαναγράψουμε το σενάριο απογοητεύτηκα τόσο πολύ, που αν δεν βρισκόταν ο Χρήστος Κωνσταντακόπουλος (σ.σ. ο ιδιοκτήτης της Faliro House) να πάρει την ταινία πάνω του δεν ξέρω αν θα καταφέρναμε να την ολοκληρώσουμε.

Ποια ήταν η βασική ιδέα που σας παρακίνησε να κάνετε τη συγκεκριμένη ταινία;

Πραγματικά δεν ξέρω. Κοιτάω πίσω στην αρχή της όλης περιπέτειας κι ακόμη αναρωτιέμαι «καλά, εγώ το έκανα όλο αυτό;». Το μόνο που ήξερα ότι με συγκινεί και ήθελα να το καταγράψω είναι να βάλω μια παρέα παιδιών σε ένα τοπίο έρημο. Αυτή η αντίθεση, η ζωή και η νέκρα δηλαδή, ήταν ο στόχος μου. Η νεανική δύναμη και ορμή απέναντι στο απόλυτο τοίχος. Αυτή ήταν η βασική ιδέα. Το ολυμπιακό χωριό επιλέχτηκε για να εκφράσει όσο καλύτερα γίνεται αυτή την αντίθεση. Ήθελα να μιλήσω για παιδιά που ζουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον.

Βλέποντας κανείς το φιλμ θα κάνει τη σύγκριση μεταξύ της Αθήνας της φούσκας των Ολυμπιακών Αγώνων και της σημερινής Αθήνας της κρίσης...

Ναι, αυτό μου το λένε συνέχεια, αλλά όπως είπα ο δικός μου στόχος ήταν να δώσω το στοιχείο του εγκλεισμού και της απομόνωσης κι όχι εκείνο της κρίσης. Κάτι που περιγράφω σε όσα φιλμ έχω κάνει μέχρι τώρα. Και αλήθεια σας λέω, δεν έχω περάσει άσχημα παιδικά χρόνια, αλλά αυτή η θεματική που διαρκώς επανέρχεται στη σκέψη μου ίσως πρέπει να με προβληματίσει. (γελάει)

Μήπως έχει να κάνει με το χαρακτήρα σας;

Τι να πω, δεν ξέρω... Εγώ θεωρούσα πάντα τον εαυτό μου ελεύθερο και άνετο σε πολλά ζητήματα, με όνειρα και επιθυμίες που τα κυνηγώ και προσπαθώ να τα καταφέρω, αλλά αυτά που με απασχολούν στο σινεμά μάλλον αποδεικνύουν το αντίθετο. (γελάει)  Ίσως είναι κάτι πιο βαθύ, υπαρξιακό και συναισθηματικό που πρέπει να το ψάξω περισσότερο. Οι φοβίες μου ίσως για το τέλος; 

Τι σας ρωτούν οι ξένοι δημοσιογράφοι στα διεθνή φεστιβάλ που προβάλλεται η ταινία;

Αν είναι αυτή η Αθήνα. Κανείς δεν μπορεί να εντοπίσει το χώρο δράσης του φιλμ γιατί έχουν μάθει μια Αθήνα από τους τηλεοπτικούς δέκτες τους με φασαρίες και πολύ κόσμο. Δεν είναι το κλασικό ελληνικό τοπίο που φαντάζεται κάποιος. Είναι ένα αφηρημένο «No man’s land» που θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε. Όμως είναι και ένας χώρος με εγκαταλειμμένα κτίρια που ζητάει το θεατή να μπει στη διαδικασία να ψάξει και ίσως να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες που κινούνται σε αυτόν.  

Αυτά σε ένα πρώιμο στάδιο. Όταν αρχίσατε τα γυρίσματα καταλάβατε τι θησαυρό είχατε στα χέρια σας;

Φυσικά. Μετά το έργο άρχισε να λειτουργεί και σε άλλα επίπεδα. Το σκηνικό αυτό της απόλυτης νέκρας έγινε το σύμβολο μιας χώρας που έζησε ένα ξέφρενο πάρτι και μετά κλείστηκε στον εαυτό της. Επίσης έχει κάτι από την εμμονή του Έλληνα να στρέφεται διαρκώς στο ένδοξο παρελθόν του. Η κριτική μας άνοιξε σε πολλούς τομείς πλέον, γεγονός που εξηγεί και τη μεγάλη απήχηση της ταινίας στο εξωτερικό.

Κι αν η ταινία σκίζει στα φεστιβάλ έξω, εδώ τι λέτε, θα μπορέσει να συναντηθεί με το ελληνικό κοινό; Ο έλληνας θεατής δεν φαίνεται να αγκαλιάζει τις νέες ελληνικές ταινίες...

Είναι αλήθεια αυτό κι είναι κρίμα. Δεν ξέρω για ποιους λόγους συμβαίνει. Ίσως να είναι πολύ επιφυλακτικός και καχύποπτος απέναντι στους νέους έλληνες σκηνοθέτες. Το γιατί δεν μπορώ να το εντοπίσω...  


Ιnfo: * Το «Park» της Σ. Εξάρχου κυκλοφορεί στις αίθουσες από τις 9 Μαρτίου σε διανομή Neo Films. Η ταινία είναι υποψήφια στα φετινά βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου στις κατηγορίες: Πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, Α΄ανδρικού ρόλου, Φωτογραφίας, Πρωτότυπης μουσικής, Ήχου.

Διαβάστε όλες τις υποψηφιότητες εδώ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ