Κινηματογραφος

Διάλειμμα για φαγητό με τον Μάικλ Γουιντερμπότομ

Γυρίζει ταινίες... πιο γρήγορα κι από τη σκιά του, όμως ο Μάικλ Γουιντερμπότoμ ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι εργασιομανής

41550-195045.jpg
Γιώργος Κρασσακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 344
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
13893-31121.jpg

Γυρίζει ταινίες... πιο γρήγορα κι από τη σκιά του, όμως ο Μάικλ Γουιντερμπότoμ ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι εργασιομανής, απλά, όπως λέει, είναι  πιο διασκεδαστικό να κάνεις ταινίες από το να μην κάνεις. Έχοντας μόλις γυρίσει από τις Ινδίες όπου ολοκλήρωσε τα γυρίσματα ενός ακόμη φιλμ –«ονομάζεται Trishna και είναι μια διασκευή του “Tess of the d’Urbervilles” του Τόμας Χάρντι με τη Φρέιντα Πίντο στον πρωταγωνιστικό ρόλο»– μας μίλησε για το «Ταξίδι», το κινηματογραφικό του κάλεσμα σε δείπνο και συζήτηση, που παίζεται ήδη στις αίθουσες. Εξαιρετικά ταιριαστά τον πετύχαμε στο διάλειμμά του για φαγητό...

«Το “Ταξίδι” ξεκίνησε σαν μια τηλεοπτική σειρά αλλά από την από την αρχή είδαμε ότι υπάρχει η δυνατότητα να βγει μια ταινία από αυτή, δίχως να αλλοιωθεί η ουσία της ιστορίας ή να χάσει την αποτελεσματικότητά της. Εντούτοις, ακόμη κι όταν ολοκληρώσαμε τα γυρίσματα, δεν ήμασταν σίγουροι ότι θα κάνουμε την ταινία. Υπήρχε τόσο υλικό, ώστε ακόμη και η σειρά των έξι ωρών θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερη, αλλά την ίδια στιγμή μπορούσε να συμπτυχθεί σε μια πιο σφιχτή ιστορία. Έτσι μοντάραμε μια εκδοχή της στη διάρκεια μιας συμβατικής ταινίας και τη δείξαμε σε κάποιους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι άνθρωποι του Φεστιβάλ του Τορόντο που ενθουσιάστηκαν και μας ζήτησαν να τη συμπεριλάβουν στο περσινό τους πρόγραμμα.

Ένας από τους βασικούς λόγους που έκανα το “Ταξίδι”, ήταν να δουλέψω ξανά με τον Στιβ Κούγκαν και τον Ρομπ Μπράιντον. Η αλήθεια είναι ότι το “A Cock and Bull Story” όπου είχαμε βρεθεί ξανά και οι τρεις, ήταν μια από τις πιο απολαυστικές συνεργασίες που είχα ποτέ. Αυτό που τελικά κατέληξε να είναι το φιλμ είναι η συνομιλία δύο ανθρώπων που έχουν πολλά να τους ενώνουν -η ηλικία, οι κοινές εμπειρίες- αλλά που στην πραγματικότητα έχουν μια εντελώς διαφορετική νοοτροπία απέναντι στη ζωή.

Είχαμε μια βασική πλοκή κι ένα σχεδίασμα πενήντα ή εξήντα σελίδων, αλλά τα περισσότερα απ’ όσα συμβαίνουν στην οθόνη προέκυψαν από τις συζητήσεις μου με τους ηθοποιούς. Βγαίναμε συχνά για φαγητό με τους δυο τους τόσο σαν φίλοι όσο κι όταν αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε την ταινία, οπότε το σενάριο δεν ήταν τίποτε άλλο από ιδέες που σημείωνα κατά τη διάρκεια των δείπνων, που στη συνέχεια πήραν μορφή με έναν αυτοσχεδιαστικό τρόπο από τους δυο τους. Όσα ακούγονται στην οθόνη είναι πράγματα που είτε είχαν πει είτε θα μπορούσαν να έλεγαν ακόμη κι αν οι κάμερες δεν ήταν παρούσες.

Τα γυρίσματα στα εστιατόρια ήταν πάντα ενδιαφέροντα. Δεν τους λέγαμε τι ακριβώς θα κάνουμε, ενημερώναμε ότι θα έρθουν δυο κωμικοί κι ότι εμείς θα κινηματογραφήσουμε το δείπνο τους, αλλά οι ιδιοκτήτες και οι σεφ δεν ήξεραν ακριβώς τι θα συμβεί, ούτε είχαν προφανώς διαβάσει το σενάριο. Στην ουσία ακόμη κι αν οι δυο τους συζητούν πάνω από μερικά πιάτα φαγητό, δεν προβαίνουν σε αληθινή κριτική των εστιατορίων ή ακόμη κι αν το κάνουν γίνεται στα πλαίσια της κωμωδίας. Οι ίδιοι οι ηθοποιοί δεν παίρνουν στα σοβαρά το ρόλο τους σαν κριτικοί φαγητού και τα σχόλιά τους δεν αποτελούν κάποια ουσιαστική αξιολόγηση της ποιότητας των εστιατορίων που επισκέπτονται, οπότε όχι δεν είχαμε κανένα πρόβλημα με τους ιδιοκτήτες τους.

Μου αρέσει το φαγητό, το απολαμβάνω, αλλά ο τρόπος που το προσέγγισα εδώ δεν έχει να κάνει με τη γεύση ή την κουζίνα, όσο με τη διαδικασία τού να τρως με κάποιον άλλο. Όχι την τελετουργία του δείπνου ή την τεχνική του φαγητού και του σερβιρίσματος, αλλά την κοινωνική πλευρά του, το ότι βρίσκεσαι απέναντι σε κάποιον άλλο, αναγκασμένος να μιλάτε όση ώρα βρίσκεστε καθισμένοι σε ένα τραπέζι, δεμένοι από τη χρονική διάρκεια ενός γεύματος. Στην ουσία, κατά τη δική μου άποψη, το φαγητό, δεν είναι τίποτα άλλο από το ορεκτικό για την κουβέντα...»

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ