3591-9416.jpg
Μυθιστορημα

Τα τζιτζίκια

«Τα τζιτζίκια» τραγουδάνε ακόμα

του Βαγγέλη Ραπτόπουλου

 

Το αληθινό περιστατικό συνέβη τον Αύγουστο του 1979 στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, όπου μεγάλωσα. Στις εφημερίδες διάβασα ότι τρεις πιτσιρικάδες ―κάποιος μάλλον δούλευε σε συνεργείο αυτοκινήτων― πήγαν να ληστέψουν το Δημόσιο Ταμείο της γειτονιάς τους, αλλά τα λεφτά είχαν φύγει για την Τράπεζα. Άρχισε, λοιπόν, να τους κυνηγά η Αστυνομία χωρίς να έχουν πάρει τίποτα, κι αυτό το «πουκάμισο αδειανό», που λέει ο Σεφέρης, μου φάνηκε σχεδόν συμβολικό. Μου φάνηκε ότι ήταν η ίδια η Ελλάδα, η ψυχή της. Όλη αυτή η αδεξιότητα και ο ερασιτεχνισμός. Η παραβατικότητα ως ανεμελιά και η ανεμελιά ως παραβατικότητα. Γι’ αυτό και σε μια συνέντευξη, λίγο μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου το 1985, έλεγα ότι δεν με ενδιαφέρει η ηθογραφία του περιθωρίου. Και ότι σκοπός μου ήταν να αφηγηθώ την ιστορία μιας ληστείας νεοελληνικής.Οι αληθινοί πρωταγωνιστές της ιστορίας από την οποία εμπνεύστηκα «Τα τζιτζίκια» ήταν σεσημασμένοι και πριν από την απόπειρα ληστείας. Είχαν ήδη κάποιες μικροκλοπές στην πλάτη. Εγώ, όμως, φρόντισα να αποσιωπήσω την κολοσσιαία αυτή λεπτομέρεια της πραγματικότητας. Οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματός μου όχι μόνο είχαν λευκό ποινικό μητρώο, αλλά επιπλέον συμπεριφέρονταν σαν παιδιά της μικροαστικής τάξης. Ή αλλιώς, όπως η πλειοψηφία των νέων εκείνης της εποχής. Αυτή η αλλοίωση, η παραχάραξη της πραγματικότητας, αυτή η μυθιστορηματική εκδοχή της αλήθειας, ήταν που ενόχλησε μερικούς αναγνώστες. Οι επικριτές μου θεωρούσαν ότι παιδιά ικανά για μια ένοπλη απόπειρα ληστείας Δημοσίου Ταμείου δεν μπορούν να παιδιαρίζουν έτσι όπως τα παρουσίαζα. Και όντως. Μόνο που το βιβλίο μου ήταν έργο φαντασίας. Βασισμένο σε ένα αληθινό περιστατικό μεν, μυθιστόρημα δε. Αυτό που είχα επινοήσει, αυτό που αποπειράθηκα να ζωντανέψω ως εικονική πραγματικότητα μυθιστορηματικού τύπου, το λογοτεχνικό στοίχημά μου, ήταν πολύ απλό. Ήθελα να μιλήσω για «ληστές σαν κι εμάς», ή αλλιώς «Κλέφτες σαν κι εμάς», σύμφωνα με τον τίτλο της ταινίας του Ρόμπερτ Άλτμαν που βλέπουν οι ήρωές μου προς το τέλος του βιβλίου. Ας μην ξεχνάμε ότι συνέλαβα και κυοφορούσα «Τα τζιτζίκια», κάπου ανάμεσα στα τέλη του ’79 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80. Σε μια φάση που συμπίπτει χρονικά με την άνοδο του πρώτου πρώτου, του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Εκείνη την εποχή θα έλεγε κανείς ότι τα παιδιά των μικρομεσαίων ήταν έτοιμα να αρχίσουν να πραγματοποιούν ένοπλες ληστείες. Ήταν μια εποχή κοινωνικής εξέγερσης, πολύ διαφορετική και μαζί πολύ ίδια, ή ίσως ανάλογη με τη σημερινή. Γράφω στον απόηχο των ταραχών που ξέσπασαν τόσο στην Αθήνα όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2008, με αφορμή τη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από έναν αστυνομικό. Κι ενώ στο φόντο εξακολουθεί να οργιάζει η ειδησεογραφία για την επερχόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση. Υπό τις παρούσες συνθήκες, το παλιό αυτό μυθιστόρημά μου, που επανεκδόθηκε τον Οκτώβριο, αποκτά μια αναπάντεχη, δραματική επικαιρότητα. Τα «Τζιτζίκια» μιλάνε για μια κρίσιμη, κόκκινη γραμμή. Πριν από αυτήν είκοσι αναρχοαυτόνομοι με κουκούλες κλέβουν σούπερ μάρκετ και μοιράζουν τα προϊόντα σε συνταξιούχους της λαϊκής αγοράς. Μετά την κόκκινη γραμμή δεν έχεις πια μόνο τους Ρομπέν των Σούπερ Μάρκετ, αλλά αυθόρμητες επιθέσεις πολιτών σε εμπορικά μαγαζιά που τα λεηλατούν. Δεν έχεις πια μόνο μια απόπειρα ληστείας Δημοσίου Ταμείου από τρεις σεσημασμένους πιτσιρικάδες, μικροκακοποιούς. Έχεις ένα κομμάτι της νεολαίας έτοιμο να αρχίσει να ληστεύει εφορίες με το ανέμελο στιλ που τραγουδάει ένα τζιτζίκι, ένα πρώην μυρμήγκι που δεν θέλει να δουλεύει άλλο πια.Το θέμα είναι ότι το όποιο κλίμα κοινωνικής εξέγερσης επικρατούσε λίγο πριν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, εκτονώθηκε με την ίδια την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Με άλλα λόγια, όσα υπεσχημένα και εάν αθέτησε ο Ανδρέας, τα πρώτα εκείνα χρόνια επί ΠΑΣΟΚ, μετά από τόσους αιώνες δεξιάς διακυβέρνησης, άλλαξαν πολλά θέλοντας και μη. Είκοσι τρία χρόνια από τότε, η νεανική εξέγερση του περασμένου Δεκεμβρίου μας φέρνει ξανά μπροστά σε ένα παρόμοιο σταυροδρόμι. Ποιος μπορεί, όμως, να λύσει το γόρδιο δεσμό που σχηματίζουν τα σημερινά προβλήματα; Επειδή αυτή τη φορά δεν φαίνεται καμιά πιθανότητα αλλαγής στον ορίζοντα, η απελπισία κυματίζει στον αέρα τροφοδοτώντας και υποδαυλίζοντας τις ταραχές, που δύσκολα θα σταματήσουν από δω και πέρα. Καλώς ή καλώς, «Τα τζιτζίκια» τραγουδάνε ακόμα. (A.V. τεύχος 240)