12905-29253.jpg
Διηγηματα

Ιστορίες της Λίµνης

O Βαγγέλης Ραπτόπουλος γράφει µε αφορµή την παράσταση στο θέατρο «Συνεργείο» και τη νέα έκδοση του βιβλίου του «Ιστορίες της Λίµνης» από τις εκδ. Κέδρος

«Μια νηπιαγωγός, που αποχαιρετά και τα τελευταία παιδιά κατά το σχόλασµα, επαναφέρει τον εαυτό της στην εφηβεία, σε γκρο-πλαν στην αυλή του σπιτιού της να καίει µυρµήγκια. Η παιδική αυτή διαστροφή οδηγεί την αφήγησή της, µε την ίδια ιεροτελεστική µανία, στην αποκάλυψη µιας µεγαλύτερης διαστροφής και ενός τροµερού εγκλήµατος. Πρόκειται για την κρυφή ιστορία της Φωτεινής που σαν ανοιχτή πληγή, ίδια µε τις ανοιχτές κοιλιές των µυρµηγκιών, περιµένει υποµονετικά να έρθει στο φως για να καεί σαν αρνητικό φιλµ στοχεύοντας σε µια σύγχρονη κάθαρση».

Το παραπάνω κειµενάκι, γραµµένο από το σκηνοθέτη ∆ηµήτρη Μπίτο, κατορθώνει να συνοψίσει µε ακρίβεια τα «Μυρµήγκια», που ερµηνεύει η Ειρήνη ∆ράκου (στο θέατρο «Συνεργείο» από 25/1, µαζί µε άλλα τέσσερα έργα συναδέλφων µου, υπό τον γενικό τίτλο «Έξοδος»). Το φθινόπωρο του 2010 η Γιολάντα Μαρκοπούλου, η ψυχή του «Συνεργείου», µου παράγγειλε ένα έργο που να έχει κάποια σχέση µε την τραγωδία, αλλά κατά τη γνώµη µου τραγωδία σήµερα δεν υφίσταται. Αναγκαστικά ζούµε δράµατα. Και πολύ συχνά, µαύρες κωµωδίες. Ωστόσο, επειδή ο µονόλογος που έγραψα περιλαµβάνει και αιµοµιξία και πατροκτονία, δεν παύει να έχει κάποια σχέση, έστω και µακρινή, µε την αρχαία τραγωδία. Κι ας λείπει εδώ η σύγκρουση ανάµεσα στην ατοµική ευθύνη και τη µοίρα.

Η ιστορία βασίζεται στο οµώνυµο παλαιότερο διήγηµά µου, που συµπτωµατικά θα κυκλοφορήσει ξανά τον Μάρτιο σε νέα έκδοση. Το βιβλίο, που τιτλοφορείται «Ιστορίες της Λίµνης» (εκδ. Κέδρος), περιέχει δεκαπέντε αλλόκοτες και συνήθως ακραίες ιστορίες, που όλες τους σχετίζονται µε το επινοηµένο παραθαλάσσιο θέρετρο Λίµνη Αχαΐας. Γέννηµα-θρέµµα της Λίµνης, η ηρωΐδα του διηγήµατός µου είναι ένα κοριτσάκι στην αρχή της εφηβείας του. Προκειµένου να διασκευάσω το διήγηµα για το θέατρο, πραγµατοποίησα ένα άλµα στο µέλλον, που µεταµόρφωσε την πιτσιρίκα της ιστορίας µου σε νηπιαγωγό, η οποία αναµηρυκάζει όσα της συνέβησαν πριν από χρόνια και ψάχνει να βρει τη λύτρωση, ξύνοντας τις πληγές της.

Λένε ότι κάθε διασκευή που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να ανακαλύπτει και κάτι καινούργιο, διαφορετικό απ’ αυτό που εξερευνούσε το πρωτότυπο. Όταν πρωτοέγραφα τα «Μυρµήγκια» στη δεκαετία του ’90, ένιωθα ότι χαρίζω στην ηρωίδα µου τη λύτρωση από το τερατώδες βάσανό της, οδηγώντας την σε ένα έγκληµα για το οποίο εκείνη παρέµενε ατιµώρητη. ∆ιασκευάζοντας πέρυσι το διήγηµά µου για το θέατρο και ενηλικιώνοντας τη Φωτεινή, έµελλε να ανακαλύψω ότι η παλιά εκείνη πεποίθησή µου δεν ήταν παρά µια αυταπάτη. Αντί για τη λύτρωση, µεγαλώνοντας, η ηρωίδα µου αντιµετωπίζει µια διαιώνιση του βασάνου της. Βρίσκεται παγιδευµένη σε µια φαντασιωτική, αέναη επανάληψη του δίδυµου δράµατός της, µέσα από την οποία µάταια ψάχνει µια διέξοδο, αφού οι πληγές της µένουν ισοβίως ανοιχτές. Κάτι που υποστηρίζεται επάξια, τόσο από τη γυµνή, εξπρεσιονιστική σκηνοθεσία του Μπίτου, όσο και από την ασυνήθιστης έντασης ερµηνεία της ∆ράκου.

Το πικρό µάθηµα που έλαβα εγώ τουλάχιστον, εάν όχι και οι θεατές της παράστασης, είναι ότι από την καρδιά ενός δράµατος δεν βγαίνει ατιµώρητος κανείς, όποια οδό διαφυγής κι αν επιλέξει, και ακόµα περισσότερο όταν η οδός αυτή γεννάει ένα νέο δράµα. Ή, αλλιώς, όλα εδώ πληρώνονται.