Βιβλιο

Μεγάλες μικρομεσαίες γυναίκες

Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, κριτικός λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος γράφει για το βιβλίο του Γιώργου Συμπάρδη

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 526
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
96933-217046.jpg

Μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς την «κρίση»; Ακόμα και στη συμβολική πραγματικότητα που είναι η λογοτεχνία; Γίνεται μυθιστόρημα χωρίς ανέργους, αυτόχειρες, αστέγους, κάδους σκουπιδιών, κουκούλα, μολότοφ…; Ναι. Υπάρχει αντίβαρο στο νέο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, στο μιζεραμπιλισμό, όπως και στη γυναικεία παραλογοτεχνία με τις κυρίες των βορείων προαστίων που φαντασιώνονται ως Αλίκες…

Ό,τι και να λέγεται, το αντικείμενο της λογοτεχνίας παραμένει το ίδιο: είναι η ανθρώπινη κατάσταση, όχι η επικαιρότητα είτε η μόδα (συντήρηση-επανάσταση), είναι ο συγκεκριμένος, ατομικός άνθρωπος, όχι οι περίφημες «μάζες» – σαν τις «μπάμιες καζανιού», που είπε ο Άρης Αλεξάνδρου.

Είναι η Σοφία Ματρόζου και η εξαδέλφη της Μίνα, είναι ο Σταύρος (αγνώστων λοιπών στοιχείων), η Ιουλία Προμπονά, ο πατήρ Ιωάννης, παπάς διαζευγμένος, και άλλοι. Ποιοι είναι αυτοί; Είναι τα πρόσωπα στη νουβέλα του Γιώργου Συμπάρδη «Μεγάλες γυναίκες», τέταρτο πεζογράφημά του από το 1987 που πρωτοεμφανίστηκε.

Μεγάλες είναι στην ηλικία οι γυναίκες της νουβέλας, μικρομεσαίες κατά τα άλλα, χωρισμένες ή χήρες, που εκκλησιάζονται στον –ανύπαρκτο– Άγιο Παύλο, στο Ρουφ, αν και η κεντρική ηρωίδα, η Σοφία, μένει κοντά στην πλατεία Βικτωρίας, ακούνε το κήρυγμά του, που τελειώνει με το ευαγγελικό «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω», κοιτάζοντάς τες στα μάτια, συμμετέχουν στην επιτροπή συσσιτίου για τριάντα άπορες οικογένειες (εξήντα ευρώ το μήνα δίνει από το υστέρημά της η Σοφία) και κουβεντιάζουν μεταξύ τους και με τον παπά, μετά τη λειτουργία, στο ημιυπόγειο δίπλα στο ναό, στο τηλέφωνο ή στην εκδρομή με πούλμαν.

Ως εκεί είναι η «κρίση», χωρίς σχόλια, χωρίς τη λέξη και τη ρητορική καταστροφή. Αλλού, άλλη είναι η κρίση, μόνιμη, σιωπηλή και ανθρώπινη. Π.χ., είναι η μοναξιά αυτών των γυναικών, η ζωή που φεύγει αθόρυβα, το άδειο, παντού και μέσα, το άσκοπο. Και δίπλα τους οι «άλλοι» της νουβέλας, κάτι νεαροί περιθωριακοί, αγόρια και κορίτσια, στο τριάρι του ισογείου, στην πολυκατοικία της Σοφίας Ματρόζου. Ανώνυμοι αυτοί. Ούτε η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, που τους κυνηγάει για το νοίκι, δεν μπορούσε να πει πόσοι ήταν. Τουλάχιστον αυτοί ζουν ανέμελα και φωνακλάδικα στο γκέτο τους, σ’ έναν απόλυτα παρόντα χρόνο… Έχουν όλοι «έξτρα κλειδιά» και μπαινοβγαίνουν «ανά δυο ή ανά τρεις». «Έχεις μαγειρέψει τίποτα να φάμε;» ρωτάει τη Σοφία μπροστά στο ασανσέρ, ένας από τους νεαρούς, «έτσι στα ίσια και στον ενικό». Δεν είχε μαγειρέψει, από την εκκλησία γύριζε. «Πάλι φίλοι… μια άλλη φορά» προτείνει ο νεαρός. «Μια άλλη φορά, συμφώνησε με λιγωμένη φωνή κι έμεινε να τον κοιτάζει η Σοφία». Αυτό ήταν. Η Σοφία αρχίζει να μαγειρεύει… κοκκινιστό, αρνί στο φούρνο με πατάτες, κεφτέδες, σαλάτες… και περιμένει τον Σταύρο –αυτό το όνομα, μόνο, της παραχώρησε– που άλλοτε έρχεται, ό,τι ώρα θέλει, άλλοτε τη «στήνει». Αλλά της παραχωρεί το προνόμιο να τον τραπεζώνει. «Είσαι σπουδαία μαγείρισσα… θα ξανάρθω».

image

Λίγα τα λόγια του, κοφτά, απαιτητικά ή τσαγκά, σπανίως καλοσυνάτα, χωρίς καν βαναυσότητα. Δεν παραλείπει δυσμενείς παρατηρήσεις για το κρέας ή για το ψήσιμο, σβήνει το τσιγάρο του στη σάλτσα, σηκώνεται και φεύγει ξαφνικά, πότε-πότε κουβεντιάζει λίγο μαζί της. Έτσι πάει αυτή η παράξενη σχέση. Έρωτας, έστω μονόπλευρος, έστω μισός-μισός με το στερημένο μητρικό αίσθημα; Ένα βιαστικό, μισό φιλί στο στόμα: «Όχι σ’ ολόκληρο το στόμα, στο μισό…», μια λέξη του: «…ζηλεύουν την αγάπη μας», μισόλογα, μισά και τα δώρα του: καρτοκινητό μεταχειρισμένο, δαχτυλίδι με ζιργκόνι, κι αυτό κλεμμένο… Ακόμα και η εκμετάλλευση από μέρους του περιορίζεται στο τραπέζωμα. Μια φορά μόνο της ζήτησε ένα εικοσάρικο, «δανεικό», και «προσφέρθηκε να της το επιστρέψει» (δεν ξέρουμε όμως αν…), άλλη μια φορά κατοστάρικο… Από επικοινωνία, είπαμε. Λόγος κοφτός, βιαστικός, από κοντά ή στο τηλέφωνο, τι κάνεις, τι άλλα νέα, κυρίως τι μαγείρεψες, «μισό λεπτό το πολύ», άλλοτε επιτακτικός του άντρα-αφέντη: «Τα ρούχα φέρε». Γιατί της φέρνει πια ένα «σακβουαγιάζ» με τ’ άπλυτα, «καταλερωμένα» και τα παίρνει πίσω πλυμένα, σιδερωμένα, διπλωμένα.

Του δίνει κλειδιά του διαμερίσματος να μπαινοβγαίνει ό,τι ώρα θέλει, μέρα-νύχτα, να κοιμάται στη ντιβανοκασέλα του χoλ… Αλλά μια μέρα τη βρίσκει ξέστρωτη, άνω-κάτω, να αναδίνει δυο μυρωδιές, «μια η δική του τού μηχανόλαδου και μια άλλη γεμάτη υποσχέσεις, γυναικεία».

Από τηλεφώνου, ο μικρός αρνείται και αρπάζεται: «Ποια αρώματα, βάζουν εμένα οι γυναίκες μου αρώματα; Τώρα θα με μάθεις;» και της το κλείνει κατάμουτρα. Αρχίζει «η αντίστροφη μέτρηση». Ο Σταύρος γίνεται πιο απαιτητικός, για το φαγητό, απότομος, αγενής. Απαντώντας στο παράπονό της, της τα λέει χύμα: «Χαμπάρι δεν πήρες, κυρά-δασκάλα, αλλάξανε οι καιροί και θα μείνεις στην ίδια τάξη, μετεξεταστέα – το ξέρεις;»

Στο μεταξύ, η Σοφία μαθαίνει μέσω της εξαδέλφης της, της Μίνας, τα νέα για την περιπέτεια μιας άλλης ενορίτισσας της επιτροπής συσσιτίου, της χήρας Ιουλίας Προμπονά, «τα εβδομήντα πατημένα». Το ίδιο στιλ ζιγκολό: «Και μετά δώσ’ του τα μαγειρέματα και τα τραπεζώματα κι από κοντά τα χαρτζιλίκια. Και φυσικά μέσα σ’ ένα μήνα την ξεπουπούλιασε ο μικρός τη χήρα Προμπονά». Η Σοφία προσπαθεί μάταια να εκμαιεύσει πληροφορίες, για να δει αν πρόκειται για τον «δικό της».

Σε επιστέγασμα, έρχεται και το μπλέξιμο με την αστυνομία, που αδειάζει το τριάρι του ισογείου και ανακρίνει τους γείτονες. Με «καρφί» από τη διαχειρίστρια, οι αστυνομικοί της ζητάνε λεπτομέρειες –αν της έκανε δώρα–, την πιέζουν, ψάχνουν, της δείχνουν φωτογραφίες καταζητουμένων –ευτυχώς, καμία του Σταύρου–, την επισκέπτονται για καιρό, ένας μάλιστα με αδιευκρίνιστες προθέσεις. «Πώς δεν φοβήθηκες, κυρά μου;» Η Σοφία απαντά ότι δεν είναι η μόνη. «Τι να φοβηθούμε; Τον πεινασμένο άνθρωπο που παρακαλάει για ένα πιάτο σπιτικό φαΐ;». Ρωτάει γιατί τους ψάχνουν τους νεαρούς, τι έκαναν; «Πολλά» είναι όλη κι όλη η απάντηση του οργάνου της τάξεως. Αφήνεται να εννοηθεί ίσως ότι εκτός από κλεφτρόνια, είχαν και άλλες δραστηριότητες, τα «νεαρά άτομα» που λένε τα ρεπορτάζ.

Στο μεταξύ είχε επέλθει «τελειωτικό χτύπημα, το δαχτυλίδι». Έρχεται ένα βράδυ ανειδοποίητα και τη διατάζει: «Αυτό, κυρά-Σοφία, βγάλ’ το», και της το τραβάει από το δάχτυλο. «Μη ρωτάς γιατί». Της δίνει σ’ αντάλλαγμα έναν αναιμικό κρίκο φιλντισί… «Δυο τρία λεπτά όλα όλα, δυο τρεις κουβέντες και το φιλί του Ιούδα. Μισό μισό και πάλι, στο στόμα και στο μάγουλο…»  Ο πατήρ Ιωάννης, στο κήρυγμά του, κάνει λόγο για «πρόβατα εν μέσω λύκων, που ανοίγουν την πόρτα του σπιτιού τους [τα πρόβατα…], όπως ανοίγουν και την καρδιά τους… Κανένα όφελος και ουδείς μισθός, μήτε τη φιλία του ευεργετηθέντος μήτε άλλη ανταμοιβή, δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε εις τον ζητώντα εν παντί». Αυτό το «παν» το δοτικό τ’ αφήνει όλα ανοιχτά.

Η Σοφία παραμένει διψασμένη και ζωντανή. Το μυστήριο «Σταύρος» άλυτο – ήταν ή δεν ήταν γιος του παπά; Φτυστός ο πατήρ Ιωάννης, ακόμα και η φωνή, έχει τ’ όνομα του πατέρα του παπά, προσπάθησε να την αποτρέψει από το να εκκλησιάζεται στον Άγιο Παύλο… Και ήταν ο Σταύρος ο νεαρός της Ιουλίας;

Εκείνη, η Ιουλία, μένει ανέγγιχτη από τα κουτσομπολιά, το κεφάλι ψηλά, κοκέτα, αρχοντική, αγέρωχη. Η Σοφία διαγκωνίζεται να την πλησιάσει μετά το αντίδωρο, ονειρεύεται να γίνει «η κολλητή της», φεύγει μαζί της, με ψιλοκουβέντα και γελάκια, η Σοφία της κλείνει συνένοχα το μάτι: είναι η τελευταία εικόνα που πιάνει η έκπληκτη εξαδέλφη Μίνα και οι τελευταίες λέξεις του βιβλίου.

Αμφιταλαντεύτηκε η Σοφία, τελικά αρνείται να μετανιώσει. Και γιατί; Είχε δώσει αγάπη που της ζητούσε, αλήθεια-ψέματα, ένα παιδί: «Εκλιπαρούσε και ταυτόχρονα απαιτούσε την αγάπη της ο Σταύρος κι εκείνη, που δεν εδικαιούτο και δεν ζητούσε καμία επιστροφή, την πρόσφερε. Η ίδια χόρταινε με τα ψίχουλα. Ακόμα και μετά την απογοήτευση, ονειρευόταν για τον Σταύρο να μοιραστεί (εκείνος) το κασελοντίβανό της «όπως του πρέπει, μ’ ένα κορίτσι κι ένα λεπτό, εφηβικό κορμί που να χωράει – που να χωράνε κι οι δυο μαζί στο ντιβανάκι». Η ίδια ταπεινά δέχεται την πραγματικότητα που λένε μοίρα: «Όχι μόνο τώρα – ποτέ δεν της είχε προσφερθεί ατόφια η χαρά».

Ας μη μας πάρουνε τα πετιμέζια. Καμιά υποχώρηση στο συναισθηματισμό. Ίσα ίσα μάλιστα, υπογραμμίζω σαν πρώτο πρώτο το μέτρον άριστον που κρατάει ο Γιώργος Συμπάρδης, τόσο στα αισθηματικά όσο και στα σκληρά ρεαλιστικά, στο συμβολικό του μικρόκοσμο. Καμιά υπερβολή, ούτε η παραμικρή γλυκερότητα. Προπάντων, καμιά επιτήδευση βάθους και ύφους. Ένα λαμπρό, ήρεμο ρεπορτάζ του αθέατου, του άσημου και του μισού. Διαβάζοντας νιώθεις μια μακρινή αύρα από τους «Φτωχούς» του Ντοστογιέφσκι… κάτι από Ταχτσή, από Κουμανταρέα και από τους μόρτηδες της «αλητογραφίας», από τον παλιό εκείνο Βουτυρά, ακόμα και από τον Χάμσουν… λέμε τώρα.

Η γλώσσα πάνω απ’ όλα. Η μεταμοντέρνα χρήση της από τον Σταύρο, με τα νεολαιίστικα κλισέ, το στιλ sms στο λεκτικό και στη γραμματική, φέρνει κάτι στο πεζογραφικό μας αποθεματικό. Λιγότερο εντυπωσιακό –και όμως, και όμως– το γλωσσικό ήθος των μεγάλων, μικρομεσαίων γυναικών.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ