Βιβλιο

Πόσο δύσκολο είναι να μεταφράσει κανείς τον Ντοστογέφσκι;

Η επιμελήτρια ύλης της ATHENS VOICE, Ελένη Μπακοπούλου, περνάει για λίγο στην «πρώτη σελίδα»

unnamed.jpg
Γιάννης Κωνσταντινίδης
ΤΕΥΧΟΣ 236
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
90828-204010.jpg

Η A.V. είναι τυχερή. Τις σελίδες της φροντίζει και επιμελείται μια γυναίκα που αγαπάει τις λέξεις και τη λογοτεχνία. Είναι η ίδια που έφερε τον Ντοστογέφσκι στην επικαιρότητα, που έκανε τους κριτικούς λογοτεχνίας να ασχοληθούν και πάλι μετά από τα «χρόνια του Αλεξάνδρου» με μια μετάφραση του μεγάλου συγγραφέα και το κοινό να δει με άλλη ματιά τον Pώσο κλασικό. Η Ελένη Μπακοπούλου, ψυχή της ATHENS VOICE από την πρώτη μέρα, περνάει για λίγο στην «πρώτη σελίδα»…

«Ο Ντοστογέφσκι δεν είναι ένας συγγραφέας που τον διαβάζεις και μετά τον αφήνεις στο ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης. Τον διαβάζεις και τον ξαναδιαβάζεις! Η απόφαση για την έκδοση του έργου του σε νέες μεταφράσεις στηρίχτηκε αφενός στην αγάπη μου γι’ αυτόν και αφετέρου στο ότι πιστεύω πως κάθε γενιά πρέπει να μεταφράζει εκ νέου την κλασική λογοτεχνία» λέει –με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του «Ηλίθιου»– ο εκδότης της Ινδίκτου Μανώλης Βελιτζανίδης. Και συμπληρώνει: «Ονειρευόμουν την εκκίνηση μιας τέτοιας προσπάθειας, αλλά χρειάστηκαν περίπου δέκα χρόνια μέχρι να βρω την Ελένη Μπακοπούλου. Μετά, η απόφαση ήταν θέμα δευτερολέπτων! Κι όπως αποδείχθηκε από την πορεία των «Δαιμονισμένων» –που εξαντλήθηκαν μέσα σε δέκα μήνες και επανεκδόθηκαν–, ο κόσμος αγκάλιασε αυτή την προσπάθεια».

Ο Ντοστογιέφσκι έχει μεταφραστεί πολλές φορές στα ελληνικά. Και η προ 40 σχεδόν ετών μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου θεωρείται ως η κλασική απόδοση του έργου του στα ελληνικά. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που ένας μεγάλος κλασικός μεταφέρθηκε τόσο επιτυχημένα στη γλώσσα μας. Έχει γραφτεί ότι τότε δημιουργήθηκε μια γλωσσική «μόδα»: τα «ντοστογεφσκικά ελληνικά». Ορισμένοι «ρωσισμοί» μάλιστα θεωρήθηκαν κομψοί, ενώ η γενικότερη «μαρξιστική απόχρωση» του λόγου υπήρξε ευπρόσδεκτη. Η γλώσσα του Αλεξάνδρου ήταν επηρεασμένη από το ιδιόλεκτο της εποχής και ήταν ζωντανή και ρέουσα. Ήταν η γλώσσα που έγραφαν και μιλούσαν όλοι οι αριστεροί. Σήμερα, όμως, ίσως να φαίνεται στους νεότερους λίγο κουραστική. Την ανάγκη λοιπόν μιας καινούργιας μεταγραφής ήρθαν να καλύψουν οι μεταφράσεις των «Δαιμονισμένων» και του «Ηλίθιου» από την Ελένη Μπακοπούλου. Στην πρόκληση αυτή η Ελένη ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο τρόπο. «Η ίδια, ως μεταφράστρια, δεν έχει διόλου επιδιώξει να δείξει πόσο μεγάλη μεταφράστρια είναι» λέει ο Μανώλης Βελιτζανίδης. Κι ωστόσο η δουλειά της δεν περνάει απαρατήρητη.

Η Ελένη Μπακοπούλου είναι η επιμελήτρια ύλης της ATHENS VOICE. Γνωριζόμαστε χρόνια κι αυτός είναι ο λόγος που η συνάντηση μαζί της, με αφορμή την έκδοση του «Ηλίθιου», κύλησε σε ιδιαίτερα οικείο τόνο.

Πόσο δύσκολο είναι να μεταφράσει κανείς τον Ντοστογέφσκι;
Δύσκολο είναι το να μεταφράζεις γενικά, και μάλιστα λογοτεχνία. Ζεις σταθερά με το άγχος όχι μόνο να αποδώσεις το έργο, αλλά και να μην προδώσεις το ύφος του. Ωστόσο δεν μπορώ να πω ότι ο Ντοστογέφσκι παρουσιάζει κάποιες ανυπέρβλητες δυσκολίες. Μια δυσκολία που αντιμετωπίζει ο μεταφραστής είναι η περίεργη αυτοσχεδιαστική του σύνταξη. Πρέπει μονίμως να επαγρυπνείς πάνω απ’ αυτή τη σύνταξη. Για να μείνω κοντά στο ύφος του και να αποδώσω τη ζωντάνια του λόγου του, χρησιμοποίησα στα ελληνικά μια γλώσσα μεικτή, δηλαδή και απλή και «λογοτεχνίζουσα». Τη γλώσσα που χρησιμοποιεί κι ο ίδιος ο συγγραφέας.

Ποιος είναι λοιπόν ο πρίγκιπας Μίσκιν – ο Ηλίθιος;
Ο Μίσκιν είναι το ιδεώδες της αυταπάρνησης. Αυτός που επιθυμούσε να σώσει τον κόσμο. Ο Ντοστογέφσκι έλεγε ότι είναι ο «απόλυτα καλός άνθρωπος» και, κατ’ επέκταση, η συνυφασμένη μ’ αυτό έννοια της Αγάπης – μια λογοτεχνική μορφή του Χριστού. Είναι γοητευτικός, γιατί ταυτόχρονα έχει μερικά εντελώς πραγματικά, «γήινα» στοιχεία χαρακτήρα. Αυτό οφείλεται στη «μαγεία» του Ντοστογέφσκι, ενός μοναδικού ψυχογράφου, εξαιρετικά ευαίσθητου στο να ανιχνεύει τις λεπτότερες διακυμάνσεις της ανθρώπινης ψυχής.

Βασιζόταν πάντα στο πραγματικό. Πολλές από τις ιστορίες του τις αντλεί από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, παρακολουθεί συστηματικά το ποινικό δελτίο και γοητεύεται από τα «αδιανόητα» συμβάντα της ζωής μας. Εξάλλου, δεν ήταν το είδος του συγγραφέα που στοχάζεται έγκλειστος σε ένα δωμάτιο. Ζούσε έντονα και σκληρά. Παραδιδόταν στα πάθη, τις απολαύσεις, απελπιζόταν από τις οικονομικές του δυσκολίες, την αρρώστια, έζησε καταδίκες, φτάνοντας ως το ικρίωμα, χωρισμούς, απώλειες θανάτου. Αλλά το μυστήριο της ζωής τον συνέπαιρνε ως το τέλος.

Γιατί δεν ξεκινήσατε με το γνωστότερο μυθιστόρημά του, το «Έγκλημα και τιμωρία»; Μήπως τίθεται κάποιος υπαινιγμός για το σήμερα; Περιστοιχιζόμαστε κυρίως από «Δαιμονισμένους» και «Ηλίθιους»;

Μπα, μην το λες. Περιστοιχιζόμαστε και από «εγκληματίες» μπορώ να πω. Το ότι ξεκινήσαμε από τους «Δαιμονισμένους» είναι μάλλον τυχαίο. Με ρώτησε ο εκδότης από πού θέλω ν’ αρχίσω και είπα από κει, γιατί –αν και μάλλον το λιγότερο γνωστό από τα έργα του– είναι από τα πιο αγαπημένα μου.

Είναι ένα πολύ πολιτικό βιβλίο. Αυτό στο οποίο δείχνει να γνωρίζει καλά τις πολυάριθμες πολιτικές γλώσσες της εποχής του, να συνομιλεί –διαφωνώντας ή συμφωνώντας– με τα κοινωνικά και λογοτεχνικά κινήματα του καιρού του. Ο Ντοστογέφσκι ήταν ένας άνθρωπος που δήλωνε ό,τι πίστευε και ένας άνθρωπος της πράξης. Είχε επίγνωση του ότι ήταν δημόσιο πρόσωπο, αλλά και της αξίας του δημόσιου λόγου. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έπαιρνε πάντα θέση – και ως δημοσιογράφος που έγραφε και εξέδιδε περιοδικά και ως λογοτέχνης.

Kαι θα συνεχίσετε; Τι έρχεται μετά;

Σε ένα χρόνο περίπου θα κυκλοφορήσει το «Υπόγειο». Ο στόχος είναι να συνεχίσουμε. Όμως ο χρόνος είναι αδυσώπητος, όπως ξέρουμε όλοι, κι επειδή το πλάνο της συνολικής έκδοσης απαιτεί μια γεμάτη δεκαετία, θα φανεί στην πορεία πώς θα καταλήξει αυτή η καλή πρόθεση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ