Βιβλιο

Κωστής Γκιμοσούλης

Καρτ ποστάλ από την κοιλάδα της Κατμαντού

6971-132439.jpg
Ελένη Σταματούκου
ΤΕΥΧΟΣ 516
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
89736-201697.jpg

Ο Κωστής Γκιμοσούλης γεννήθηκε στην Αθήνα που του αρέσει να εγκαταλείπει, αλλά πάντα στο τέλος επιστρέφει σε αυτήν. Μοιάζει πολύ με σχέση «σε αγαπώ», «δεν σε αγαπώ». Ο Γκιμοσούλης γράφει ποιήματα, και διηγήματα που κάποτε μεγαλώνουν και γίνονται νουβέλες και μυθιστορήματα. Το τελευταίο του βιβλίο, μια συλλογή από ποιήματα, πεζά και σχέδια, «Τα παράξενα που δεν ξεχνάμε», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Δεν ξέρω αν τώρα που γράφονται αυτές οι λέξεις είναι στην Αθήνα, πάντως εκείνος μας στέλνει μια καρτ ποστάλ από ένα παλιό του ταξίδι στην κοιλάδα της Κατμαντού, ναι η Κατμαντού είναι γένους θηλυκού.

«Εδώ είμαι στην Κατμαντού – επιμένω να τη λέω θηλυκή, η Κατμαντού, γιατί είναι. Τη φωτογραφία τράβηξε ο φίλος μου ο Σωτήρης και η γυναίκα δίπλα μου φτιάχνει κεραμικά και τη φαντάζομαι να μου λέει: «Θυμήσου, ξένε, ό,τι έχεις είναι και δικό μου».

Έκανε πολλή υγρασία εκείνη την ημέρα κι έτρεμα σαν ψάρι στη στεριά. Είχα πάθει πολιτισμικό σοκ, γιατί σε κάθε γωνία μάς περίμενε μια έκπληξη.

Η Κατμαντού είναι πρωτεύουσα του Νεπάλ. Ανάμεσα σε δυο γίγαντες ακουμπάει το Νεπάλ: απ’ τη μια η Ινδία κι απ’ την άλλη η Κίνα. Παγόδες και λαχανικά. Μάλλινες κουβέρτες και παπούτσια για περπάτημα. Ιμαλάια και Βούδας. Κουμαρί, η ιερή κοπέλα, και βωμοί και κομμουνιστές και αντάρτες και βασιλιάδες. Ο Μπινό που με έσωσε δίνοντάς μου εκείνο το μάλλινο. Όλα είναι δρόμος κι όλα είναι μόμος. Τα μόμος είναι απ’ έξω ζυμαρικά και μέσα έχουν κρέας βούβαλου. Ίσως ο Μάρκο Πόλο να πέρασε από κει.

Όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι παντού, έλεγες. Τρώγοντας μια μπανάνα έξω από την Κατμαντού καταλαβαίνεις ότι όλες οι μπανάνες δεν είναι ίδιες. Όπως οι μεταλλαγμένες τομάτες, που απ’ έξω είναι αψεγάδιαστες και κατακόκκινες, αλλά αν τις κόψεις είναι γεμάτες νερό, έτσι κι ο δυτικός άνθρωπος φαντάζει από δω υπερφίαλος και υπερόπτης, θέλει να μείνει για πάντα νέος και να μην σκέφτεται τον θάνατο, μοιάζει πιο εύρωστος από τους ανθρώπους του «τρίτου» κόσμου, πιο καθαρός κι αρυτίδωτος, όμως η σάρκα του είναι δίχως ζωτική ενέργεια, ο εγκέφαλός του πάλιωσε και μαραγκιάζει. Κι όσο πιο πολλά μαζεύει, τόσο πιο άνοστος αποδεικνύεται.

Ο Σωτήρης ήρθε στην Κατμαντού για να φέρει μάλλινα πανωφόρια για το μαγαζί του που βρίσκεται στο Μοναστηράκι, κι εγώ χωρίς λόγο, μόνο για να βλέπω. Στην Κατμαντού μαγεύεσαι. Μπορεί να έρθεις για πέντε μέρες και να κάτσεις είκοσι πέντε. Στο Νεπάλ να έχεις έρθει για ένα μήνα και να μείνεις τρεις ή κάτι παραπάνω. Ο χρόνος είναι σύντομος και ασαφής. Πάρτε ισχυρές δόσεις ζωής, λέει ένας φίλος. Κι ο υποκειμενικός χρόνος όταν απομακρύνεσαι από το σπίτι σου, από το κέντρο όπου είχες εγκαταστήσει τη ζωή σου, παύει να υφίσταται. Αλλάζει διαστάσεις. Από μακριά, τα πρώην σημαντικά μοιάζουν ασήμαντα. Και το αντίστροφο.

«Εδώ κάτσε να σε βγάλω μια φωτογραφία» κι εγώ, σαν ηλίθιος τουρίστας, κάθισα (ήταν στην Κατμαντού ή στο Πατάν, δίπλα της; – το ίδιο είναι). Η φωτογραφία έμεινε. Οι γυναίκες έμειναν. Το ρείθρο του δρόμου και τα τούβλα έμειναν. Το παντελόνι είναι το ίδιο. Ο χρόνος έμεινε. Ο Σωτήρης έμεινε. Και είμαστε ακόμα φίλοι».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ