Βιβλιο

Η ποίηση της εξέδρας

Ο συγγραφέας Λέων Α. Ναρ μιλάει στην A.V

25388-95773.jpg
Αναστασία Καμβύση
ΤΕΥΧΟΣ 511
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
86611-194221.jpg

Διάχυτη στις σελίδες του βιβλίου «Το παιχνίδι της εξέδρας» (εκδ. Μεταίχμιο) η νοσταλγική διάθεση του συγγραφέα Λέωντα Α. Ναρ και πολύτιμη η καταγραφή του αστείρευτου δημιουργικού οίστρου που διακατέχει τους οπαδούς των ομάδων, που τον εκδηλώνουν μέσω των συνθημάτων. Επιτέλους ένα βιβλίο που διαβάζεται… τραγουδιστά.

Μεγαλώνοντας κάτω από το γήπεδο του Ιωνικού, με τις Κυριακές σημαδεμένες πάντα από τον αχό της αποθέωσης όταν η μπάλα έβρισκε τα δίχτυα και της απογοήτευσης για κάθε φάλτσο σουτ (ενίοτε και με τα μπινελίκια των οπαδών των αντίπαλων ομάδων ή, ευτυχώς σπανιότερα, τον πετροπόλεμο μεταξύ Ιωνικού - Προοδευτικής ή Παοκτζήδων - Γάβρων), βρήκα τη σταχυολόγηση ποδοσφαιρικών συνθημάτων που επιμελήθηκε ο Λέων Α.Ναρ, μία εξαιρετική ευκαιρία για να κάνω αναδρομή όχι μόνο στην πρόσφατη ποδοσφαιρική ελληνική ιστορία, αλλά και τις πολιτικές, κοινωνικές, ακόμη και life style εξελίξεις στη ζωή της χώρας.

Ποια είναι αυτή η στρογγυλή θεά και γιατί την ερωτεύονται τα μικρά αγόρια;

Θυμάσαι την πρώτη άγρια χαρά, την πρώτη συγκίνηση σε ένα γήπεδο; Δεν μπορώ να στο εξηγήσω, ίσως είναι η επιστροφή στα παιδικά χρόνια, στην περίοδο που όλοι ονειρευόμαστε ότι μόνο εμείς μπορούμε να σώσουμε την ομάδα μας, πετυχαίνοντας το νικητήριο γκολ στο τελευταίο λεπτό. Είναι βαθιά χαραγμένες μέσα μου εικόνες από το γήπεδο, για παράδειγμα η εικόνα των φελιζολένιων μαξιλαριών που πετούσαν ψηλά στον ουρανό στο τέλος των αγώνων, φαινόμενο που πλέον παρήλθε, ωστόσο με έχει οριστικά σημαδέψει. Τώρα, βέβαια, που υπάρχουν τα καρεκλάκια, άρα τα μαξιλαράκια είναι περιττά, βλέπουμε συχνά να «πετάνε» καρεκλάκια.

Γιατί δεν ξεθώριασε αυτή η παιδική αγάπη καθώς μεγάλωνες;

Γιατί μεγαλώνοντας αντιλαμβάνεσαι και άλλα πράγματα, ότι στο γήπεδο δεν υπάρχουν κοινωνικές περγαμηνές, εκεί θέλεις απλώς να κερδίσει η ομάδα σου, θέλεις εσύ ο ίδιος να κατεβάσεις τη δική σου ενδεκάδα, να ταυτιστείς απόλυτα με τα ινδάλματά σου. Είναι πρωτόγνωρη η οικειότητα με την οποία μπορεί να σου σχολιάσει ο διπλανός σου την άλφα ή τη βήτα φάση ή να σου πει τη γνώμη του για τον χι και τον ψι ποδοσφαιριστή, δεν θα σε ρωτήσει ούτε καν τα τυπικά (ποιος είσαι, πώς σε λένε κ.λπ.) και θα χωρίσετε πάλι με τον ίδιο εύκολο τρόπο. Όλα αυτά και πολλά ακόμη δεν αφήνουν την αθώα παιδική αγάπη να ξεθωριάσει.

Φιλόλογος, διδάκτωρ του ΑΠΘ, συγγραφέας ιστορικών μελετών και επιμελητής δίτομων έργων ποίησης, πώς πήρες την απόφαση να καταθέσεις στην ελληνική βιβλιογραφία ένα βιβλίο με… βρωμόλογα; Σίγουρα κάποιοι του σιναφιού, διανοούμενοι ή διανοουμενίζοντες, θα μου κολλήσουν τη ρετσινιά πως ένα τέτοιο πόνημα δεν αρμόζει σε έναν πραγματικό ερευνητή, σε ένα διδάκτορα και τα λοιπά. Εύκολα μπορούν να θεωρήσουν πως το θέμα είναι ολίγον χυδαίο, ακόμη κι αν οι περισσότεροι από αυτούς, μόλις πιάνουν εφημερίδα στα χέρια τους, την ανοίγουν πρώτα στις αθλητικές σελίδες. Στο βιβλίο, πάντως, υπάρχει και ένα κεφάλαιο με τίτλο «Μπάλα και λογοτεχνία», όπου αναφέρομαι στη σχέση του ποδοσφαίρου με επώνυμους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, Ελλήνων και ξένων, όπως την εκδήλωσαν με τα έργα τους ή με την προσωπική δημόσια στάση τους απέναντί του. Εγώ απλά «γουστάρω» την ιδιότυπη κουλτούρα των γηπέδων και αποδίδω στα συνθήματα που αποθησαυρίζω μια αναμφισβήτητη λαογραφική αξία, η οποία, θεωρώ ότι πρέπει να αναδειχθεί και να διασωθεί, ως στοιχείο του λαϊκού μας πολιτισμού.

image

Συμφωνώ απόλυτα με την άποψη που κυριαρχεί στο βιβλίο σου, Το Παιχνίδι της εξέδρας, ότι δηλαδή τα γηπεδικά συνθήματα είναι ένα είδος δημοτικών τραγουδιών της εποχής μας. Πώς έφτασες σε αυτό το συμπέρασμα;

Πρώτα απ’ όλα είναι το είδος της δημόσιας συνάθροισης, εκεί όπου οι θεατές επινοούν συστηματικά λόγο που αναφέρεται, είτε επαινετικά είτε υβριστικά, σε ομάδες ανθρώπων που ενώνονται κάτω από μια κοινή αναφορά. Η ένταξη των οπαδών στον όχλο αίρει, βέβαια, αυτόματα κάθε αναστολή που μεμονωμένα ίσως έχει κανείς, όταν είναι μόνος. Το βιβλίο φιλοδοξεί να αναδείξει τον εύστοχο και, πάνω απ’ όλα, ευθύ τρόπο έκφρασης, το ποιητικό, πολλές φορές, περιεχόμενο των συνθημάτων, το απόσταγμα κοινωνικής εμπειρίας που συγκροτούν, καθώς και τη συναισθηματική τους λειτουργικότητα, που τα κάνουν να έχουν μια αναμφισβήτητη λαογραφική αξία. Φιλοδοξία μου είναι τελικά να διασώσω και να αναδείξω μια λαϊκή έκφραση ζωής και καταφυγής που προσδιόρισε την ιστορική φυσιογνωμία της μικρής καθημερινής ανθρώπινης κλίμακας.

Η ανθολόγηση, σε αρκετά εκτεταμένο γεωγραφικό και θεματολογικό φάσμα των συνθημάτων, μας δίνει μια ευκαιρία να ανασύρουμε στιγμές και εικόνες από το θησαυρό των προσωπικών μας βιωμάτων, προσφέρουν ένα συναρπαστικό ταξίδι στους τόπους της συλλογικής περιπέτειας. Προσπάθησα να ερευνήσω ένα σημαντικό κεφάλαιο της μικροϊστορίας σε έναν κοινωνικό χώρο που είναι παραδοσιακά παραμελημένος από τους μελετητές.

«Κι όλο κλαίνε τα βαζελάκια στου ΟΑ, στου ΟΑΚΑ τα σκαλάκια», από τα αγαπημένα μου συνθήματα μαζί με το «Ο πιο καλός ο χασικλής, πρέπει να είναι Ηρακλής». Μου αρέσει άλλο ένα αλλά δεν το γράφω, διαβάζει και ο μπαμπάς μου. Ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά μπορείς να διαλέξεις το δικό σου Top 3;

Μου βάζεις δύσκολα! Έτσι όπως το πας δεν θα αγοράσει κανείς το βιβλίο. Πλάκα κάνω. Θα ξεχώριζα πάντως πολλά από τα συνθήματα που αναδεικνύουν την αντιπαλότητα Αθήνας-Θεσσαλονίκης, καθώς και εκείνα που αναφέρονται στη λειψυδρία που έπληξε την Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Αλήθεια, γιατί διάλεξες τα αποσιωπητικά στο «Παιχνίδι της εξέδρας» αντί να γράψεις ολόκληρα τα βρωμόλογα; Ο Ηλίας Πετρόπουλος θα ένιωθε προδομένος.

Δεν είμαι δα και ο πρώτος που ακολουθεί αυτήν την πρακτική, άλλωστε νομίζω ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα κατανόησης, ο νοών νοείτω….

Βαθιά σεξιστικά τα 8 στα 10 γηπεδικά συνθήματα. Πού να καθίσουμε οι γυναίκες στις κερκίδες και να μη θέλουμε να σας γιαουρτώσουμε; Υπάρχει χώρος για κολλητές, ερωμένες, συζύγους ή κόρες στα γήπεδα;

Τα παλιότερα συνθήματα ήταν πιο «αθώα», το μπινελίκι το συναντούσες σπάνια. Οι χαρακτηρισμοί που αντάλλασσαν οι οπαδοί ήταν ήπιοι, «μαουνιέρηδες», «βαζέλες», «χανούμια» και για τους καθ’ ημάς «Τούρκοι», «σκουλήκια», «γριές», το «κουρέλες» ήταν «πολύ βαρύ». Ο μετασχηματισμός ήταν σταδιακός, τώρα ακούμε κυρίως συνθήματα που τη ρίμα τους κυνηγά μόνο τη βωμολοχία. Άρα, ναι, οι γυναίκες, και κυρίως οι «άμοιρες οι μανούλες» σίγουρα δεν θα νιώθουν και πολύ βολικά στο γήπεδο.

Πόσο εύκολα συνδυάζεις το Θεσσαλονικιός με το γαύρος;

Πανεύκολα! Πηγαίνω εδώ και είκοσι και πλέον χρόνια σε όλα τα γήπεδα της Θεσσαλονίκης, παρέα με παοκτσήδες, αρειανούς, ηρακλειδείς φίλους μου. Μην τρελαινόμαστε παιδιά, παιχνίδι είναι, να περνάμε καλά πάνω απ’ όλα, να πειράζουμε ο ένας τον άλλον, αλλά μέχρι εκεί…

Είμαστε ένας λαός ποιητών και αυτό «βγαίνει» στην κερκίδα;

Είναι να απορεί κανείς με την ευρηματικότητα όλων αυτών των σπουδαίων στιχοπλόκων της κερκίδας που εμπνέονται από όσα βλέπουν, και προσαρμόζουν τις μελωδίες γνωστών τραγουδιών ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής. Η μπάλα, άλλωστε, σίγουρα δεν παίζεται μόνο μέσα στο γήπεδο, παίζεται και στις κερκίδες από χιλιάδες κατά φαντασίωση γκολτζήδες με τέτοιο πάθος, που συχνά δεν το έχουν ούτε και οι ίδιοι οι αθλητές. Τώρα, πώς προκύπτουν όλα αυτά τα συνθήματα, μη με ρωτάς να σου πω… Αναρωτιέμαι και εγώ ποιοι τα εμπνέονται, δεν έχω καταλήξει αν αποτελούν μια σύγχρονη εκδοχή «δημοτικών τραγουδιών».

Πρόσφατα, με αφορμή την τραγική κατάληξη των ανθρώπων της Charlie Hebdo έγινε πολύ κουβέντα για τα όρια της σάτιρας. Τα ελληνικά γήπεδα έχουν ιερό ή όσιο;

Δεν είμαι σίγουρος, αν πρέπει να υπάρχουν ηθικοί περιορισμοί στη χρήση των συνθημάτων ούτε και για τα σχετικά με τις κοινωνικές τους προεκτάσεις. Το σίγουρο είναι ότι η «κερκίδα» είναι από τους τελευταίους ζωντανούς χώρους δράσης του λαϊκού πολιτισμού. Όλα αυτά τα συναισθήματα της ιδιότυπης «πολιτισμικής φυλής» των οπαδών, κατά την ιεροτελεστία του Κυριακοδεύτερου, διεισδύουν στα σώψυχα της οπαδικής κοινωνίας.

Info: «Το παιχνίδι της εξέδρας» παρουσιάζεται την Πέμπτη 29/1 στις 20.30, στον Ιανό. Στην …εξέδρα του καφέ παίρνουν θέση η Μυρτώ Αλικάκη, ο Στέλιος Κούλογλου, ο Αντώνης Πανούτσος, ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος, ο Παύλος Τσίμας και η Βικτόρια Χίσλοπ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ