Βιβλιο

Bossa Nova στην ταράτσα

Καλοκαιρινές ιστορίες (IV)

6971-132439.jpg
Ελένη Σταματούκου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
73551-148349.jpg

«Σήμερα θα μάθουμε bossa nova» μας ανακοίνωσε η δασκάλα χορού και άρχισε να μας δείχνει τα βήματα. Ένα, δυο, τρία, τέσσερα ως το άπειρο, μετράω ένα καλοκαίρι χωρίς τον Χρήστο. Όσα αγόρια γνώρισα μετά από αυτόν πάντα μου αφιέρωναν τραγούδια που δε θα άκουγα ποτέ. Ανησυχώ για το μετά, προσπαθώ να δημιουργήσω ζώνες ασφαλείας, σημεία προστασίας.

«Μαρία συγκεντρώσου» μου είπε με αυστηρό τόνο η βραζιλιάνα δασκάλα μας. Δε ξέρω γιατί αποφάσισα να γραφτώ σε σχολή χορού, είμαι τόσο άγαρμπη που δε θα μάθω ποτέ μου να χορεύω, το κατάλαβε και ο καβαλιέρος μου, ο κύριος Γιώργος, ένας 65άρης συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος, ο οποίος κάθε φορά που τον πατάω, ενώ εγώ δαγκώνω τα χείλη μου από ντροπή, εκείνος ατάραχος συνεχίζει να μου χαμογελά. Ο κύριος Γιώργος ξεκίνησε χορό για να ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του -την έχασε πέρυσι τον Αύγουστο- και εγώ για να ξεπεράσω τον Χρήστο, που με άφησε πέρυσι γιατί ερωτεύτηκε κάποια άλλη.

Η Σόφη φταίει για όλα, και αυτή μόλις είχε χωρίσει και είχε τη φαεινή ιδέα να κάνουμε κάτι δημιουργικό για να μη σκεφτόμαστε τους πρώην. «Και ένα και δυο και τρία, στροφή και λυγίστε, με χάρη, με χάρη λέω» συνέχισε στο ίδιο τέμπο η Λάουρα η δασκάλα, και το σώμα μου βαρύ και ασήκωτο ακούμπησε πάνω στο παρκέ. Από το πέσιμο μου έμεινε μια μελανιά ψηλά στο μηρό. Οι άνθρωποι είναι άγαρμποι, τσαλακώνουν μόνοι τα σώματα τους και μετά σου ζητάνε εξηγήσεις, να για αυτό δεν έμαθα ποτέ μου να χορεύω. «Έλα να σου δείξω» μου λέει αγανακτισμένη η Λάουρα, «να κάνε ένα βήμα πίσω, δυο μπρος, στροβιλίσου γύρω από την καρδιά που είναι η ομόκεντρος σου, ανοιγόκλεισε τα μάτια. Είσαι καλά;» με ρωτάει και εγώ είμαι έτοιμη να χάσω πάλι την ισορροπία μου. «Είσαι καλά;», επαναλαμβάνει, «πες μου πώς νιώθεις;». «Αγκάλιασε με…» της λέω και είμαι έτοιμη να βάλω τα κλάματα, και οι συμμαθητές μου με κοιτούν λες και είμαι τρελή. Στα αποδυτήρια κοίταξα το γυμνό μου σώμα στον καθρέπτη, η μελανιά είχε φτάσει μέχρι την καρδιά.

Την επόμενη μέρα ανακοίνωσα στη Σόφη ότι δε θα ξαναέρθω στο μάθημα γιατί αποφάσισα να κάνω μαθήματα φλογέρας. Πώς ξεπερνάς ένα χωρισμό; Μαθαίνοντας φλογέρα, έτσι ξεπέρασε η φίλη μου η Άννα τον Μάνο. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι τρόποι, πχ. πίνεις πολύ τζίν, τρως σοκολάτες, θυμάσαι τους παλιούς σου φίλους, (το ευχάριστο βέβαια θα ήταν να σε θυμούνται και αυτοί), βγαίνεις ραντεβού με άνδρες που και αυτοί ξεπερνούν κάποια πρώην, παραμιλάς στο δρόμο, δουλεύεις πολύ (αν έχεις δουλειά). Κι αν όμως δε θες να τον ξεπεράσεις; Τότε κοιμάσαι με το γεμάτο τρύπες μπλουζάκι του και δεν τον παίρνεις τηλέφωνο για να του υπενθυμίσεις να πάρει τα τελευταία του πράγματα, επειδή ελπίζεις ότι αν παραμείνουν στο σπίτι ίσως αυτός κάποια στιγμή θα επιστρέψει. Εγώ όμως ακόμα φοράω το φθαρμένο μακό του Χρήστου, είναι το μόνο που μου απέμεινε γιατί τα πράγματα του ήρθαν οι μεταφορείς και τα πήραν.

Έτσι λοιπόν μια μέρα αποφάσισα να γραφτώ στο ωδείο, αλλά δεν το είχα ούτε με τη φλογέρα. «Φταίει που καπνίζεις πολύ» μου είπε ευγενικά ο δάσκαλος μου ο κύριος Πέτρος και ενώ και οι δυο ξέραμε την αλήθεια ότι απλά δεν είχα την αίσθηση του ρυθμού. «Και τώρα πώς θα τον ξεπεράσω;», αναρωτήθηκα φεύγοντας σχεδόν απελπισμένη από το ωδείο. Πήρα τη Σόφη τηλέφωνο να τη ρωτήσω πώς πάνε τα μαθήματα χορού και εκείνη με κάλεσε το βράδυ σε ένα πάρτι σε μια ταράτσα κάπου στο κέντρο της Αθήνας. «Θα έχει ωραίο κόσμο, μπορεί και να γνωρίσουμε κάποιον ενδιαφέρων τύπο που δεν περνάει Κρίση» μου είπε χαρούμενη.

Με τη Σόφη έχουμε περίπου την ίδια ιστορία ζωής, κορίτσι αγαπάει αγόρι, αγόρι αγαπάει κορίτσι και δεν έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Η Σόφη όμως, όπως και ο κύριος Γιώργος έχουν κάνει βήματα προόδου, έχουν μάθει σάμπα, ρούμπα, μπόσα νόβα, μπορεί και ταγκό. Εγώ πάλι ακόμα δε μπορώ να περπατήσω σταθερά, το βήμα μου είναι ταχύ και εύθραυστο, μοιάζει σα να παίζω κουτσό.

Κουτσαίνοντας λοιπόν πήγα και στο πάρτι. Κορίτσια με λουλούδια στα μαλλιά σαν τα hula girls λικνίζονταν στους ρυθμούς της bossa nova και τα αγόρια σχεδόν μεθυσμένα τα κοίταζαν με πόθο. Προσπάθησα και εγώ κάπως να κουνηθώ αλλά έμοιαζα σα σκουριασμένη ζυγαριά που χάνει στο ζύγι. Απογοητευμένη κινήθηκα προς το μπαρ, όταν πια μέτρησα τέσσερα ποτήρια μαργαρίτα κατάλαβα ότι είχε έρθει η ώρα της αποχώρησης. Μάταια προσπάθησα να βρω τη Σόφη για να την αποχαιρετήσω, υπέθεσα ότι θα ερωτεύτηκε κάποιον χορευτή και τώρα θα έκαναν μαθήματα ανατομίας. Οι περισσότεροι καλεσμένοι του πάρτι έκαναν μαθήματα ξένων γλωσσών και πιάνου, ήταν 4 παρά, η ώρα του ζευγαρώματος και εγώ μόνη στην ταράτσα κρατούσα την πέμπτη νομίζω μαργαρίτα και τα χείλη μου ήταν γεμάτα με αλάτι, για αυτό λες να πονάω ακόμα; Το αλάτι λένε κάνει κακό στην καρδιά. Και όσο προσπαθούσα να συντονίσω το σώμα μου στα βήματα της bossa nova που ακουγόταν από τα ηχεία, με πλησίασε ένας ψιλόλιγνος μελαχρινός άνδρας ο οποίος άρχισε να μου ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Η πέμπτη όμως μαργαρίτα είχε παραλύσει τις αισθήσεις μου. Εκείνος όμως συνέχισε να μου μιλά, αλλά εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν τα βήματα της bossa nova και τον Χρήστο. Απηυδισμένος τότε με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στο πιο σκοτεινό σημείο της ταράτσας, με έσφιξε πάνω στο σώμα του και άρχισε να μου μιλάει. «Έλα να σου δείξω τα αστέρια, ξέρω να ξεχωρίζω την Ανδρομέδα από τον Περσέα. Στον ορίζοντα διακρίνεις ένα τέλος;» με ρώτησε και κοίταξα να βρω το τέλος, αλλά μονάχα ηλιακούς θερμοσίφωνες και πιάτα δορυφορικών κεραιών έβλεπα. Μάλλον και αυτός κουτσαίνει, σκέφτηκα και τον άφησα να μου πει αυτά που ήθελε.

«Ποιος βάζει τις τελείες; Νόμιζα πως στις σχέσεις των ανθρώπων υπάρχουν μόνο κόμματα και πολλά αποσιωπητικά» και εγώ έτσι νόμιζα, συμφώνησα μαζί του. «Έλα να ακούσουμε μουσική, να ξαπλώσουμε σε μια ψάθα και να κοιτάξουμε τις κεραίες, θα τις μετρήσουμε μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Και είναι καλοκαίρι ακόμα, το επιβεβαιώνουν και οι ειδήσεις. Σταμάτησα να βλέπω ειδήσεις, να αγοράζω εφημερίδες, κοιτάζω μόνο τον κόσμο ανάστατο να τρέχει μες στην πόλη και αυτή η πόλη είναι γεμάτη αδιέξοδα. Ποιος ορίζει το τέλος;» με ρώτησε απεγνωσμένα. «Ο Χρήστος» του απάντησα και αυτός είπε κάτι για κάποια Ρία.

«Έλα να χορέψουμε bossa nova στην ταράτσα, θα πιούμε ρούμι και τζιν μέχρι να πεθάνουμε. Θα δούμε τις πολυκατοικίες να στραγγαλίζουν τον ήλιο και το φεγγάρι να ανατέλλει από το φονικό. Έλα να ονειρευτούμε. Όταν μεγαλώνεις δεν κάνεις όνειρα, τα αφήνεις ενέχυρα στο καλοκαίρι. Έλα να ξεχάσουμε το όνομα μας, και να αφουγκραστούμε το σώμα μας. Έλα να σταματήσουμε να πληρώνουμε τα πάγια επειδή είμαστε ακόμα ζωντανοί. Τι θα απογίνουμε απόψε; Έλα να καπνίσουμε πολλά τσιγάρα ίσως καταφέρουμε να δούμε τον ουρανό να ενώνεται με τη γη. Άτιμη Κρίση, σκρόφα, πουτάνα. Πόσοι αυτόχειρες; Πόσα θύματα ακόμα; Έλα να χορέψουμε bossa nova στην ταράτσα, σου υπόσχομαι ότι δε θα σε αφήσω να πέσεις ούτε μια στιγμή».

Δεν τον ξαναείδα από εκείνη τη νύχτα, ούτε έμαθα το όνομα του, το μόνο που ανακάλυψα ήταν ότι πονούσε για μια Ρία. Για εκείνη λοιπόν τη νύχτα εγώ ήμουν η Ρία και αυτός ο Χρήστος και μαζί χορέψαμε bossa nova στην ταράτσα, τι κι αν κάναμε λάθος τα βήματα, χορέψαμε, αυτό έχει σημασία…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ