Βιβλιο

Φώτης Καλαμαντής

Δυστυχώς απολύεσαι

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 492
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
73317-162981.jpg

Ματαιωμένες ελπίδες, κατεστραμμένα όνειρα, επαναστάσεις νοερές που ποτέ δεν έγιναν, γυναίκες που γλυκά σου λένε δεν πάει άλλο ήσουν μια παρένθεση, ρουτινιάρικοι γάμοι, η μιζέρια της καθημερινότητας, παράλογα όνειρα, ματαιώσει και διαψεύσεις, ζωές ερήμην. Ο συγγραφέας μας εξηγεί περισσότερα για το βιβλίο του «Δυστυχώς απολύεσαι» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κριτική.

Είναι τόσο θλιμμένη η καθημερινή ζωή;

Η καθημερινή ζωή δεν είναι θλιμμένη, είναι εξοργιστική. Το αίσθημα που επικρατεί είναι ο θυμός, όχι η θλίψη! Ο θυμός χτυπάει πρώτος και όταν δεν βρει διέξοδο εκτόνωσης γίνεται κατάσταση αυτοπαθής, ο άνθρωπος αυτοκατακρίνεται και αναπτύσσει ενοχές του τύπου «κάτι δεν έχω κάνει καλά». Και εκεί αρχίζει το στάδιο της κατάθλιψης. Ξυπνάει από άτσαλο ύπνο στη μέση της νύχτας με το αγωνιώδες ερώτημα «Τι θα απογίνω;». Διερωτάται γιατί δεν συμβαδίζει με τις επιταγές της εποχής, γιατί δεν ασχολείται με την περιβόητη καινοτομία που υπόσχεται λαμπρό μέλλον, δόξα και επιτυχία, μήπως είναι απλώς ένας άχρηστος μαλάκας; Κι αφού ήθελε να γίνει ένας απλός χτίστης, άξιος μάστορας και να βγάζει μεροκάματο, μήπως αυτό δεν είναι αρκετό; Μήπως πρέπει να εξασκηθεί και να κάνει διάφορα ζογκλερικά με τα τούβλα, λες να είναι καινοτομία αυτό και να γίνει σπουδαίος; Αν είναι ας του το πει κάποιος για να το προσπαθήσει επιτέλους, ρε γαμώτο!

Φταίει η οικονομική κρίση, φταίει η πραγματικότητα, φταίνε τα υποκείμενα; Πού να ξέρει κανείς;

Ακόμη και μέσα σε σχετικά ομογενοποιημένες ομάδες, όπως ένα τμήμα της Γ’ Λυκείου, η ομάδα πωλητών μιας πολυεθνικής, οι κυρίες του φιλόπτωχου της ενορίας του Αγίου Παντελεήμονα ή οι αγανακτισμένοι του Συντάγματος, καθένας είναι μια εξαιρετική μεμονωμένη περίπτωση: Ο ψηλός με τα αθλητικά που ανακατεύει εδώ και πολλή ώρα ένα φραπέ κοιτώντας μέσα στο ποτήρι κάτι που δεν υπάρχει, η καθώς πρέπει κυρία που περιμένει για ένα δέμα στο ταχυδρομείο ενώ τα μάτια της πετάνε κίτρινες σπίθες, ο θρησκόληπτος ταξιτζής που πιστεύει ότι η μαλακία τυφλώνει και ότι η τηλεόραση είναι το μάτι του διαβόλου μέσα στο σπίτι, όλοι κρύβουν τον δικό τους καημό με το δικό τους τρόπο. Υπάρχει μια ιστορία πίσω από κάθε ένα από αυτούς τους ανθρώπους. Σίγουρα κοινός παρονομαστής είναι σήμερα η κρίση. Τα υποκείμενα (οι άνθρωποι δηλαδή) κατάπληκτα νιώθουν εντελώς ανίκανα να κάνουν κάτι γι’ αυτή και περιμένουν να τα σώσει η πολιτική. Φυσικά η πολιτική όμως –όπως πάντα– δεν έχει καμία άλλη μέριμνα από την συντήρηση του αηδιαστικά μέτριου εαυτού της.

n

Νικάμε ποτέ;

Δεν είμαι βέβαιος και σε τέτοιες περιπτώσεις ρωτάω τους ήρωές μου, όμως αυτοί είναι επιφυλακτικοί: «Τι θέλει αυτός εδώ; Και τι είδους ερωτήσεις είναι αυτές; Πού το βρήκε το δικαίωμα;» Εκεί ο συγγραφέας επιστρατεύει όλες του τις ικανότητες, όλες τις μεθόδους, όλα τα κόλπα για να κάνει τον απελπισμένο πατέρα της Ματούλας ή τον Χρήστο με το αστείο επίθετο ή την αισθησιακή κυρία Χρύσα Κόντογλου, των αντίστοιχων διηγημάτων, να μιλήσουν επιτέλους. Από το απειλητικό «μεγάλε δίνε του μην τα πάρω τώρα» μέχρι το παρεξηγήσιμο «μα πώς τολμάτε κύριε Φώτη;» πρέπει να τους περάσω στην εξομολογητική αφήγηση άνευ όρων. Ο ήρωας χρειάζεται πολιορκία, φλερτ, κανάκεμα, απειλή, υπόσχεση, ακόμη και εξαπάτηση όπως ακριβώς σε μια ερωτική σχέση: Πες τα μου, Δήμητρα, και θα σε δείξω ωραία, λύσε μου το γρίφο των αισθημάτων σου και θα σε κάνω σούπερ σταρ, ομολόγησε τι σ’ έκανε να κλάψεις, Χρήστο, και θα σε κάνω να σ’ ερωτευτούν όλες… ή να σε μισήσουν… ή να σε λυπηθούν, φτάνει να μου πεις ποιος είσαι, τι θέλεις κι αν νιώθεις νικητής! Στο τέλος μιλάνε, ναι, αλλά η νίκη αντιπροσωπεύει κάτι διαφορετικό για τον καθένα και το κυριότερο: Με τα συνηθισμένα μέτρα η «νίκη» του καθενός δεν είναι πάντα «ευτυχής» κατάληξη.

Πώς αντιμετωπίζεις τις διαψεύσεις; Αν αγαπάς τη ζωή, αν αγαπάς τους ανθρώπους, μήπως τα βλέπεις με άλλο μάτι;

Για πολλούς είναι δύσκολο σήμερα να αγαπήσουν τη ζωή και τους ανθρώπους. Παλιότερα η ζωή ήταν μια ιστορία συνεχής, με αρχή, μέση και τέλος. Σήμερα είναι μια σειρά από σύντομα και –το χειρότερο– αυτοτελή, επεισόδια. Σήμερα εδώ, σ’ αυτή τη δουλειά, σ’ αυτό το σπίτι, σ’ αυτή τη σχέση, σ’ αυτή τη χώρα, αύριο αλλού, δηλαδή ζωή-βιογραφικό! Δείτε την ιστορία του διηγήματος «Μια καλή δουλειά»: Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι η αφοσίωση αλλά η ετοιμότητα. Δεν υπάρχει τίποτα σταθερό, όλα είναι «μέχρι νεοτέρας», καμιά χειρολαβή, σαν να είσαι όρθιος πάνω σ’ ένα τραπέζι με ρόδες που μπορεί να κινηθεί απροσδόκητα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ενώ εσύ πρέπει να κρατήσεις ισορροπία. Εφιάλτης… Η ζωή έχει γίνει πραγματικά κουραστική υπόθεση, η αγάπη όχι, αλλά αυτή είναι δύσκολο να τη βρεις, πρέπει πρώτα να βρεις δουλειά, βλέπεις. Ωστόσο για μερικούς από μας οι άνθρωποι παραμένουν αξιαγάπητοι. Πάντα με συγκινεί η εικόνα της εργατικής γυναικούλας που βαδίζει κουρασμένη στην Ομόνοια βραδάκι, κρατώντας μια σακούλα με δυο ψωμάκια και μασουλώντας σκεφτικά μια τυρόπιτα.

Το αίσθημα του ανικανοποίητου είναι σύμφυτο με τον άνθρωπο; Θέλουμε κάτι περισσότερο ή αυτό που βρίσκουμε είναι πάντα λίγο;

Λοιπόν, αυτό είναι ένα ερώτημα «πολυτελείας» με την έννοια ότι θα είχε θέση σε άλλους καιρούς. Πώς να χαρακτηρίσεις «ανικανοποίητο» τον ήρωα του διηγήματος «Δυστυχώς απολύεσαι», όταν αυτός είναι βέβαιος ότι θα σέρνεται από τη μια δουλειά στην άλλη μέχρι να το πάρει απόφαση να βάλει το πτυχίο μαζί με την αναλυτική βαθμολογία στον κώλο του και να πιάσει μια πρωινή ό,τι να ’ναι και μια βραδινή ντελίβερι; Μπορείς αυτόν να τον πεις αχάριστο ή ανικανοποίητο, όταν ο ίδιος αισθάνεται ότι και τριάντα ζωές να του είχαν χαρίσει θα πήγαιναν όλες στράφι; Σε λίγο καιρό βέβαια συμμορφώνεται, προσαρμόζεται, αποκτά και άποψη – αν και κανείς δεν χέστηκε για την άποψή του. Έτσι κι αλλιώς το άτομο αυτό μπορεί να θεωρεί έμπιστο τον Αλ Καπόνε ή λαμόγιο τον Ιησού Χριστό αφού ποτέ δεν θα χρειαστεί να εξαργυρώσει την άποψή του σ’ αυτή τη ζωή τύπου «καφενείο», στην οποία πιστεύει ότι θα καταναλώνει το χρόνο του…

Μας είχες συνηθίσει σε αστυνομικά /κοινωνικά μυθιστορήματα. Γιατί τώρα διηγήματα; Δοκιμάζεις ένα νέο είδος ή σου βγήκε έτσι

Δεν είμαι συγγραφέας, είμαι ρεπόρτερ. Γράφω ό,τι βλέπω και ό,τι με τριγυρίζει. Τα διηγήματα ήταν για μένα μια πρόκληση. Στο μυθιστόρημα καλλιεργείται μια βαθμιαία εξοικείωση του συγγραφέα με τον ήρωα, η σχέση είναι μακρόχρονη και συνεπώς προοδευτική, ενώ στο διήγημα ο πάγος πρέπει να σπάσει γρήγορα, οι ήρωες να πειστούν να ανοίξουν την καρδιά τους και να μιλήσουν μέσα στα όρια λίγων σελίδων, αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία σε ένα διήγημα! Ο άνθρωπος, η εικόνα του, οι εκφράσεις του, τα λόγια του, η καρδιά του, το πρόβλημά του, κάποιες ενδείξεις, η πρώτη δειλή αποκάλυψη, η ενθάρρυνση, η εξομολόγηση, όλα πρέπει να γίνουν σε λίγες σελίδες και δεν είναι εύκολο. Κάθε διήγημα ένας γρίφος για τον συγγραφέα, που βιάζεται, ζορίζεται γίνεται κλειστός, συνοφρυώνεται, κοιτάζει αλλού… «Τι έχεις;», «Συμβαίνει κάτι;» σε ρωτάνε. Και πώς να πεις ότι υπάρχει κάποιος που τον λένε Μιχάλη – ή Νίκο, δεν έχει σημασία – που τον είδες στο να κλαίει στο μετρό και ούτε πού τον ξέρεις, αλλά έχει μια ιστορία σκοτεινή πίσω του και δεν καταφέρνεις να τον κάνεις να ανοίξει επιτέλους τα χαρτιά του και να σου την πει χαρτί και καλαμάρι για να τον κάνεις διήγημα δέκα σελίδων; Κι ακόμη χειρότερα, όταν το καταφέρνεις και ο Μιχάλης - ή Νίκος - κάνει επιτέλους την κατάθεσή του και την υπογράφει, έχεις δηλαδή την πολυπόθητη ιστορία και νιώθεις ανακούφιση, τι να πεις; «Επιτέλους αυτό το κωλόπαιδο αποφάσισε να ανοίξει το στόμα του»; Αναγκαστικά το χαίρεσαι μόνος σου, χαμογελώντας σα μαλάκας μη δίνοντας σημασία στα απορημένα βλέμματα… Αλλά είναι ωραίο όταν γίνεται!

Ποιό είναι το καλύτερο βιβλίο που διάβασες πρόσφατα;

Επιστρέφω πάντα στις εμμονές μου, το βάθος και τη φόρμα. Αυτή τη φορά εντατικές επαναλήψεις αντίστοιχων εκπροσώπων: Βικτόρ Ουγκώ (Άθλιοι) και Τζων Λε Καρέ (Οι άνθρωποι του Σμάιλι). Και Καλαμαντή διαβάζω – χωρίς καμιά διάθεση για ασεβείς συγκρίσεις, αλλά αγάπησα πολύ αυτά τα διηγήματα του ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΠΟΛΥΕΣΑΙ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ