Βιβλιο

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν: Η λογικο-φιλοσοφική πραγματεία

Η θεωρία για την αλήθεια της γλώσσας έχει μετασχηματιστεί σε θεωρία της κοινωνικής επικοινωνίας: με τον Βιτγκενστάιν, η φιλοσοφία παραδέχτηκε ότι η γλώσσα δεν είναι το αποκλειστικό μέσο πρόσβασης στην αλήθεια.

62222-137653.jpg
A.V. Team
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν
Ο φιλόσοφος Λούντβιχ Βιτγκενστάιν © Wikimedia Commons

Η ζωή του φιλοσόφου Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και το βιβλίο «Tractatus Logico-Philosophicus» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίαμβος σε μετάφραση Ανδρέα Γεωργαλλίδη.

Το «Tractatus Logico-Philosophicus», ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά κείμενα του 20ού αιώνα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίαμβος σε μετάφραση Ανδρέα Γεωργαλλίδη. Πρόκειται για το μοναδικό φιλοσοφικό έργο που δημοσίευσε ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν ενόσω ήταν εν ζωή – κι όπως ο Ντεκάρτ έδωσε τρομερή ώθηση στη φιλοσοφία στην αρχή του Τριακονταετούς πολέμου, ο Βιτγκενστάιν άλλαξε την πορεία της φιλοσοφίας στην αρχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Με ριζικότερο τρόπο από οποιονδήποτε είχε προηγηθεί, τοποθέτησε τη λογική της γλώσσας στο κέντρο της σκέψης. Αυτή η καμπή τον κατέστησε έναν από τους φιλοσόφους του 20ού αιώνα με τη μεγαλύτερη επίδραση.

Ποιος ήταν ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν

Ο Βιτγκενστάιν γεννήθηκε το 1899 στη Βιέννη, την πόλη του Φρόιντ, του Μαχ, του Γκούσταβ Μάλερ και του Ρόμπερτ Μούζιλ. Ήταν ο μικρότερος μιας οικογένειας με εννέα παιδιά. Ο πατέρας του, ο Καρλ Βιτγκενστάιν ήταν μεγιστάνας της σιδηρουργίας· η μητέρα του ήταν πιανίστα: ο συνδυασμός μεγαλοαστικής τάξης και καλλιτεχνικής ευαισθησίας θυμίζει τους «Μπούντενμπρουκς» του Τόμας Μαν – μόνο που τρία από τα παιδιά των Βιτγκενστάιν αυτοκτόνησαν νωρίς.

Το 1906 ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν γράφτηκε στο πολυτεχνείο του Βερολίνου με σκοπό να γίνει μηχανικός, αλλά περισσότερο τον ενθουσίαζε η λογική και τα μαθηματικά. Όταν επισκέφτηκε στην Ιένα τον μαθηματικό Γκότλομπ Φρέγκε που προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει τους γενικούς νόμους της λογικής, ο Φρέγκε αναγνώρισε το ταλέντο του και τον κατηύθυνε σε δυο μεγάλους φιλοσόφους της εποχής εκείνης: τον Άλφρεντ Νορθ Γουίτχεντ και τον Μπέρτραντ Ράσελ από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Ο Βιτγκενστάιν γράφτηκε στο τμήμα φιλοσοφίας του Τρίνιτι Κόλετζ αλλά, στην αρχή, ο Ράσελ τον θεώρησε φαφλατά – δεν άργησε όμως να αναγνωρίζει την ιδιοφυΐα του. Στο Κέιμπριτζ, ο Βιτγκενστάιν εργαζόταν μανιωδώς στο «Tractatus logico-philosophicus» που τελείωσε πριν από το τέλος του πολέμου, το καλοκαίρι του 1918, αλλά δημοσιεύτηκε σε ένα περιοδικό τρία χρόνια αργότερα. Το 1922 κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση με τον λατινικό τίτλο: ήταν ένα έργο μόλις εκατό σελίδων με φράσεις και παραγράφους αριθμημένες σχολαστικά που θύμιζαν την αρίθμηση των εδαφίων της βίβλου. Η αντίδραση, τόσο στο Κέιμπριτζ, όσο και στον υπόλοιπο φιλοσοφικό κόσμο στη Δύση, ήταν ενθουσιώδης. Η ρηξικέλευθη ιδέα του Βιτγκενστάιν ήταν το ότι έθεσε στο κέντρο της φιλοσοφίας τη γλώσσα η οποία ήταν μέχρι τότε ο φτωχός συγγενής της φιλοσοφίας. Ο Βιτγκενστάιν προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει τη λογική της ανθρώπινης εμπειρίας και της γνώσης του κόσμου μέσω της λογικής της γλώσσας.

Το όνειρο του Βιτγκενστάιν ήταν μια γλώσσα ακριβείας που να επιτρέπει τη σύλληψη και την περιγραφή της πραγματικότητας με αντικειμενικό τρόπο σε όλα τα πεδία της ζωής. Άρχισε εμπνέοντας την εταιρεία Έρνστ Μαχ, μια ομάδα θεωρητικών και φιλοσόφων που συναντιούνταν στη Βιέννη η οποία το 1922 συνενώθηκε με τον Κύκλο της Βιέννης με στόχο την τελειοποίηση του προγράμματος του Βιτγκενστάιν. Ο Κύκλος εργάστηκε για 14 χρόνια και ύστερα παραιτήθηκε, ευτυχώς για όλους μας: ο άκρατος αυταρχισμός στη γλώσσα θα οδηγούσε σε αυταρχισμό στην κοινωνία... Πώς θα μπορούσε να υπαγορεύσει κανείς στους πολίτες μια «γλώσσα ακριβείας»; Θα ήταν τουλάχιστον αλλόκοτο αν οι καθηγητές στα σχολεία επέμεναν ώστε οι μαθητές να μη γράφουν αμφίσημες φράσεις, να μην καταφεύγουν στην ειρωνεία και να καταργήσουν όλες τις μεταφορές. Ακόμα κι αν η μεταρρύθμιση του Βιτγκενστάιν είχε ανανεώσει τη φιλοσοφία, θα την είχε κάνει πάρα πολύ βαρετή.

Η αιτία αυτής της αποτυχίας δεν αποδίδεται στην ποιότητα της εργασίας του Κύκλου της Βιέννης· είναι βαθύτερη. Μια γλώσσα ακριβείας θα ήταν εντελώς απάνθρωπη με την κυριολεκτική έννοια: θα συνιστούσε περιφρόνηση προς την ανθρώπινη εξέλιξη και τη θεμελιακή λειτουργία της γλώσσας. Η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης της γλώσσας δεν είναι η έρευνα της αλήθειας και της γνώσης του εαυτού, αλλά μάλλον η κοινωνική ανάγκη αλληλοκατανόησης. Αντιθέτως, ο Βιτγκενστάιν θεωρούσε τη γλώσσα γενικό εργαλείο της γνώσης και την έβλεπε με το μάτι του τεχνικού ή του μηχανικού που εκτιμά την αξία της μόνον σε σχέση με τη λογική. Ο Βιτγκενστάιν μοιραζόταν αυτή την υπερβολή με τον Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ και τον Ράσελ για τους οποίους η λογική ήταν ένα είδος οικουμενικής διατύπωσης της σκέψης – πράμα που ίσως δεν ισχύει. Η λογική είναι ένα από τα μέσα με τα οποία σκεφτόμαστε και ένα από τα στοιχεία της γλώσσας. Όμως, το να προσπαθούμε να τα κρίνουμε όλα με τους νόμους της λογικής οδηγεί σε παραλογισμό.

Για να καταλάβουμε πώς άνθρωποι τόσο έξυπνοι όπως ο Ράσελ και ο Βιτγκενστάιν έφτασαν στο σημείο να εξηγούν τον κόσμο με τους κανόνες της λογικής, πρέπει να πάρουμε υπόψη την εμπαθή ατμόσφαιρα του Κέιμπριτζ της εποχής. Το πνεύμα των πρωτοπόρων –τεχνικών και μηχανικών– είχε κατακτήσει τη φιλοσοφία η οποία ξανάνθιζε μετά από κάμποσες δεκαετίες χωρίς έμπνευση. Ούτε ο Ράσελ, ούτε ο Βιτγκενστάιν ήξεραν με σιγουριά ότι θα οδηγούσαν τη φιλοσοφία στο απόγειό της ή αν, αντιθέτως, θα την κατεδάφιζαν. Τους είχαν συνεπάρει οι ίδιες οι ιδέες τους: πίστευαν ότι η ζωή έπρεπε να είναι «ορθογώνια». Kαι έδειχναν μεγάλη αλαζονεία προς τις άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες. Ο Βιτγκενστάιν είχε διαβάσει τον Φρόιντ, αλλά, καθώς έκρινε τα πάντα με κριτήριο τη χρησιμότητα για τη λογική, έβρισκε την ψυχανάλυση άγονη, ενώ δεν ήξερε τίποτα από τη νευρολογία.

Η φιλοσοφική παιδεία του Βιτγκενστάιν ήταν αρκετά απλή, αντίθετα με εκείνη του Ράσελ. Γι’ αυτό, δεν τον ένοιαζε να μάθει αν ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει με επαρκή τρόπο την αντικειμενική πραγματικότητα· ένα ερώτημα που απασχολούσε τη φιλοσοφία από την εποχή του Καντ. Ούτε ενδιαφερόταν για την ψυχολογία της αντίληψης που απασχολούσε κάμποσους συγχρόνους του. Στο «Tractatus» δεν έπαριρνε υπόψη του το κοινωνικό συγκείμενο της γλώσσας. Αυτό εξηγεί γιατί ο ιδανικός άνθρωπος του Βιτγκενστάιν έπρεπε να χρησιμοποιεί τη γλώσσα κάπως σαν τον 11χρονο Τζόζεφ του Όλιβερ Σακς στο βιβλίο «The Mind’s Eye»: «Ο Τζόζεφ έβλεπε, διέκρινε, έφτιαχνε κατηγορίες, χρησιμοποιούσε· δεν είχε καμιά δυσκολία στην ταξινόμηση και στη γενίκευση, ήταν όμως ανίκανος να ξεπεράσει αυτό το στάδιο... Έδινε την εντύπωση ότι αντιλαμβανόταν τα πάντα με την κυριολεκτική τους έννοια λες και δεν μπορούσε να παίξει με τις εικόνες, τις υποθέσεις, τις δυνατότητες ή να εισδύσει στο βασίλειο της φαντασίας ή των μεταφορών. Ήταν προσκολλημένος στο παρόν σαν ζώο ή σαν παιδάκι και περιορισμένος στη συγκεκριμένη και άμεση εμπειρία, μόνο που αυτό τού γινόταν φανερό μέσα από μια συνείδηση που δεν μπορεί να έχει ένα μικρό παιδί».

«Tractatus Logico-Philosophicus» του φιλοσόφου Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, από τις εκδόσεις Ίαμβος
Στην αρχή, ο Βιτγκενστάιν δεν ήθελε να παραδεχτεί την παραμικρή αντίρρηση στο «Tractatus» του. Πίστευε, με τον συνηθισμένο του τρόπο, ότι είπε ό,τι είχε πει ό,τι μπορούσε να λεχθεί. Γι’ αυτό αρνήθηκε να υπηρετήσει τη φιλοσοφία στην οποία έκανε μια σύντομη εισβολή με τόσο βαριές επιπτώσεις. Μοίρασε την κληρονομιά του στις αδερφές και στους αδερφούς του και βάλθηκε να ξοδεύει μεγάλα ποσά για να βοηθάει νέους ποιητές, ζωγράφους και αρχιτέκτονες. Το επόμενο στάδιο ήταν μια απόδραση στην πρακτική παιδαγωγική: ο διάσημος φιλόσοφος σπούδασε στο ινστιτούτο δημοδιδασκάλων της Βιέννης και άρχισε να εργάζεται σε επαρχιακό δημοτικό σχολείο. Με καταστροφικά αποτελέσματα: απεδείχθη τύραννος για τους μαθητές του. Το 1926, λίγο προτού πάθει νευρικό κλονισμό, εγκατέλειψε την εκπαίδευση και βρήκε προσωρινά δουλειά ως βοηθός κηπουρού σε μοναστήρι. Ύστερα όρμησε σε κάτι άλλο: μαζί μ’ έναν αρχιτέκτονα σχεδίασε και έχτισε για την αδελφή του τη Μαργκαρέτε μια κυβιστική έπαυλη στη Βιέννη· το εσωτερικό το έφτιαξε μοναχός του. Το σπίτι έγινε κέντρο των διανοουμένων και τα μέλη του Κύκλου της Βιέννης. Το 1929, ο Βιτγκενστάιν επέστρεψε στο Κέιμπριτζ μετά από 15 χρόνια απουσίας και πήρε το διδακτορικό του παρουσιάζοντας το «Tractatus» ως θέμα της διατριβής του. Οι νεότερες όμως εργασίες του τον αποσπούσαν από όσα δήλωνε σ’ αυτό το νεανικό του έργο. Δούλευε σαν δαιμονισμένος αλλά πίστευε ότι τίποτα απ’ όσα είχε γράψει δεν άξιζε να δει το φως το δημοσιότητας. Απλός βοηθός στο πανεπιστήμιο, ο Βιτγκενστάιν ζούσε λιτά με τη βοήθεια υποτροφιών προτού γίνει καθηγητής σε ηλικία πενήντα ετών. Εκείνη την εποχή ήταν ερημίτης και «καθοδηγητής» όπως έγραφε ο ίδιος σε έναν παλιό του μαθητή· ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο που πέρασε από την πολυτέλεια στη φτώχεια και είχε γίνει από νωρίς ένας θρύλος.

Σε κάποια στιγμή ο Βιτγκενστάιν αντιλήφθηκε ότι η θεωρία του για τη γλώσσα σαν αντίγραφο της πραγματικότητας ήταν λανθασμένη. Τη χαριστική βολή δέχτηκε από έναν συνάδελφό του στο Κέιμπριτζ, τον οικονομολόγο Πιέρο Σράφα. Όταν ο Βιτγκενστάιν δήλωνε ότι η γλώσσα αντανακλούσε τη λογική δομή της πραγματικότητας, ο Σάφρα πέρασε κάτω από το πηγούνι του την άκρη των δακτύλων του χεριού του που ήταν στραμμένο προς τα έξω και ρώτησε: «Ποια είναι το λογικό σχήμα αυτού;» Ο Βιτγκενστάιν εγκατέλειψε τη θεωρία της αντανάκλασης και αργότερα αφιέρωσε το ύστερο έργο του «Φιλοσοφικές έρευνες» που άρχισε το 1936 μετά από κάμποσες αποτυχημένες απόπειρες. Στο βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε το 1953, δηλαδή δυο χρόνια μετά τον θάνατό του, εγκατέλειπε όχι μόνον τη θεωρία της αντανάκλασης αλλά και την ιδέα ότι μπορούμε να καταλάβουμε τη γλώσσα μόνον μέσω της λογικής. Αν το “Tractatus” ήταν ένα αδιέξοδο, οι “Φιλοσοφικές έρευνες” απέκτησαν διαρκές κύρος τόσο για τη φιλοσοφία όσο και για τη γλωσσολογία, μια επιστήμη που μόλις ανέτελλε. Ένας καινούργιος κλάδος της φιλοσοφίας αναπτύχθηκε με τον Βιτγκενστάιν: η αναλυτική φιλοσοφία που ήταν ίσως το σημαντικό φιλοσοφικό ρεύμα στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Ακολουθώντας την αρχή που εμπνεύστηκε ο Βιτγκενστάιν, τα φιλοσοφικά προβλήματα γίνονται κατανοητά και αναλύονται σαν προβλήματα που προκύπτουν από τη γλωσσική έκφραση. Ο τρόπος με τον οποίον οι άνθρωποι αποκτούν την εμπειρία του κόσμου επηρεάζεται πάντα από τη γλώσσα τους. Δεν υπάρχουν «καθαρές» εμπειρίες που να μην διαταράσσονται από τη γλωσσική σκέψη· ομοίως δεν υπάρχουν ποτέ σαφείς και ακριβείς σημασίες, εφόσον η γλώσσα έχει πάντα πολλαπλές έννοιες. Όπως γράφει ο Ρίχαρτ Πρεχτ στο βιβλίο του «Ταξίδι στη φιλοσοφία», «το πεδίο της αναλυτικής φιλοσοφίας είναι μια ζούγκλα όπου οι εμπειρίες και η γλώσσα αναμιγνύονται και αλληλεπιδρούν.»

Η γλωσσολογία αφομοίωσε τη θεωρία του Βιτγκενστάιν για τα «παιχνίδια της γλώσσας» και ενδιαφέρθηκε για τη σπουδαιότητα του λόγου σε διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια. Με αυτή την αφετηρία ο Άγγλος Τζον Λάνγκσο Όστιν και ο Αμερικανός Τζον Ρότζερς Σιρλ ανέπτυξαν στα χρόνια του ’50 και του ’60 μια θεωρία των πράξεων του λόγου. Εφόσον, όπως παρατηρεί ο Όστιν, «όταν μιλάμε κάνουμε κάτι». Το καθοριστικό ερώτημα για την κατανόηση των φράσεων δεν είναι αν κάτι αληθεύει ή όχι, αλλά αν η κατανόηση καταλήγει ή δεν καταλήγει στην επιθυμητή σημασία. Η θεωρία για την αλήθεια της γλώσσας έχει μετασχηματιστεί σε θεωρία της κοινωνικής επικοινωνίας: με τον Βιτγκενστάιν, η φιλοσοφία παραδέχτηκε ότι η γλώσσα δεν είναι το αποκλειστικό μέσο πρόσβασης στην αλήθεια. Αυτό που διαφοροποιεί τους τρόπους σκέψης και ομιλίας ανάμεσα στα άτομα, διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα. Τα όρια των συσκευών αισθητηριακής αντίληψης και τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του κόσμου μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ