Βιβλιο

Η Κική κάθε βράδυ

Καλοκαιρινές ιστορίες (ΙΙΙ)

6971-132439.jpg
Ελένη Σταματούκου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
73053-146959.jpg

Φέτος δε θα πάω διακοπές, θα καθίσω μπροστά στον υπολογιστή και θα μαθαίνω τα νέα των φίλων μου από τα νησιά. Θα βγάζω μόνο βόλτα τον σκύλο λίγο πριν νυχτώσει, θα αφήσω από πείσμα τις γλάστρες της να ξεραθούν και επίτηδες τα πιάτα άπλυτα και αργά το βράδυ θα συχνάζω στα μπαρ που άντεξαν στην Κρίση.

Η Κική με χώρισε πριν έξι μήνες, μου είπε ότι η σχέση μας έχει πεθάνει εδώ και καιρό, τη συντηρούσαν οι μαμάδες μας και οι κοινοί μας φίλοι ο Αλέξης και η Ντίνα. Μου είπε ότι αγαπούσε μόνη για δυο, μπορεί να είχε και δίκιο.

Την Κική τη γνώρισα όταν ήμουν φοιτητής στην ΑΣΟΕE, δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη αλλά είχε κάτι που έκανε το στομάχι μου να πονάει όταν την κοίταζα. Δέκα χρόνια μαζί, έπρεπε κάπου να μας πήγαινε η ζωή, μας πήγε μέχρι το κέντρο σε ένα τριάρι στο Λυκαβηττό με ένα σκύλο και χωρισμένους στα δυο τους λογαριασμούς. Ξαφνικά όμως ένα απόγευμα το στομάχι μου σταμάτησε να με πονάει και απέκτησα φοβερούς πονοκεφάλους.

Εγώ κράτησα το τριάρι και τον Βαγγέλη και εκείνη πήρε τα έπιπλα, δίκαιος διακανονισμός. Πριν φύγει μου άφησε τάπερ με φαγητό στην κατάψυξη, και κόλλησε πάνω στο ψυγείο ένα χαρτί με τις δουλειές που έπρεπε να κάνω. «Μη ξεχάσεις να ποτίζεις τα λουλούδια, να πλένεις τα πιάτα, να βγάζεις τον Βαγγέλη δυο φορές την ημέρα βόλτα, να πάρεις από τα καθαριστήριο το κουστούμι σου, να πληρώσεις τη δόση του αυτοκινήτου, να, να…». Στο τέλος της λίστας είχε γράψει με το στυλό ένα «σε αγαπώ». Καιρό είχα να διαβάσω το «σε αγαπώ» της, όσο ήμασταν μαζί οι πιο όμορφες δυο λέξεις είχαν γίνει φωνές, κλάματα, γαβγίσματα, γκρίνια, δυνατά χτυπήματα στην πόρτα και ατελείωτα τσιγάρα μοναξιάς στις 3 το πρωί στο μπαλκόνι.

Με την Κική τώρα που το σκέφτομαι μας πάει το χώρια, εκείνη ήταν γεμάτη προστακτικές και εγώ ευχετικές υποτακτικές, δεν τα βρήκαμε στις εγκλήσεις και στα ρήματα, τα κλείναμε πάντα λάθος. Και έτσι τώρα θα περάσω μόνος το καλοκαίρι στην Αθήνα, και όσο μεγαλώνει η μέρα εδώ, τόσο η ζέστη γίνεται ανυπόφορη.

Σήμερα κάθισα μέχρι αργά στη δουλειά επειδή λειτουργούσε το κλιματιστικό, δεν είχα και τίποτα άλλο να κάνω και έτσι έπαιζα τέτρις για να περάσει η ώρα. Γύρισα σπίτι κατά τις 9, ο Βαγγέλης με περίμενε πίσω από την πόρτα με το λουρί στο στόμα, ο καημένος τώρα πια που δεν υπάρχει Κική τον βγάζω μόνο μια φορά την ημέρα βόλτα, για αυτό σήμερα όμως θα τον αφήσω να τρέξει ελεύθερος, να σημαδέψει τις ρόδες των αυτοκινήτων και τους στύλους της ΔΕΗ, να κυνηγήσει γάτες και κορίτσια που φορούν φούστες, τα κορίτσια μάλλον τα προτιμά επειδή του λείπει η Κική.

Περπατήσαμε μαζί μέχρι το Κολωνάκι, κατεβήκαμε τη Σόλωνος και μετά βγήκαμε στην Ακαδημίας, η πόλη ήταν άδεια, μόνο κάτι τουρίστες χάζευαν τις βιτρίνες των καταστημάτων. Η νύχτα ήταν γλυκιά είχε και ένα δροσερό αεράκι που παρέσερνε στο διάβα του τις μυρωδιές των γιασεμιών των εναπομεινάντων αυλών του κέντρου. Είχα όρεξη για μια κρύα μπίρα και ο Βαγγέλης για παρέα, έτσι αποφάσισα να πάμε στο 7 Jokers στη Βουλής, εκεί παλιά συχνάζαμε με την Κική, δίναμε ραντεβού μετά τη δουλειά, πίναμε πολύ, συζητάγαμε και γυρνάγαμε σπίτι και κάναμε έρωτα, μετά βαρεθήκαμε τις εξόδους, νοικιάζαμε ταινίες, παραγγέλναμε πίτσες και φλερτάραμε αγνώστους μέσω facebook. Την απάτησα με μια συνάδελφο από το γραφείο, δεν της το είπα ποτέ, ίσως το κατάλαβε για αυτό και με άφησε.

Ο Βαγγέλης τώρα με λύσσα τραβάει το λουρί του μάλλον θα είδε καμιά μαύρη γάτα αυτές έχει μανία να κυνηγά, κι όμως ο πονηρός είχε δει την Κική. Τον άφησα ελεύθερο και έτρεξε σα δαιμονισμένος προς το μέρος της. Έτσι όπως την είδα από μακριά μου φάνηκε ότι ομόρφυνε ίσως έφταιγε το κοκκινάδι στα χείλη της και οι ασημένιοι χαλκάδες στα αυτιά της που είχαν μπλεχτεί στα λυτά της μαλλιά που πνίγονταν μέσα στο στήθος της. «Τι κάνεις Άρη; Έχω καιρό να σε δω, μαθαίνω βέβαια τα νέα σου από τον Αλέξη» μου είπε αμήχανα. «Να έβγαλα τον Βαγγέλη βόλτα και είπα να έρθω να πιω μια μπίρα. Θα μου κάνεις παρέα;» τη ρώτησα και για μια στιγμή νόμισα ότι επανήλθε εκείνος ο παλιός πόνος στο στομάχι. Ήθελα να τη φιλήσω, να την αγκαλιάσω, να της πιάσω για λίγο το χέρι, να δω αν είναι ίδια όπως παλιά. «Με περιμένουν κάτι φίλοι, αλλά έχω λίγη ώρα για μια μπίρα» είπε κομπιάζοντας και κοίταξε το ρολόι της. Την ακούμπησα στην πλάτη και της έδειξα δυο θέσεις στην άκρη του μπαρ.

Μούδιασμα, ανάσες βαθιές, απερίσκεπτες κινήσεις των χεριών, των χειλιών των κάτω άκρων, νιώθω το σώμα μου έτοιμο να εκραγεί και εκείνη ατάραχη μου μιλάει για το νέο της διαμέρισμα στα Πετράλωνα και την τρελή επιστήμονα συγκάτοικο της. Θέλω να της πω μη μιλάς για λίγο, άσε με να σε κοιτώ. Ερωτική απομένουσα διάθεση. Κάποτε τα δυο αυτά σώματα ερωτεύτηκαν βαθιά, οι διαθέσεις όμως έληξαν, δεν άντεξαν το περιττό βάρος. Τι παράξενο αυτούς που κάποτε θέλησες βαθιά να τους συναντάς τυχαία στις άκρες των μπαρ. Και ψάχνω θέματα συζήτησης και τα άδεια μπουκάλια μπίρας αυξάνονται πάνω στη μπάρα. Τώρα μιλάμε για τον καιρό, την ασυντόνιστη Κρίση, την αργία στη δουλειά, τους θαμώνες που ερωτοτροπούν δίπλα μας σχεδόν νευρικά. Η Κική χαμογελά. Προσπαθώ να κρατηθώ από τις λέξεις της να βρω κρυμμένα νοήματα, μα και εμείς γίναμε σαν και αυτούς που κάποτε κοροϊδεύαμε, περαστικοί που συναντιούνται τυχαία στα μπαρ και δε μιλούν πια, απλά ανταλλάσσουν από συνήθεια επιφωνήματα σε ω εκκωφαντικά και ο στρογγυλά. Τίποτα δε θα είναι όπως παλιά συνειδητοποιώ.

«Τι έχεις» με ρωτάει η Κική σχεδόν μεθυσμένη και τα μάτια της είναι κατακόκκινα. «Τίποτα» της απαντάω και τη φιλάω στο στόμα… Από εκείνο το βράδυ ξέρω ότι με την Κική δε θα βρισκόμαστε τυχαία στις άκρες των μπαρ, δε θα συστηνόμαστε ξανά για να βρούμε κάτι να πούμε, δε θα φλερτάρουμε από ανία ή προσωπική μοναξιά, δε θα γεμίζουμε τα κενά της σιωπής με μπόλικο αλκοόλ, παρά στο τέλος της νύχτας ναρκωμένοι θα φιλιόμαστε, και τα σώματα μας θα κουμπώνουν όπως παλιά και θα γυρίζουμε ευτυχισμένοι στο σπίτι μαζί. Με την Κική τελικά μας πηγαίνει πιο πολύ το μαζί παρά το χώρια. Με λένε Άρη και αγαπάω μια Κική, η ζωή μόνο έτσι είναι ωραία…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ