Βιβλιο

Cry me a river

Καλοκαιρινές ιστορίες (ΙΙ)

6971-132439.jpg
Ελένη Σταματούκου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
72602-146105.jpg

Έβαλε βιαστικά κάποια πράγματα στο σάκο και βγήκε από το σπίτι, προχώρησε αρκετά μέχρι που βγήκε στον κεντρικό δρόμο, κοίταξε τα διερχόμενα αυτοκίνητα και προέκτεινε τον αντίχειρα της. Περίμενε για αρκετή ώρα ώσπου ένα φορτηγάκι με αθηναϊκές πινακίδες σταμάτησε.

«Πού πας;», τη ρώτησε ο οδηγός, «στη Θεσσαλονίκη» αποκρίθηκε εκείνη. «Εγώ έχω τελικό προορισμό τη Λάρισα. Μετά πρέπει να βρεις κάποιον άλλον» της είπε χαμογελώντας πονηρά και δυο χρυσά δόντια αποκαλύφθηκαν μέσα από το στόμα του. Η ανάσα του μύριζε τσιγάρο, ενώ από το σώμα του αναδυόταν μια μυρωδιά μούχλας. Το πουκάμισο του είχε κολλήσει πάνω στο δέρμα του, και τα μαλλιά του ήταν λιγδιασμένα. Τον έλεγαν Μάρκο, πήγαινε στη Λάρισα να βρει μια γκόμενα ρωσίδα στην καταγωγή, ήταν 45 χρονών, έτσι της δήλωσε αλλά έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος. «Γυναίκες πουτάνες, όλες ίδιες είναι» της είπε και την κοίταξε μέσα από τον καθρέπτη. «Τη Ρωσίδα την πληρώνω για να τη πηδάω, έχει ένα μικρό παιδί, το έκανε με έναν μαλάκα στην πατρίδα της. Πουτάνα τι περιμένεις».

Η Κατερίνα ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι της και έβαλε το χέρι της βαθιά μέσα στο σάκο της. Τους ήξερε τους άνδρες σαν τον Μάρκο, είχε συναντήσει πολλούς από δαύτους. «Σου αρέσουν τα λεφτά; Έχω πολλά» τη ρώτησε και πήρε το χέρι του από το τιμόνι και το έβαλε πάνω στο μπούτι της. Εκείνη έβγαλε το σουγιά από το σάκο της και σημάδεψε το χέρι του. «Σταμάτα το αυτοκίνητο να κατέβω» τον απείλησε. «Παλιοτσουλί έπρεπε να σε καταλάβω από την αρχή», της είπε εκνευρισμένος και φρέναρε απότομα πάνω στην άσφαλτο. Η Κατερίνα ψύχραιμη άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε έξω σημαδεύοντας τον με το σουγιά της, «παλιομαλάκα» του φώναξε και έκλεισε με μια δυνατή κλωτσιά την πόρτα.

Το όλο συμβάν είδε ένας άνδρας που είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητο του λίγα μέτρα πιο κάτω. «Είστε καλά δεσποινίς;» τη ρώτησε. Η καρδιά της ακόμα χτύπαγε δυνατά, ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, αλλά δεν είχε χρόνο για χάσιμο έπρεπε σήμερα πάση θυσία να πάει στη Θεσσαλονίκη. Έτριψε με τα χέρια της τα μάτια της και ρώτησε τον άγνωστο άνδρα αν μπορεί να την πάρει μαζί του. Έτσι χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε συνοδηγός στο αυτοκίνητο του Μιχάλη.

«Να σου πάρω ένα τσιγάρο; Να ανοίξω και το ραδιόφωνο;» τον ρώτησε και εκείνος έγνεψε καταφατικά. Μέσα από τα ηχεία ακούστηκε η φωνή της Julie London να τραγουδά το Cry me a river. «Σου αρέσει η Julie London; Άρεσε πολύ στη μητέρα μου», είπε εκείνη και άναψε το τσιγάρο. «Πάτα το λίγο» τον παρακίνησε και δυνάμωσε κι άλλο την ένταση του ραδιοφώνου και το αυτοκίνητο γέμισε με τη φωνή της London. Ο Μιχάλης ανέβασε ταχύτητα και το παλιό μπλε φίατ πήρε φωτιά. «Είσαι παντρεμένος ε; Είδα τη βέρα στο χέρι σου», είπε η Κατερίνα. Εκείνος χαμογέλασε και γύρισε τη βέρα στο δάχτυλο του. «Τη λένε Ευτέρπη, έχουμε δυο παιδιά, αυτούς πάω να συναντήσω στην Απροβάλτα». «Εγώ δε θα κάνω ποτέ παιδιά. Τα παιδιά είναι μεγάλος μπελάς, να δες εμένα, δε θα ήθελα ποτέ να είχα μια κόρη που κάνει ωτοστόπ στην εθνική και μπαίνει στα αμάξια αγνώστων ανδρών» του είπε. «Δε φοβάσαι;» απόρησε εκείνος. «Τι να φοβηθώ; Εσένα; Ξέρω να προφυλάσσομαι» και του έδειξε το σουγιά που είχε μέσα στο σάκο της και ο Μιχάλης την κοίταξε έντρομος. «Θα νομίσει ότι είμαι καμία σχιζοφρενής δολοφόνος» σκέφτηκε από μέσα της η Κατερίνα. Ήταν μόλις 25 χρονών, οι κινήσεις της όμως και η όλη συμπεριφορά της την έκαναν να μοιάζει μεγαλύτερη σε ηλικία. «Η Julie London άρεσε πολύ στη μητέρα μου» επανέλαβε για να σπάσει κάπως την αμηχανία που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα τους. «Ήταν τραγουδίστρια, μη φανταστείς καμιά σπουδαία, θα μπορούσε να γίνει βέβαια, είχε ωραία φωνή, αλλά ερωτεύτηκε τον πατέρα μου, έκανε και τέσσερα παιδιά, καταλαβαίνεις… που χρόνος για καριέρα. Θυμάμαι μας έβαζε στο κασετόφωνο και ακούγαμε το «Cry me a river». Ο πατέρας μου είναι λαϊκός άνθρωπος δεν ταίριαζαν με τη μάνα μου, αλλά αγαπιόντουσαν. Μαρία την έλεγαν, μου λένε όλοι ότι της μοιάζω, να δες», και έβγαλε από το σάκο της μια φωτογραφία με τη μάνα της. «Πράγματι της μοιάζεις» συμφώνησε μαζί της ο Μιχάλης. «Και εγώ τραγουδάω, πριν ένα μήνα ήμουν πρώτη φωνή σε ένα σκυλάδικο στη Θήβα, τον Μαύρο Γάτο. Το ξημέρωμα όταν άδειαζε το μαγαζί τραγούδαγα για εμένα και το προσωπικό. Μη με βλέπεις έτσι, λέω και τραγούδια του Ξαρχάκου και του Θοδωράκη «μην τον ρωτάς τον ουρανό», αυτό είναι το αγαπημένο μου. Έχω καλή φωνή όχι σαν της μάνας μου, εκείνη ήταν το αηδόνι» συνέχισε.

«Γιατί θέλεις να πας στη Θεσσαλονίκη;» απόρησε ο Μιχάλης. «Πάω να βρω έναν έρωτα…» απάντησε εκείνη και βούλιαξε στη θέση της κλείνοντας τα μάτια της. Ξύπνησε ενώ περνούσαν έξω από το Λιτόχωρο. «Μέσα Ιουλίου και ακόμα να δω τη θάλασσα, αν είχαμε χρόνο θα σου έλεγα να πάμε μια βόλτα μέσα στην πόλη, αλλά και οι δυο βιαζόμαστε να φτάσουμε στον προορισμό μας. Αντρέα τον λένε, είναι καλό παιδί, θα φύγει την Κυριακή με το φορτηγό του πατέρα του Γερμανία για έξι μήνες. Ανεβαίνω πάνω για να του κάνω έκπληξη. Είχε έρθει στο μαγαζί ένα βράδυ, κάθισα στο τραπέζι του, καμιά φορά κάνουμε παρέα στους πελάτες, κονσομασιόν δηλαδή, μόνο χέρι μας βάζουν. Κάποιες κοπέλες, κοιμούνται κρυφά με κανά πελάτη για τα λεφτά. Το αφεντικό δε θέλει τέτοια στο μαγαζί του, θυμώνει, είναι άνθρωπος της νύχτας αλλά τίμιος, πώς γίνεται αυτό θα με ρωτήσεις, κι όμως γίνεται. Εμένα με έδιωξε από το μαγαζί, μου είπε να αφήσω το τραγούδι και να βρω ένα καλό παιδί και να παντρευτώ. Είμαι μικρή ακόμα για τέτοια, εγώ απλά θέλω τον Ανδρέα. Ήταν έρωτας από την πρώτη ματιά, υπάρχουν ακόμα τέτοιοι, η μάνα μου με τον πατέρα μου έτσι την πάτησαν. Μιλάω πολύ ε;» του είπε και άρχισε να γελάει.

«Εκείνος σε αγαπάει;» τη ρώτησε ο Μιχάλης σχεδόν ειρωνικά θέλοντας να την αμφισβητήσει. «Νομίζω πως ναι, μου είπε ότι με θέλει, ξέρεις τώρα εσείς οι άνδρες δε λέτε και πολλά κι όταν λέτε δεν τα εννοείτε. Εσύ την αγαπάς την Ευτέρπη;» αντέστρεψε την ερώτηση του επίτηδες. «Νομίζω πως ναι» είπε εκείνος σχεδόν διστακτικά και κοίταξε με ζήλια τη νεαρή συνοδηγό του. «Είσαι πολύ όμορφη Κατερίνα. Ο Ανδρέας είναι πολύ τυχερός που σε έχει» της είπε σχεδόν ντροπαλά και εκείνη κοκκίνισε. Είχε καιρό να ακούσει από κάποιον ότι είναι όμορφη. Οι περισσότεροι άνδρες που γνώριζε την αντιμετώπιζαν σαν αντικείμενο, μόνο ο Αντρέας διέφερε, αλλά και με αυτόν πόσο θα κρατούσε, όλοι οι άνδρες είναι ίδιοι, ακόμα κι αυτός τώρα αν μπορούσε θα την πήδαγε και μετά θα πήγαινε να συνεχίσει τη ζωή του με τη γυναικούλα του και τα παιδάκια του.

Την άφησε κάπου κοντά στην Αγία Σοφία, τον φίλησε στο μάγουλο και τον αγκάλιασε σφιχτά. Έμειναν αγκαλιασμένοι μερικά δευτερόλεπτα, το σώμα του μύριζε λεμόνι και η ανάσα του μέντα, μπορεί αυτός να ήταν διαφορετικός, σκέφτηκε. Έκλεισε την πόρτα και άρχισε να τρέχει σαν ελάφι μέσα στο γκρίζο δάσος της πόλης, ώσπου σταμάτησε και γύρισε πίσω της να δει αν το μπλε φίατ ήταν ακόμα εκεί να την περιμένει…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ