Βιβλιο

Άνθος αραβοσίτου στιγμής

Καλοκαιρινές ιστορίες (Ι)

6971-132439.jpg
Ελένη Σταματούκου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
72034-145049.jpg

«Σε πήρε μια Μυρτώ τηλέφωνο» είπε η Αλίκη στον Ορέστη, «μου είπε ότι το Σάββατο 12 Ιουλίου έχετε συνάντηση οι παλιοί συμμαθητές σε ένα μαγαζί στο κέντρο, μου άφησε το τηλέφωνο της για να την πάρεις να συνεννοηθείτε».

Τη Μυρτώ, ο Ορέστης την ήξερε από μικρό παιδί, ήταν πάντα κουρεμένη σαν playmobil. Τα καλοκαίρια που σταματούσαν τα σχολεία, κάθε απόγευμα ερχόταν επίσκεψη με τη μητέρα της στο σπίτι τους. Οι δυο γυναίκες έπιναν καφέ και συζητούσαν τα νέα της γειτονίας, ενώ εκείνοι αφού έτρωγαν την παγωμένη κρέμα που έφτιαχνε η μαμά του με άνθος αραβοσίτου στιγμής, ανέβαιναν κρυφά στην ταράτσα και γέμιζαν μπαλόνια με νερό και τα πέταγαν στους περαστικούς.

Ο Ορέστης έκανε κρυφά παρέα με τη Μυρτώ, δεν ήθελε να ξέρουν οι φίλοι του ότι συμπαθεί τις γυναίκες. Μέχρι το δημοτικό το αντίθετο φύλο ήταν ξορκισμένος εχθρός. Η Μυρτώ όμως δεν ήταν σαν τα άλλα κορίτσια, μάζευε αυτοκόλλητα panini, έπαιζε ποδόσφαιρο και σκαρφάλωνε στη μάντρα του κυρ Αλέκου για να δει στα κλεφτά τις ταινίες που έπαιζε ο θερινός της γειτονιάς τους. Μαζί είχαν δει όλα τα παλιά αμερικάνικα ασπρόμαυρα φιλμ, είχαν μάθει απέξω όλους τους πρωταγωνιστές, τον Κλάρκ Γκέιμπλ, τον Γκάρι Γκράντ, τη Μέριλιν και πολλούς άλλους. Κανένα κορίτσι δεν τολμούσε να κάνει αυτά που έκανε η Μυρτώ, για αυτό και τα αγόρια τη φώναζαν Ταρζάν. Ο Ταρζάν όμως ξαφνικά άρχισε να φοράει φούστες και σουτιέν και να αφήνει τα μαλλιά της μακριά. Μια μέρα του ανακοίνωσε ότι δεν πρέπει πια να κάνουν τόσο πολύ παρέα γιατί αυτός είναι αγόρι και αυτή κορίτσι. Ο Ορέστης τότε θύμωσε πολύ και αποφάσισε να μην της ξαναμιλήσει, άντεξε μόνο δυο εβδομάδες μακριά της.

Για να τα ξαναβρούν, δούλεψε στο ζαχαροπλαστείο του θείου του, και με τα λεφτά που κέρδισε αγόρασε εισιτήρια για να πάνε να δουν την Καζαμπλάνκα. Εκείνη νόμιζε ότι θα δουν την ταινία από τη μάντρα και εκεί που ήταν έτοιμη να σκαρφαλώσει στον τοίχο, ο Ορέστης τη σταμάτησε και τις έδειξε τα εισιτήρια λέγοντας της «μα τώρα πια φοράς φούστες».

Η Μυρτώ ήταν η πρώτη κοπέλα που φίλησε. Ήταν Αύγουστος και είχαν πάει οικογενειακώς διακοπές σε ένα κάμπινγκ στο Πευκί. Οι γονείς τους έπαιζαν μπιρίμπα έξω από τις σκηνές, και αυτοί βρήκαν ευκαιρία και έκλεψαν κάτι μπίρες από το ψυγείο του πατέρα του και πήγαν στη ντισκοτέκ του κάμπινγκ. Η ντισκομπάλα σκόρπιζε φλουό χρώματα στην κέντρο της άδειας πίστας, ενώ από τα ηχεία ακουγόταν ο Ρακιτζής. Τη φίλησε όταν εκείνη τραγουδούσε τους στίχους του Πούφ, δε θυμάται αν το έκανε επειδή τον ενοχλούσε το τραγούδι, ή αν τη βρήκε απλά όμορφη.

Στο γυμνάσιο και στο Λύκειο ήταν επίσημα ζευγάρι, έκαναν κοπάνες και κατέβαιναν με το λεωφορείο στο κέντρο, ενώ κάθε Σάββατο πήγαιναν στα Goody’s στο Χαλάνδρι. Τα χάλασαν για λίγο στις πανελλήνιες, τέλη όμως Ιουνίου την πήρε και πήγαν μαζί διακοπές στην Πάρο, εκεί κοιμήθηκαν μαζί για πρώτη φορά. Δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν, έτσι όπως ήταν και οι δυο άπειροι αγχώνονταν. Τα σώματα τους ήταν τόσο άγαρμπα που τη Μυρτώ την πήραν τα κλάματα και ο Ορέστης δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί, απλά την άφησε να κλαίει. Το βράδυ πριν φύγουν από το νησί ήπιαν επίτηδες αρκετά και το έκαναν.

Ο Ορέστης μετά το σεξ αγάπησε τη Μυρτώ ακόμα πιο πολύ. Αυτό ήταν το τελευταίο τους καλοκαίρι μαζί, μετά απλά χάθηκαν. Η Μυρτώ πέρασε στην Κρήτη φιλοσοφική και αυτός πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη. Αντάλλαξαν λίγα γράμματα στην αρχή, και μερικά «θα σε αγαπώ για πάντα», ώσπου εκείνος βρήκε την Αλίκη και η Μυρτώ κάποιον άλλον. Μάθαινε νέα της από τη μητέρα του, έχασε τα ίχνη της όταν οι γονείς της μετακόμισαν μόνιμα στη Νάξο, από εκεί καταγόταν ο πατέρας της.

Την είδε τυχαία ένα βράδυ Ιουλίου έξω από το Pop, φορούσε ένα άσπρο φόρεμα και έμοιαζε λες και ήταν βγαλμένη από όνειρο. Ήταν μαζί με τη φίλη της την Κική, έπιναν κοκτέιλ και γελούσαν. Θέλησε να πάει να της μιλήσει, αλλά τι θα της έλεγε, είχαν περάσει και τόσα χρόνια. Την άφησε λοιπόν εκεί να κάθεται όρθια αγκαλιά με ένα μοχίτο και να τη φλερτάρουν τα αγόρια της διπλανής παρέας. Είναι μερικές γυναίκες που περνάνε από τη ζωή σου και θέλεις να τις θυμάσαι έτσι όπως τις γνώρισες.

Πέρασαν και άλλα καλοκαιρία και η Μυρτώ ξεχάστηκε μέσα σε αυτά. Την είδε ξανά πριν δυο χρόνια στο κάμπινγκ στο Πευκί, ήταν έγκυος και δίπλα της καθόταν ένας ψιλόλιγνος μελαχρινός άνδρας. Δεν της μίλησε, την άφησε εκεί πάνω στη ξαπλώστρα να κοιτά τη θάλασσα. Ήταν ακόμα όμορφη όπως τότε. Μερικές αγάπες παραμένουν ανερμήνευτες για αυτό και αντέχουν μες στο χρόνο…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ