Βιβλιο

LawVid-19 - Διήγημα: Αργύρης Καλλιρώσης, Το κλιμάκιο

«Εμένα δεν με πειράζει καθόλου αυτό που έγινε με τον κoρονοϊό. Κατ' αρχήν γιατί τον κόλλησα και τελικά δεν πέθανα»

62222-137653.jpg
A.V. Team
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
pexels-dziana-hasanbekava-7063767.jpg

LawVid-19: Διαβάστε το διήγημα του Αργύρη Καλλιρώση με τίτλο «Το κλιμάκιο» που απέσπασε το τρίτο βραβείο στον διαγωνισμό με θέμα την πανδημία

Εμένα δεν με πειράζει καθόλου αυτό που έγινε με τον κoρονοϊό. Κατ' αρχήν γιατί τον κόλλησα και τελικά δεν πέθανα. Ο γιατρός μάλιστα που με εξέτασε χτες είπε: «Αυτός ξεμπέρδεψε. Είναι από τους λίγους που έχει ανοσία. Μπορεί να πάει στην πρώτη γραμμή». Εγώ το άκουσα στην αρχή και νόμιζα ότι θα με στείλουν στον πόλεμο. Βέβαια δεν είχα ακούσει τίποτα για πόλεμο αλλά και πάλι ποτέ δεν ξέρεις. Τελικά μου έδωσε ένα χαρτί και μου είπε να πάω στο Δημαρχείο και θα μου πουν εκεί τι να κάνω. Πήγα αμέσως στο Δημαρχείο, δίπλα ήταν. Έδωσα το χαρτί σε έναν χοντρό κύριο που καθόταν στο πρώτο γραφείο που μπήκα. Με κοίταξε ο χοντρός, κοίταξε και το χαρτί και μου είπε ότι ήμουν ό,τι χρειαζόταν. «Ό,τι τον χρειαζόμασταν ρε παιδιά» γύρισε και είπε σε κάτι άλλους που καθόντουσαν πίσω του. Φορούσαν όλοι μάσκες. Έδωσε το χαρτί και σε ένα άλλον. Αυτός το κοίταξε και είπε «Στον ουρανό σε ψάχναμε στη γη σε βρήκαμε πουλάκι μου». Το είπε αλλάζοντας τη φωνή του, την έκανε κάπως πιο ψιλή και γέλασαν λίγο οι άλλοι που κάθονταν στα γραφεία. Σηκώθηκαν και πήραν κι αυτοί το χαρτί και το γύριζαν ο ένας στον άλλον και κοίταζαν μια εμένα και μια το χαρτί. Εγώ δεν μιλούσα, απλά καθόμουν σε μια καρέκλα που με είχαν βάλει και ούτε που τους κοίταζα. Μόνο λίγο έτσι στα κλεφτά για να δω αν θα μου κάνουν κανένα νόημα. Σκεφτόμουν ότι αποκλείεται να με στείλουν στο πόλεμο γιατί εγώ στρατό δεν πήγα. «Αυτός είναι Γιώτα Ψυχ.» Το’ χε πει ο στρατολόγος. Είχε βάλει και σφραγίδα στο βιβλιάριο και το΄ χε δώσει στη μάνα μου. «Θα ξανάρθετε σε έξι μήνες και θα πάρετε την οριστική απαλλαγή», της είχε πει. Σ΄ εμένα δεν είχε πει τίποτα. Φερόταν σαν να μην υπάρχω, σα να’ μαι αόρατος. Γενικά το κάνανε οι άνθρωποι αυτό μαζί μου. Και οι περισσότεροι στέκονταν σε απόσταση. Όχι μόνο τώρα με τον κoρονοϊό δηλαδή, που οι άνθρωποι προσέχουν και δεν πλησιάζουν ο ένας τον άλλον. Εμένα έτσι κι αλλιώς και πριν δεν με πλησίαζαν.

-«Πάρε το Θανάση τηλέφωνο να τον έχει μαζί του, να τον ξεκουράσει λίγο. Έχει μήνες να πάρει ρεπό», είπε μια κυρία.

Μετά από λίγο ήρθε ο Θανάσης. Δεν φορούσε μάσκα ούτε και γάντια. Μίλησε με το χοντρό, διάβασε το χαρτί κι ύστερα ήρθε κοντά μου. Με χτύπησε φιλικά στον ώμο και είπε:

-«Ανοσία κι εσύ ε; Έλα σήκω να φύγουμε. Δες τους πως μας κοιτάζουν …θα μας ματιάσουν». Γέλασε δυνατά και ύστερα είπε κάτι σ’ εμένα αλλά για να το ακούσουν αυτοί που κάθονταν στο γραφείο με τις μάσκες: -«Σε λίγο θα μας παρακαλάνε να τους πηδήξουμε τις γυναίκες…» Κανα δύο γέλασαν αλλά όχι όπως πριν που έκανε αλλιώς τη φωνή του ο χοντρός.

- «Τελικά τι θα κάνω;» Τον ρώτησα γιατί μ’ έτρωγε και είχα βαρεθεί κιόλας. Είχε περάσει κι αρκετή ώρα και έπρεπε να γυρίσω στη δουλειά.

- «Δεν στό’ πανε; Θα πηγαίνουμε στα νοσοκομεία να μαζεύουμε τους νεκρούς. Δεν υπάρχουν πολλοί γι’ αυτή την δουλειά. Και είσαι και τυχερός γιατί θα πληρώνεσαι με κουπόνια για το σούπερ μάρκετ. Στην αρχή δεν μας πληρώνανε καθόλου. Λόγω επιστράτευσης. Δώσαμε αγώνα για να παίρνουμε τα κουπόνια. Έτοιμα τα βρίσκετε εσείς οι καινούργιοι». Τον κοίταξα αλλά δεν είχα τίποτα να του πω. Νομίζω όμως ότι περίμενε κάτι. Τελικά απογοητεύτηκε και μου είπε να έρθω στο Δημαρχείο στις έξι το απόγευμα.

-«Γάντια μη φέρεις μας παρέχει η υπηρεσία». Δεν είχα σκεφτεί να φέρω πάντως.

Έφυγα με τα πόδια και πήγα στη δουλειά. Δουλεύω στο σιδεράδικο του κυρ’ Ηλία. Μια αποθήκη μεγάλη είναι γεμάτη με σίδερα όλων των ειδών. Κάγκελα, σύρματα και κάτι μεγάλες σιδερένιες βέργες που βάζουν στις οικοδομές. Έρχονται οι πελάτες λένε τι θέλουν κι εμείς τα φορτώνουμε πρώτα σε μια τροχαλία κι ύστερα στα αυτοκίνητα. Όταν λέω «εμείς» εννοώ τον εμένα και τον Τάκη. Ο Τάκης είναι πολύ δυνατός. Πιο δυνατός κι από εμένα. Αυτός μου έμαθε την δουλειά. «Δεν είναι δύσκολο, μόνο να προσέχεις μη φας κανένα δάχτυλο». Μου είχε δείξει τον αντίχειρά του που έλειπε το νύχι και ήταν σαν πατημένο. Παλιά δούλευαν κι άλλοι στο σιδεράδικο. Άλλοι για πολύ άλλοι για λιγότερο καιρό. Οι περισσότεροι ήταν ξένοι. Ινδοί και Πακιστανοί. Έβγαινε ο κυρ’ Ηλίας και τους φώναζε : «Τελειώνετε γαμώ το Θεό σας γαμώ το Βούδα και τον Αλλάχ σας». Όλο το Θεό τους έβριζε. Αυτοί δεν έλεγαν τίποτα. Πάντως δεν τους είχα δει ποτέ να προσεύχονται. Με ενοχλούν οι φωνές. Μια φορά που μου έπεσε ένα σίδερο βγήκε απ’το γραφείο και άρχισε να μου φωνάζει ο κυρ Ηλίας «Άντε μαλάκα πρόσεχε, μαλάκα έ μαλάκα». Εγώ τον κοίταζα στα μάτια και το μόνο που σκεφτόμουν είναι να μη το πει στη μάνα μου. Γύρισε εκείνη την ώρα ο Τάκης και είπε «Άστονα ρε». Τίποτα άλλο. Δεν φώναξε ούτε έβρισε. Το’πε όπως όταν ζητάμε συγγνώμη για κάτι που δεν φταίμε. Τώρα πια δεν φωνάζει ο κυρ Ηλίας. Αρρώστησε με καρκίνο και δεν μπορεί να μιλήσει δυνατά. Ντύνεται με ζεστά ρούχα ακόμα και το καλοκαίρι. Έγινε όμως καλά. Είχε λεφτά και πλήρωσε γιατρούς και την γλίτωσε. Έτσι είπε ο Τάκης : «Αυτός έχει λεφτά. Θα πληρώσει και θα γίνει καλά. Τα λεφτά όλα τα αγοράζουν. Ακόμα και την υγεία, φίλε».

Ο Τάκης είναι ο φίλος μου. Μου λέει «έλα φίλε πάρε τσιγάρο». Εκείνος με έμαθε να καπνίζω. Ο Τάκης πάντα με έπαιρνε μαζί του όπου και να πήγαινε. Δηλαδή όταν κάναμε διάλειμμα από την δουλειά και πηγαίναμε για τόστ και καφέ στη κεντρική πλατεία με το σιντριβάνι. Εγώ καμιά φορά έτρωγα και τυρόπιτα. Μια φορά με ρώτησε ο Τάκης «έχεις δοκιμάσει να πιεις φρέντο;».

«Όχι» του απάντησα.

«Φτιάχ’του ένα φρέντο γλυκό με σοκολάτα από πάνω» είπε στην κοπέλα που έφτιαχνε τους καφέδες. Αυτή τον έφτιαξε και πριν μου τον δώσει πήρε ένα μαρκαδόρο και ζωγράφισε πάνω στο πλαστικό ποτήρι ένα πρόσωπο χαμογελαστό και κάτι άλλο που έμοιαζε με καρδιά, αν και δεν ήταν τόσο πετυχημένη. Πάντα αυτή η κοπέλα μας φτιάχνει τους καφέδες. Τη λένε Μαρία. Είναι Αλβανίδα. Έχει μακριά μαύρα μαλλιά και είναι πάντα πολύ

βαμμένη. Της αρέσει ο Τάκης, αυτό μέχρι κι εγώ το έχω καταλάβει. Ο Τάκης όμως δεν ενδιαφέρεται. Έτσι είπε. «Έχω μάθει μόνος μου. Δεν θέλω υποχρεώσεις». Και είναι αλήθεια αυτό που είπε ότι είναι μόνος του. Αυτός δεν έχει κανένα. Ούτε τη μάνα του. Έτσι μου λέει συχνά: «Εγώ δεν έχω κανένα. Εσύ τουλάχιστον έχεις τη μάνα σου».

Παλιά όταν ήταν ανοιχτές οι ταβέρνες πηγαίναμε για φαγητό το μεσημέρι, ειδικά τις μέρες που είχε πολύ δουλειά και έπρεπε να ξαναγυρίσουμε στο σιδεράδικο. Έχει μια ταβέρνα κοντά στη δουλειά μας. Την έχει ένας Ρωσοπόντιος. Μου άρεσε στη ταβέρνα. Μύριζε τηγανητές πατάτες και λουκάνικα. Εκεί δεν πήγαιναν άλλοι Έλληνες. Μόνο ο Τάκης κι εγώ. Καθόμασταν στο ίδιο τραπέζι, μέσα ακόμα και όταν είχε καλό καιρό. Εγώ καθόμουν στην καρέκλα που έβλεπε στην πόρτα και κοίταζα κάθε φορά που άνοιγε ποιος θα μπει μέσα. Τις περισσότερες φορές μάντευα από πριν ποιος θα μπει. Καπνίζαμε και περιμέναμε να μας φέρει τα λουκάνικα και τις πατάτες. Ο Τάκης δεν έπινε ούτε νερό. Μόνο έπινε ένα σφηνάκι βότκα που έφερνε στο τέλος ο Πετράν που είχε την ταβέρνα. Πέτρο τον λένε αλλά όλοι τον φώναζαν Πετράν.

Τώρα που είναι κλειστά τα μαγαζιά καθόμαστε το μεσημέρι έξω από το σιδεράδικο και τρώμε πίτσες ή σουβλάκια. Ο κυρ Ηλίας μας κοιτάζει πίσω από τις λεκιασμένες κουρτίνες του γραφείου του κι όταν έρθει παραγγελία μας χτυπάει το τζάμι και μας δίνει ένα κίτρινο χαρτάκι με τα υλικά που πρέπει να ετοιμάσουμε. Εμείς κοιτάζουμε έξω στο δρόμο που όλο περνάνε αστυνομικοί με μηχανές και φορτηγά με εργάτες.

Προχθές περάσανε και οι γυναίκες της εκκλησίας. Μοίραζαν κάτι φυλλάδια και έκαναν έρανο. Μάζευαν τα λεφτά σε ένα κουτί. Επειδή οι εκκλησίες έχουν κλείσει δεν υπάρχει το παγκάρι που έριχνε λεφτά ο κόσμος. Όταν έμπαινε στην εκκλησία πάντα έριχνα κι εγώ ψιλά στο παγκάρι και άναβα ένα κεράκι. «Να μπαίνεις στην εκκλησία να ανάβεις κανένα κεράκι. Καλό θα σου κάνει». Μού ‘λεγε η μάνα μου. Όσες φορές άναψα πάντως όλα ήταν τα ίδια μετά. Καμία διαφορά.

Από τις γυναίκες της εκκλησίας την μια την ήξερα. Μένει κοντά στο σπίτι μου. Είχε χάσει τον άντρα της από τον κoρονοϊο από τους πρώτους στη γειτονιά. Είχε βγει στο δρόμο και έκλαιγε και φώναζε βοήθεια. Κανείς όμως δεν πήγε κοντά να βοηθήσει. Είχε μείνει μόνη της με ανοιχτή την πόρτα και τα μαλλιά της αχτένιστα. Φορούσε μια ρόμπα με λουλούδια ζωγραφισμένα και παντόφλες. Η μάνα μου μπήκε μέσα, έκλεισε τις μπαλκονόπορτες. Δεν μπορούσε να ακούει τις φωνές της γειτόνισσας. Άρχισε να διαβάζει μια σύνοψη και άναψε πάλι το καντήλι.

Εγώ όλο και κάτι τους έδινα και για τον έρανο. Ειδικά γιατί σκεφτόμουν ότι μπορεί να βοηθάει την γειτόνισσα που έχασε τον άντρα της. Ο Τάκης δεν τους έδινε τίποτα ποτέ. Δε νομίζω να είχε μπει και ποτέ του σε εκκλησία. Μια φορά μόνο τον είχα δει που είχε πάρει στα χέρια του ένα φυλλάδιο που είχε την ιστορία του Ιωνά. Ξέρετε, αυτή που έμεινε ο Ιωνάς τρεις μέρες την κοιλιά του κήτους και στο διάστημα αυτό προσευχόταν στο Θεό, παρακαλώντας να τον συγχωρέσει και την τρίτη μέρα το κήτος πλησίασε στη στεριά και τον έβγαλε από το στόμα του. Αφού το διάβασε κοίταξε λίγη ώρα μια εικόνα που είχε το κήτος απ’όπου βγήκε ο Ιωνάς. Από κάτω έγραφε: «Και το μεγάλο ψάρι εξέμεσε τον απρόθυμο να υπακούσει στον Θεό Ιωνά». Μου έκανε κι εμένα εντύπωση η εικόνα. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω αν το κήτος έβγαλε τον Ιωνά επειδή προσευχόταν όσο ήταν στο στομάχι του ή επειδή δεν άκουσε το Θεό. Πήρα το χαρτί το τσαλάκωσα και το πέταξα και δεν το ξανασκέφτηκα μέχρι και σήμερα.

Κόντευε έξι όταν ξεκίνησα για το Δημαρχείο. Έφτασα πριν από το Θανάση. Ή μάλλον έτσι νόμιζα. Δεν τον είδα αμέσως. Καθόταν στη θέση του οδηγού σε ένα πορτοκαλί φορτηγό του Δήμου. Μπήκα στο φορτηγό χαιρετώντας το Θανάση.

-«Έτσι μ’ένα ξερό γεια θα την βγάλουμε νομίζεις;»

Κατάλαβα ότι θα ήθελε κουβέντα. Με άγχωσε που θα βρισκόμουν στο ίδιο αυτοκίνητο με κάποιον που θα με ρωτούσε διάφορα και θα περίμενε και απαντήσεις από εμένα. Άνοιξα το παράθυρο κι ένιωσα αμέσως καλύτερα. Ήταν Αύγουστος κι έκανε πολύ ζέστη αλλά φυσούσε κι ένα αεράκι όταν πάταγε το γκάζι ο Θανάσης. Έκλεισα τα μάτια κι άκουσα να ανοίγει το ραδιόφωνο. Άλλαξε μερικούς σταθμούς και τελικά το άφησε σε ένα που μιλούσε κάποιος πολιτικός ή δημοσιογράφος:

-«Είναι σαφές πλέον ότι τα ηνία της χώρας θα πρέπει να αναλάβουν οι ειδικοί επιστήμονες. Οι άνθρωποι που με όπλο τους κανόνες της επιστήμης τους θα οδηγήσουν τη χώρα στην επόμενη μέρα. Χρειάζονται να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις το βάρος των οποίων δεν μπορούν να σηκώσουν οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις…»

- «Και αφού ήταν ειδικοί γιατί δεν πρόβλεψαν την πανδημία; Και τώρα θέλουν να κυβερνήσουν! Λαμόγια …» αποφάνθηκε ο Θανάσης και άλλαξε σταθμό. Έπιασε ένα σταθμό που έπαιζε ένα τραγούδι που μ’άρεσε: «Να σε μισήσω είν’αργά αέρας με δροσολογά με κυνηγούν οι μέλισσες κι εσύ που δεν με θέλησες…».

Πρέπει να κοιμήθηκα. Δεν ξέρω πόση ώρα αλλά πάντως όχι πολύ. Είχαμε φτάσει στο νοσοκομείο. Ξύπνησα από τον ήχο του χειρόφρενου που τράβηξε ο Θανάσης. Βγήκε ένα θυρωρός μας είδε και μας άνοιξε την γκαραζόπορτα. Πατώντας μαλακά το γκάζι πέρασε ο Θανάσης το φορτηγό πάνω από κάτι σαμαράκια και πάρκαρε στο προαύλιο. Βγήκαν από μια πόρτα δύο νοσοκόμοι με ολόσωμες άσπρες στολές. Μόνο τα μάτια τους φαινόντουσαν. Μας έκαναν νόημα. Πήγαμε κοντά. Δύο άτομα ήταν να πάρουμε. Έναν παππού και μια γιαγιά. Μπήκαμε σ’ένα διάδρομο. Τους είχαν σκεπασμένους με σεντόνια.

-Πιάσε εσύ τα πόδια είναι πιο εύκολο, είπε ο Θανάσης. Είχε δίκιο. Τους βάλαμε σε κάτι μεγάλες σακούλες και τους φορτώσαμε με προσοχή στο φορτηγό.

Δεν τους είχα καταλάβει στην αρχή. Μετά κατάλαβα ότι εκεί κοντά στέκονταν οι συγγενείς τους. «Ανοίξτε λίγο παρακαλώ –πίσω απ’τη γραμμή» τους είπε ένας νοσοκόμος την ώρα που περνάγαμε. Στάθηκαν σε απόσταση και μας κοίταζαν.

«Πρέπει να περιμένουμε λίγο – από σεβασμό» είπε ο Θανάσης. Χτύπησε και το κινητό του ξεμάκρυνε λίγο για να μιλήσει. Μου φάνηκε σα να χάρηκαν οι συγγενείς που κέρδισαν λίγο χρόνο παραπάνω. Με κοίταζαν έτσι που στεκόμουν χωρίς να κάνω τίποτα και ένιωσα πάλι περίεργα που ήμουν χωρίς γάντια και μάσκα όπως αυτοί.

Όταν έκλεισε το κινητό ο Θανάσης, ένας από τους συγγενείς του έκανε νόημα. Πήγε κοντά ο Θανάσης κι εκείνος του έδωσε μια σακούλα με πράγματα και έβγαλε και το πορτοφόλι του και του μέτρησε δύο χαρτονομίσματα. Μου’ κλεισε το μάτι ο Θανάσης κι ύστερα φύγαμε για το αποτεφρωτήριο.

Όταν φτάσαμε είχε κι άλλο κόσμο εκεί. Φορτηγά από άλλους Δήμους. Μπήκαμε κι εμείς στη σειρά.

-«Έρχομαι» μου’ πε Θανάσης. Κατέβηκε και πήγε να μιλήσει με τον οδηγό του μπροστινού φορτηγού. Γύρισε μετά από λίγο, μπήκε μέσα στο φορτηγό και έβγαλε από τη τσέπη του είκοσι ευρώ. «Πάρ’το ρε. Αφού ανήκεις κι εσύ στο κλιμάκιο τώρα.»

Το πήρα και αμέσως μετά τον ρώτησα αν μπορώ να βγω για λίγο έξω. «Ναι αλλά μην απομακρυνθείς» μου είπε. Πετάχτηκα απ’το φορτηγό και τότε σκέφτηκα εκείνη την εικόνα με το Ιωνά που τον ξέρασε το κήτος. Κοίταξα και το εικοσάρικο που το κρατούσα ακόμα στο χέρι μου και μου φάνηκε λες και όλα αυτά που γίνονταν στο κόσμο είχαν γίνει γι’αυτό το εικοσάρικο που ήταν δικό μου τώρα. Του Μάριου. Μάριο με λένε.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ