Βιβλιο

Κοτζιά, Κούρτοβικ, Χατζηβασιλείου: Εκείνοι που κρίνουν τα βιβλία

Έχετε μετανιώσει για την αυστηρότητα κάποιας κριτικής σας; Οι κριτικές καθόριζαν και τις σχέσεις σας με τους συγγραφείς; Αν γυρίζατε τον χρόνο πίσω, θα ακολουθούσατε τον ίδιο δρόμο;

olga-sella.jpg
Όλγα Σελλά
ΤΕΥΧΟΣ 788
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κοτζιά, Κούρτοβικ, Χατζηβασιλείου

Ελισάβετ Κοτζιά, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: 3 από τους πιο επιδραστικούς κριτικούς λογοτεχνίας μιλούν στην ATHENS VOICE

Και οι τρεις βάδισαν παράλληλα και ταυτόχρονα στο ίδιο πεδίο, αυτό της λογοτεχνικής κριτικής. Και οι τρεις (Ελισάβετ Κοτζιά, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου) αποτιμούσαν για χρόνια τη μεταπολιτευτική λογοτεχνική παραγωγή σε μεγάλες ημερήσιες εφημερίδες («Καθημερινή» η Κοτζιά, «Τα Νέα» ο Κούρτοβικ, «Ελευθεροτυπία» ο Χατζηβασιλείου). Και οι τρεις εξέδωσαν σχεδόν ταυτόχρονα το απόσταγμα αυτής της θητείας και της διαδρομής τους σε βιβλία (σίγουρα) αναφοράς –και τα τρία– για τη μεταπολιτευτική πεζογραφία, τα είδη της, τη συνομιλία της με κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτικές και πολιτισμικές εξελίξεις αυτής της περιόδου: «Ελληνική πεζογραφία 1974-2010, Το μέτρο και τα σταθμά» έχει τίτλο το βιβλίο της Ελισάβετ Κοτζιά (εκδ. Πόλις)· «Η ελιά και η φλαμουριά - Ελλάδα και κόσμος, άτομο και ιστορία στην ελληνική πεζογραφία 1974-2020» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Δημοσθένη Κούρτοβικ (εκδ. Πατάκης)· «Η κίνηση του εκκρεμούς – Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017» τιτλοφορείται το βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου - Κριτικής βιβλίο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου (εκδ. Πόλις). Τους γνώρισα και τους τρεις. Βαδίσαμε, για μεγάλο διάστημα, ταυτόχρονα και παράλληλα. Με την Ελισάβετ Κοτζιά η επαφή, λόγω συνοίκησης στο ίδιο μέσον, ήταν συχνότερη και η ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων για τα βιβλία στους διαδρόμους της εφημερίδας ήταν πιο άμεση· τον Δημοσθένη Κούρτοβικ τον γνώρισα πρώτα από τα κείμενά του, έπειτα στη σύντομη θεσμική του θητεία στο ΕΚΕΒΙ, και τον ξανασυνάντησα, ως ρεπόρτερ βιβλίου εγώ, όταν κυκλοφορούσαν τα μυθιστόρηματά του· τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου τον συναντούσα κυρίως στα πάνελ των εκθέσεων βιβλίου, στα οποία συχνότατα συμμετείχε, κι ίσως είναι εκείνος με τον οποίον είχα τη λιγότερη συνάφεια από τους τρεις.

Συνομιλούσα, όμως, και με τους τρεις. Παρ’ όλα αυτά, όταν κυκλοφόρησαν τα βιβλία τους, συνειδητοποίησα ότι ελάχιστα πράγματα ξέρω για τον καθέναν ξεχωριστά και το τι διαμόρφωσε τη διαδρομή του. Κι έτσι σκέφτηκα να μπω λίγο στην κουζίνα τους. Τι τους διαμόρφωσε, ποιος τους επηρέασε, τι θα έκαναν αλλιώς ίσως, για ποιο πράγμα πιθανόν μετάνιωσαν στην κριτική τους διαδρομή. Γιατί μπορεί να ξέρουμε τις απόψεις τους για τα εκατοντάδες (χιλιάδες) βιβλία που αποτίμησαν κριτικά στη διάρκεια αυτών των χρόνων, αλλά, τελικά, ξέρουμε ελάχιστα για τους ίδιους. Μια προσπάθεια να τους γνωρίσω, να τους γνωρίσουμε, περισσότερο ήταν αυτή τη κοινή συνέντευξη, να τους ρωτήσω πράγματα που ποτέ η τριβή της καθημερινότητας δεν έφερνε στις επαφές μας. Οι απαντήσεις τους πιστεύω ότι σκιαγραφούν τις προσωπικότητες οι οποίες υπέγραψαν μεγάλο μέρος της μεταπολιτευτικής λογοτεχνικής κριτικής, και ήταν πάντα το βαρόμετρο για την υποδοχή ενός βιβλίου.

Θυμάστε ποια ήταν η πρώτη κριτική σας (χρονολογία, μέσον, συγγραφέας, βιβλίο). Θυμάστε και τα συναισθήματα που είχατε καθώς την γράφατε και εν όψει της δημοσίευσης; Ποια από αυτά τα συναισθήματα σάς ακολούθησαν στη διαδρομή σας στην κριτική;

Ελισάβετ Κοτζιά «Το 1983 άρχισα μια κριτική μελέτη για το γοητευτικό νεανικό μυθιστόρημα “Contre-temps” της Μιμίκας Κρανάκη. Δεν υπήρχαν ακόμα ηλεκτρονικοί υπολογιστές και προγράμματα επεξεργασίας κειμένων (αγοράσαμε τον πρώτο μας Mackintosh δυο χρόνια αργότερα). Έγραφα λοιπόν κι έσβηνα, έσβηνα και έγραφα προσπαθώντας να συνδυάσω μέσα σε μιά φράση περιγραφές, αναλύσεις, μεταφορές, παρομοιώσεις μαζί με θεωρητικές απόψεις πιστεύοντας πως ο αναγνώστης θα προσλάμβανε έτσι καλύτερα το υποβλητικό κλίμα της Κρανάκη. Φιλοδοξούσα να χωρέσω μέσα στη μελέτη μου τα πάντα, και για να μην αντιγράφω το κείμενο εξ αρχής στις αλλεπάλληλες προσπάθειες επεξεργασίας, κολλούσα τα κομμάτια που έκρινα άξια πάνω σε σελίδες και ξαναέγραφα και διόρθωνα, και ξαναέγραφα και διόρθωνα, μέχρι που ανακάλυψα πως η απλότητα, η σαφήνεια και ο ρυθμός τον οποίο παράγει η απλή σειρά υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο, η προσπάθεια της ακριβολογίας χωρίς λυρισμούς και αλλεπάλληλες δευτερεύουσες προτάσεις είναι ο τρόπος που μου ταιριάζει. Η κριτική αυτή δημοσιεύτηκε στις αρχές του 1985 στο περιοδικό Γράμματα και τέχνες του πρόσφατα χαμένου φίλου ποιητή Κώστα Γ. Παπαγεωργίου».

Ελισάβετ Κοτζιά
© Θανάσης Καρατζάς

Δημοσθένης Κούρτοβικ «Το 1985, εποχή που αρθρογραφούσα στο περιοδικό “Σχολιαστής” για πολιτικά και πολιτισμικά θέματα, έπεσαν στα χέρια μου δύο μυθιστορήματα του Βασίλη Βασιλικού, που είχαν κυκλοφορήσει πρόσφατα. Τον Βασιλικό τον εκτιμούσα και τον εκτιμώ πολύ ως συγγραφέα, αλλά τα συγκεκριμένα βιβλία μού φάνηκαν επιπόλαια, ψεύτικα, ιδίως το ένα, που επισφράγιζε τουριστικά κλισέ για την Ελλάδα και μυθοποιούσε τον ανδρισμό των καμακιών. Κάθισα, λοιπόν, κι έγραψα μια μακροσκελή κριτική, πολύ σκληρή, σαρκαστική. Εκείνη την εποχή, όπως και σήμερα, δεν τα έβαζες με τα ιερά τέρατα του χώρου, μην πω με τα τέρατα γενικώς. Γι’ αυτό η κριτική έκανε αίσθηση και ο Δημήτρης Ψαράς, διευθυντής τότε του “Σχολιαστή”, μου πρότεινε να καθιερώσω στο περιοδικό μόνιμη σελίδα λογοτεχνικής κριτικής. Δέχτηκα κι έτσι ξεκίνησα αυτή τη σταδιοδρομία. To οξύ και ειρωνικό ύφος όμως, όπως σ’ εκείνη την εναρκτήρια κριτική, το υιοθετούσα κυρίως όταν είχα να κάνω με κακά ή πολύ μέτρια βιβλία μεγάλων ονομάτων, που έμεναν στο απυρόβλητο απλώς και μόνο επειδή είχαν τέτοια υπογραφή. Δεν το έκανα με τη λογοτεχνική “μαρίδα” ή με ανυπεράσπιστους νεοσσούς της λογοτεχνίας».

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου «Η πρώτη κριτική μου σε εφημερίδα θα πρέπει να είναι ένα κομμάτι για το κοινωνικό-ιστορικό μυθιστόρημα του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή “Στα ίχνη της παράστασης”, δημοσιευμένο στην Αυγή το 1982, τη χρονιά κυκλοφορίας του βιβλίου. Δεν ανακαλώ τα συναισθήματα της αναμονής, γιατί σχεδόν δεν φανταζόμουν πως θα δημοσιευτεί, θυμάμαι, όμως, πολύ καλά την ικανοποίηση που ένιωσα όταν το διάβασα τυπωμένο. Ο λόγος μου είχε πάρει μιαν αντικειμενική υπόσταση, κάπου ανήκε πλέον, αλλά και κάτι εξέφραζε, κοινοποιημένος σε μιαν εφημερίδα η οποία αποτελούσε τότε την πρωτοπορία της ελληνικής Αριστεράς. Ικανοποίηση νιώθω μέχρι και σήμερα όταν κοιτάζω ένα δημοσιοποιημένο κομμάτι μου – αφού πρώτα ελέγξω με μια βιαστική ματιά για το  πώς ακριβώς δείχνει όντας “αντικειμενοποιημένο”».  

Έχετε παρατήσει την ανάγνωση βιβλίων δημοφιλών ή πολλά υποσχόμενων συγγραφέων; Και γενικά πόσο έχει διαβρωθεί η απόλαυση της ανάγνωσης από την επιβεβλημένη επαγγελματική ανάγνωση;

Ελισάβετ Κοτζιά «Ελληνική πεζογραφία 1974-2010, Το μέτρο και τα σταθμά», εκδ. Πόλις
Ελισάβετ Κοτζιά «Κατά κανόνα δεν εγκαταλείπω βιβλία στη μέση. Αλλά ναι, κάποια τα σταματώ· το θεωρώ αναγκαίο – αν θέλει κανείς να προασπιστεί τον πόθο, την επιθυμία για τα κείμενα, δεν πρέπει να επιτρέψει στην αναγνωστική διαδικασία να γίνει άχθος».

Δημοσθένης Κούρτοβικ «Δεν με θάμπωσε ποτέ το όνομα ενός συγγραφέα, Έλληνα ή ξένου, ούτε η εκάστοτε λογοτεχνική μόδα ή μια λογοτεχνική θεωρία κυρίαρχη στους φιλολογικούς κύκλους. Ίσως επειδή είχα διανοητικά ερείσματα και σε άλλους, πολύ διαφορετικούς τομείς του πολιτισμού. Όσο για το άλλο που ρωτάτε, φοβάμαι πως ναι, η μακρόχρονη επαγγελματική ενασχόλησή μου με την κριτική έχει κάπως φθείρει την αγνή χαρά της ανάγνωσης. Προσέχω λεπτομέρειες, όχι απαραίτητα σημαντικές, που μου στερούν κάτι από την απόλαυση του κειμένου».

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου «Έχω παρατήσει κατά καιρούς πολλά βιβλία πάμπολλων συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων, γιατί διαισθανόμουν πως δεν οδηγούσαν πουθενά. Ο επαγγελματισμός φέρνει σίγουρα κούραση, κάποτε και βαρεμάρα ή απροθυμία, ιδίως όταν βλέπεις κάτι που ξέρεις πως έχει επαναληφθεί άπειρες φορές. Η επαγγελματική, όμως, ανάγνωση σημαίνει και ασκημένο κριτήριο, που διευκολύνει την ταχύτητα, πιθανόν και το βάθος, της ανταπόκρισης. Στις προσωπικές μου ώρες, πάντως, αντί για σύγχρονη ελληνική πεζογραφία προτιμώ βιβλία φιλοσοφίας και ιστορίας ή κλασικό ευρωπαϊκό μυθιστόρημα – και τα τρία προσφέρουν μια σημαντική αποφόρτιση από τις τρέχουσες υποχρεώσεις».

Έχετε μετανιώσει για την αυστηρότητα κάποιας κριτικής σας (ή κριτικών σας) είτε γιατί σήμερα θα την γράφατε αλλιώς (χωρίς εκπτώσεις στην άποψή σας βέβαια), είτε γιατί στην πορεία ο κρινόμενος σάς διέψευσε ευχάριστα;

Ελισάβετ Κοτζιά «Η κριτική δουλειά αποτελεί εργασία εν προώδω, η οποία κρατάει χρόνια. Ο κριτικός διαρκώς επεξεργάζεται τα κριτήριά του και διαρκώς τα δοκιμάζει πάνω στο έργο που σταδιακά με τον χρόνο δημιουργούν οι συγγραφείς. Όπως κι εκείνοι διαρκώς δοκιμάζει και δοκιμάζεται. Δεν τίθεται θέμα να μετανιώσεις για ό,τι έχεις γράψει – όχι εγώ τουλάχιστον. Οι απόψεις μου αντιστοιχούν κάθε φορά στις συνθήκες της εποχής και στην ωριμότητα μου. Αν έχω μεταβάλει την κρίση μου για κάποια έργα; Θα μπορούσα να πω πως με τον χρόνο κατάλαβα καλύτερα το “Μέντιουμ” του Γιώργου Συμπάρδη, τον “Άνθρωπο που ξεχάστηκε” του Δημήτρη Νόλλα ή το “Ο θάνατος ήρθε τελευταίος” της Ζυράννας Ζατέλη για τα οποία είχα αντιρρήσεις».

Δημοσθένης Κούρτοβικ «Έχω κάνει φυσικά και λάθη στις εκτιμήσεις μου. Ποιος είναι αλάνθαστος; Στο “Η ελιά και η φλαμουριά” επανατοποθετήθηκα για ορισμένα βιβλία που τα είχα αδικήσει ή δεν είχα προσέξει όσο θα έπρεπε κάποιες ενδιαφέρουσες πλευρές τους. Αλλιώς βλέπεις ένα βιβλίο όταν το ξαναδιαβάζεις έπειτα από χρόνια».

Δημοσθένης Κούρτοβικ
Δημοσθένης Κούρτοβικ © Θανάσης Καρατζάς

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου «Και τα δύο έχουν συμβεί. Έχει τύχει να γράψω σε υστερότερο χρόνο τα ακριβώς αντίθετα από όσα αρνητικά είχα καταλογίσει σε ένα βιβλίο όταν πρωτοδημοσιεύτηκε (μιλώ για το “Πλήθος” του Αντρέα Φραγκιά), αλλά και να αποθεώσω συγγραφείς που είχα αντιμετωπίσει επικριτικά σε παλαιότερα βήματά τους. Η γνώμη του κριτικού δεν είναι άπαξ και διά βίου και επιβάλλεται να αλλάζει όταν συν τω χρόνω μεταβάλλονται τα κριτήριά του ή όταν τροποποιούνται η γραμμή και οι επιδόσεις των συγγραφέων τούς οποίους παρακολουθεί».  

Οι κριτικές σας καθόριζαν και τις σχέσεις σας με τους συγγραφείς; Διακόπηκαν σχέσεις, ψυχράνθηκαν σχέσεις, ξανάλλαξαν έπειτα από μια, επόμενη, θετική κριτική στον ίδιο συγγραφέα;

Ελισάβετ Κοτζιά «Ο τόπος μας είναι μικρός, με πολύ λίγες εξαιρέσεις όμως, δεν απέκτησα φιλίες με πεζογράφους. Πώς να συνδεθείς με έναν συγγραφέα όση εκτίμηση κι αν του έχεις, όταν προεξοφλεί πως πρέπει να σου αρέσουν όλα του τα έργα – ότι αν εκφράσεις επιφυλάξεις πρόκειται για πράξη εχθρική; Πώς να αποκτήσεις δεσμό μαζί του όταν γνωρίζεις πως γράφοντας ελεύθερα θα τον στεναχωρήσεις;»

«Η ελιά και η φλαμουριά - Ελλάδα και κόσμος, άτομο και ιστορία στην ελληνική πεζογραφία 1974-2020» του Δημοσθένη Κούρτοβικ (εκδ. Πατάκης)
Δημοσθένης Κούρτοβικ «Έχουν συμβεί όλα αυτά που λέτε. Το λογοτεχνικό σινάφι στην Ελλάδα είναι εθισμένο στην κολακεία και στον εθιμοτυπικό έπαινο, κι εγώ ήμουν στραβόξυλο, δεν σεβόμουν τέτοιους κανόνες. Πλήρωσα βέβαια το σχετικό αντίτιμο».

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου «Όλα έχουν γίνει. Το καλλιτεχνικό εγώ των συγγραφέων προκαλεί τις πιο διαφορετικές αντιδράσεις – αν και στην ηλικία μου καμιά δεν είναι πια αναπάντεχη. Ο κριτικός, πάντως, όπως κι αν το δούμε ή αν το ζυγίσουμε, οφείλει να έχει, ως μοναχικός λύκος, χοντρό σβέρκο. Και από τις φιλίες με συγγραφείς δεν πρέπει –και δεν χρειάζεται– να περιμένει πολλά. Άλλος είναι ο ορίζοντας προσδοκιών του κριτικού και άλλο το πεδίο βλέψεων του συγγραφέα».

Ποιος ήταν ο κριτικός(οί) που επηρέασε περισσότερο τον τρόπο της γραφής και της σκέψης σας, όταν ξεκινούσατε την κριτική;

Ελισάβετ Κοτζιά «Ο Τέλος Άγρας, ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Σπύρος Τσακνιάς και ο άδικα ξεχασμένος συνεργάτης των αλεξανδρινών Γραμμάτων Δημήτρης Ζαχαριάδης ήταν οι κριτικοί που επηρέασαν την σκέψη, συνέβαλαν στη διαμόρφωση των κριτηρίων κι ήταν οι δάσκαλοί μου στο πώς γράφω κριτική. Κι ακόμα στον τρόπο της έκφρασης έπαιξαν ρόλο ο Δ.Ν. Μαρωνίτης και ο Γιώργος Αράγης. Από τους ξένους θεωρητικούς, ο Tzvetan Todorov με εντυπωσίασε τα πρώτα χρόνια με την φιλοδοξία του να αποτυπώσει επιστημονικά τους τρόπους με τους οποίους παράγεται η λογοτεχνία, φιλοδοξία που αργότερα εγκατέλειψα (όπως άλλωστε κι εκείνος). Και ακόμα με επηρέασαν  ο M. H. Abrams, o Erich Auerbach και ο Frank Kermod».  

Δημοσθένης Κούρτοβικ «Μου άρεσε ο παλιός Δημήτρης Ραυτόπουλος, αυτός της εποχής της “Επιθεώρησης Τέχνης”, που τον διάβασα βέβαια πολύ αργότερα. Βρισκόταν σε διασταυρούμενα πυρά, ιδανική συνθήκη για έναν κριτικό! Έκανε διμέτωπο αγώνα και με τη δογματική Αριστερά και με τη Δεξιά. Ιδιαίτερα η κατεδαφιστική κριτική του για “Το λάθος του Σαμαράκη”, ένα βιβλίο που το αποθέωναν όλοι, με εντυπωσίασε και με έβρισκε άλλωστε απολύτως σύμφωνο».

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου «Από τους παλαιούς ο Τέλλος Άγρας – κυρίως υπό την έννοια της πολύ συγκεκριμένης ανάλυσης, αλλά και του επιμελημένου και κάθε άλλο παρά ακαδημαϊκού και αφ’ υψηλού ύφους. Από τα πρόσωπα της εποχής της νιότης μου, καθοριστικό ρόλο έπαιξε αναμφίβολα ο Σπύρος Τσακνιάς, πρωτίστως από την άποψη της ερμηνευτικής μεθόδου και της επιμονής στη σημασία της φόρμας, χωρίς ταυτοχρόνως να παραγνωρίζονται οι κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες που επηρεάζουν την καλλιτεχνική πράξη».

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

Αν γυρίζατε τον χρόνο πίσω, θα ακολουθούσατε τον ίδιο δρόμο, τον δρόμο της λογοτεχνικής κριτικής; Θεωρείτε εξίσου βαρύνοντα το ρόλο της στη σύγχρονη δημόσια σφαίρα, ιδίως μετά την πληθώρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης;

Ελισάβετ Κοτζιά «Αν άρχιζα τη ζωή μου τώρα, χωρίς αμφιβολία θα έγραφα και πάλι κριτική. Γιατί; Διότι αυτός είναι ο τρόπος να βάζω τάξη όχι μόνον στις σκέψεις πάνω σε ό,τι διαβάζω, αλλά και να καταλαβαίνω τον εαυτό και τον περίγυρώ μου – η λογοτεχνία κι η κριτική με βοήθησαν να αντιμετωπίζω τα αλλοπρόσαλλα γυρίσματα του βίου μαζί με τα σκαμπανεβάσματα που επιφυλάσσει στον καθένα η ψυχοσύνθεσή του. Ανεξαρτήτως λοιπόν απ’ τον ρόλο που παίζει η κριτική ερμηνεία και η αισθητική αξιολόγηση –ρόλους αδιαμφισβήτητα μικρότερους στη σημερινή Δύση και στην ελληνική της εκδοχή σε σχέση προς το παρελθόν– και πάλι κριτική θα έγραφα».

Δημοσθένης Κούρτοβικ «Είναι πάντοτε δελεαστικό να σκεφτόμαστε τι θα κάναμε διαφορετικά, αν μπορούσαμε να γυρίσουμε τον χρόνο προς τα πίσω. Αλλά μάλλον δεν έχει νόημα, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα μπορούσαμε τότε να πράξουμε αλλιώς από ό,τι πράξαμε. Εγώ δεν ήμουν πάντως ένας κριτικός που αποφάσισε κάποια στιγμή να γίνει και συγγραφέας, ήμουν συγγραφέας πριν αρχίσω να γράφω και κριτικές. Ίσως θα ήθελα να είχα ρίξει περισσότερο βάρος στη συγγραφική πλευρά μου, προπαντός στο ζήτημα της υποδοχής των βιβλίων μου, αλλά και αυτό δεν έχει νόημα να το σκέφτομαι τώρα, γιατί δεν ήθελα ούτε να γίνω ένας επαγγελματίας λογοτέχνης, που γράφει υπό την πίεση να πρέπει να βγάζει βιβλίο κάθε δύο χρόνια, βρέξει χιονίσει. Οι γνωστοί μου εξάλλου με θεωρούσαν ανέκαθεν πνεύμα αντιλογίας, οπότε ο ρόλος του κριτικού φαίνεται πως μου πήγαινε. Τώρα, σχετικά με τη βαρύτητα της κριτικής σήμερα, η κριτική όπως την ασκούσα εγώ είναι είδος προς εξαφάνιση. Οι περισσότεροι κριτικοί λειτουργούν ως τμήμα του μάρκετινγκ των εκδοτικών οίκων ή σκορπούν φιλοφρονήσεις σε φίλους τους συγγραφείς. Όσο για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι συζητήσεις εκεί γίνονται μεταξύ αναγνωστών με κοινά γούστα και γενικά με κοινές αντιλήψεις, οπότε είναι δύσκολο να προκύψει κάτι καινούργιο κι ενδιαφέρον».

«Η κίνηση του εκκρεμούς – Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017» του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου (εκδ. Πόλις)
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου «Αποκλείεται να έκανα το οτιδήποτε άλλο. Πρόκειται για προσκόλληση από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς, ακόμα κι αν του δοθεί μια δεύτερη ζωή. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν επιφέρει όντως μια σύγχυση επιλογών και κριτηρίων. Εκείνο που με ανησυχεί περισσότερο στην περίπτωσή τους (δεν μιλώ, εννοείται, για εφημερίδες ή για ηλεκτρονικά περιοδικά) είναι μια παράδοση ομογνωμίας που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται προς την κατεύθυνση πως τα πάντα εκπροσωπούν μια πορεία λογοτεχνικού θριάμβου. Ας ελπίσουμε πως διανύουμε απλώς μια μεταβατική περίοδο και πως δεν θα καταλήξουμε μονίμως σε σινδονιάδες αριστουργημάτων, που σίγουρα δεν παρηγορούν κανέναν».

Και οι τρεις καταπιάνεστε στα πρόσφατα βιβλία σας με την ελληνική πεζογραφία στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Θεωρείτε πως, ανεξάρτητα από τις περιοδολογήσεις της Μεταπολίτευσης, η συγκεκριμένη περίοδος αποτελεί τομή ανάμεσα στη μεταπολεμική και τη σύγχρονη πεζογραφία; Και αν ναι, πιστεύετε πως έχει αφήσει κάποιο αποτύπωμά στη νέα γενιά των λογοτεχνών;

Ελισάβετ Κοτζιά «Η γενιά μου υπήρξε τυχερή. Παρά τις όποιες παθογένειες, όχι μόνον έζησε στην πιο ελεύθερη και σχετικά άνετη οικονομικά εποχή από γενέσεως νεοελληνικού κράτους, αλλά παρακολούθησε και μια πεζογραφία η οποία ξανανοίχτηκε στον κόσμο με αυτοπεποίθηση, κατέγραψε μερικές από τις βαθύτατες αλλαγές που σημειώθηκαν στην ελληνική κοινωνία, πραγματοποίησε αλλεπάλληλα θεματικά και μορφολογικά πειράματα, κι έδωσε, όπως κι η προηγούμενη μεταπολεμική πεζογραφία μερικά από τα ωραιότερα έργα των ελληνικών γραμμάτων. Εκτός από σημαντική πολιτειακή χρονολογία, το 1974 αναδεικνύεται έτσι και σε τομή στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας».

Δημοσθένης Κούρτοβικ «Ναι, αποτελεί τομή, αλλά μέσα σ’ αυτή την περίοδο υπάρχει και μια άλλη τομή, γύρω στο 1990, και το εξηγώ αυτό στο βιβλίο μου. Οι νεότεροι πεζογράφοι, αυτοί που εμφανίζονται μετά το 1990, είναι σε γενικές γραμμές απαλλαγμένοι από πολιτικά, ιδεολογικά και ελληνοκεντρικά σύνδρομα προηγούμενων γενιών, έχουν πολύ περισσότερες παραστάσεις από τον έξω κόσμο, ταξιδεύουν συχνά στο εξωτερικό, διατηρούν προσωπικούς κι επαγγελματικούς δεσμούς με ανθρώπους από άλλες χώρες, άλλες κουλτούρες. Όλα αυτά αποτυπώνονται στη γραφή και στα θέματά τους. Βρίσκω ότι έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό το άνοιγμα του βλέμματος, αυτή η διεύρυνση των προβληματισμών».

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου «Δεν πρόκειται μόνο για τομή, αλλά και για συνέχεια. Δεν αποτελεί μόνο ρήξη, αλλά και επανοικείωση του παλαιού με καινούργιους όρους. Άλλωστε καμιά τομή δεν έρχεται εν αιθρία και καμία ρήξη δεν παρατηρείται εν κενώ. Το σημαντικότερο, νομίζω, χαρακτηριστικό της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας (για την ποίηση χρειαζόμαστε οπωσδήποτε μια ξεχωριστή συζήτηση) είναι η τεράστια διεύρυνση τόσο της θεματικής γκάμας όσο και των τεχνοτροπιών που εφαρμόζονται προκειμένου να υποστηριχθεί η θεματογραφία. Και οι νέοι συγγραφείς, που δεν έχουν δυσκολία να χρησιμοποιήσουν τις πιο διαφορετικές τεχνικές για τα πιο διαφορετικά ζητήματα, αλλάζοντας προσανατολισμό από βιβλίο σε βιβλίο, ή συστεγάζοντας πολλαπλούς προσανατολισμούς μέσα στο ίδιο βιβλίο, αποτελούν την ισχυρότερη μαρτυρία γι’ αυτό το θέμα».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ