Βιβλιο

book voice 305

Με υψηλό δείκτη ενδιαφέροντος

11640-26573.jpg
Θανάσης Μήνας
ΤΕΥΧΟΣ 305
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
books_1_21.jpg

«Κάτι θα γίνει, θα δεις» 

Χρήστος Οικονόμου, εκδ. Πόλις, σελ. 264

Στο δεύτερο αυτό βιβλίο του μετά τη «Γυναίκα στα κάγκελα» (Ελληνικά Γράμματα, 2003), ο Οικονόμου αφηγείται 16 ιστορίες από τη ζόρικη πλευρά της πόλης: Καμίνια, Δραπετσώνα, Νίκαια, Κερατσίνι. Φτώχεια, ανεργία, ανασφάλεια απέναντι στους μετανάστες, βία, χαμένα όρια, αλλά και έξω καρδιά κι αλληλεγγύη. Όχι, δεν πρόκειται περί λούμπεν. Στο επίκεντρο της αφήγησης του Οικονόμου στέκει ο σύγχρονος προλετάριος, γηγενής ή μετανάστης, με ή χωρίς ταξική συνείδηση. Νικαιώτης και ο ίδιος, ο συγγραφέας δεν τον παραμορφώνει μέσα από το φακό μιας προσποιητής συμπάθειας, δεν επιχειρεί να τον εξιδανικεύει. Προσπαθεί απλώς να τον δείξει όπως είναι. 

Ανοίγοντας μια μεγαλύτερη συζήτηση για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, νομίζω ότι είναι ευχάριστο το γεγονός ότι, ύστερα από μια αρκετά μεγάλη περίοδο ομφαλοσκόπησης, πληθαίνουν ξανά τα κείμενα που ασχολούνται με την πολιτική και ιδίως αυτά που κοιτούν κατάφατσα τη σημερινή κοινωνία. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για συγγραφείς της νεότερης γενιάς, όπως καλή ώρα ο 40χρονος Οικονόμου.    

Η θεματική του είναι σαφώς ρεαλιστική, ίσως ακόμη και νατουραλιστική, όμως η τεχνική του φέρνει πιο κοντά στο μοντερνισμό: εναλλαγές σε πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, φράσεις που κόβονται στη λέξη, κοντινά πλάνα αλλά και αποστασιοποιημένες ματιές, χαρακτήρες που μεταφέρονται από τη μια ιστορία στην άλλη. 

Ο Οικονόμου γνωρίζει τα τερτίπια της δύσκολης και απαιτητικής μικρής φόρμας. Ο λόγος του είναι κοφτός και συμπυκνωμένος. Ξέρει πρώτα από όλα να πλάθει καλοσχηματισμένους χαρακτήρες στα στενά όρια που του επιβάλλει αυτή η φόρμα.  

Διηγήματα όπως το «Πλακάτ με σκουπόξυλο», όπου μιλάει για τα εργατικά ατυχήματα που συμβαίνουν καθημερινά εξαιτίας της πλεονεξίας της εργοδοσίας, ή το ελεγειακό «Μάο» («σε γαμάω»), σκληρό σχόλιο πάνω στην τυφλή βία που ευδοκιμεί στις υπανάπτυκτες συνοικίες, είναι για αναγνώστες με υψηλό κριτήριο αλλά και με γερό στομάχι.   

«Ο ευτυχισμένος θάνατος»

Αλμπέρ Καμί, μτφ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 176 

Ο «Ευτυχισμένος θάνατος» γράφτηκε στην Αλγερία μεταξύ του 1936 και του 1938, δηλ. συγχρόνως με την «Καλή και την ανάποδη» και τους «Γάμους», αλλά δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά μετά το θάνατο του Καμί (1960). Εν πολλοίς πρόκειται για μια εργασία-προσχέδιο του «Ξένου» (1942) – ο ήρωας και εδώ ονομάζεται Μερσό. Συγχρόνως προοικονομεί το συνδυασμό μυθοπλασίας και δοκιμιακής γραφής, που χαρακτηρίζει εν γένει το έργο του Γαλλοαλγερινού στοχαστή.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο διακριτά κεφάλαια. Το πρώτο έχει τον τίτλο «Φυσικός θάνατος» και το δεύτερο «Ο συνειδητός θάνατος». 

Η αφήγηση ξεκινά μ’ ένα φόνο. Ο Μερσό σκοτώνει τον πάμπλουτο πλην όμως ανάπηρο Ζαγραίο –ή αλλιώς τον ορφικό Διόνυσο, η ελληνική μυθολογία είναι πανταχού παρούσα στο έργο του Καμί– και κλέβει τα χρήματά του. Στη συνέχεια μαθαίνουμε τι οδήγησε τον Μερσό στο έγκλημα. Παρακολουθούμε το μικροαστό εμποροϋπάλληλο Μερσό στην ανιαρή καθημερινότητά του, μαθαίνουμε για τη σχέση του με τη Μάρθα, που ήταν πρώην ερωμένη του Ζαγραίου.

Στα επόμενα πέντε κεφάλαια ο Μερσό ταξιδεύει στην Πράγα –στην εβραϊκή συνοικία του Κάφκα–, στη Βιέννη και αλλού, κι έπειτα επιστρέφει μέσω Ιταλίας στο Αλγέρι. Ο ίδιος μας λέει ότι δεν νιώθει ευτυχισμένος χωρίς τον ήλιο. Η διαρκής αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας είναι εξάλλου το κύριο θέμα σε τούτο το βιβλίο. Το πώς δηλαδή «να ζήσει κανείς ευτυχισμένος έτσι ώστε ακόμα κι ο θάνατος να είναι ευτυχισμένος» – δεν θυμίζει λίγο τις παραβολές που αφηγήθηκε ο Σόλων στον Κροίσο; 

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο Μερσό αναζητά το χαμένο χρόνο. Αυτόν που του στέρησε η μικροαστική προέλευσή του. Στο δεύτερο μέρος βιώνει τον κερδισμένο χρόνο. Ταξιδεύει, ζει μετά σ’ ένα κοινόβιο με τρεις γυναίκες κι έπειτα διάγει μια καθόλα ασκητική ζωή. «Χρειάζεται χρόνο για να ζήσει κανείς. Όπως κάθε έργο τέχνης έτσι και η ζωή απαιτεί να τη σκέφτεσαι» – ας μη λησμονιέται ότι μέχρι τουλάχιστον τη ρήξη του με τον Σαρτρ, ο Καμί λογίζεται ως υπαρξιστής.   

Η πλοκή είναι σκόπιμα αργή. Υπερβολικά ίσως. Η αφήγηση σε σημεία ασθμαίνει. Ο συγγραφέας Καμί δεν έχει κατακτήσει ακόμη το ύφος του. Σε σχέση με τον επίσης αργό «Ξένο», του λείπει το νεύρο. Σαν να υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στα επιμέρους κεφάλαια – ίσως γι’ αυτό ο συγγραφέας να το κράτησε στο συρτάτι του όσο ζούσε. 

Αυτό που έχει κυρίως ενδιαφέρον στον «Ευτυχισμένο θάνατο» είναι ότι στις σελίδες του ανιχνεύεται σπερματικά ένα θέμα που έμελλε ν’ αναδειχθεί ως κεντρικό στο φιλοσοφικό σύμπαν και το έργο του στοχαστή Καμί: ο εξεγερμένος άνθρωπος. Αυτός που οφείλει να τρώγεται συνέχεια με τα ρούχα του.

Σελ. 69: «Και στη μεγάλη απόγνωση που τον πλημμύριζε, ο Μερσό ένιωθε καθαρά ότι η εξέγερση ήταν το μόνο αληθινό πράγμα μέσα του και όλα τα υπόλοιπα αθλιότητα και ψέμα».

Σελ. 84: «Όλα όμως στριφογύριζαν στο κεφάλι του. Δεν παράγγειλε τίποτα, το ’βαλε απότομα στα πόδια, έτρεξε μέχρι το ξενοδοχείο και ρίχτηκε στο κρεβάτι του. Ένα δυνατό σούβλισμα τρυπούσε τον κρόταφό του. Η καρδιά άδεια, το στομάχι σφιγμένο, η εξέγερσή του ξυπνούσε». 

Ο «Επαναστατημένος άνθρωπος» απέχει πια μια δεκαπενταετία....    

«Βιβλία εναντίον τσιγάρου» 

Τζορτζ Όργουελ, μτφ. Γιώργος-Ίκαρος  Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 280

Ο προβοκατόρικος τίτλος του βιβλίου ανταποκρίνεται μόνο στο πρώτο δοκίμιο, όπου ο Όργουελ, με το πνευματώδες ύφος του, χρησιμοποιεί στατιστικά στοιχεία της εποχής του προκειμένου να καταδείξει ότι το βιβλίο δεν είναι μια ακριβή μορφή ψυχαγωγίας που απευθύνεται μόνο στα μεσαία και τα ανώτερα στρώματα. Υπολογίζοντας (κατά προσέγγιση) πόσα ξοδεύει ένας μέσος εργάτης κάθε χρόνο σε ποτά και τσιγάρα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το διάβασμα είναι μια φτηνή διασκέδαση, ίσως η πιο φτηνή μετά το ραδιόφωνο και σίγουρα φτηνότερη από την παμπ. Επομένως το –ιδιαιτέρως επίκαιρο σήμερα– επιμύθιο είναι κόψτε το ποτό και το τσιγάρο κι αγοράστε βιβλία.

Στα επόμενα δύο δοκίμιά του ο Όργουελ ανατρέχει στα χρόνια που εργάστηκε σε παλαιοβιβλιοπωλείο κι έπειτα ως βιβλιοκριτικός, αναζητώντας απαντήσεις στο ερώτημα «τι διαβάζει το κοινό». Τα συμπεράσματά του, μολονότι αναφέρονται κυρίως στην εποχή του Μεσοπολέμου, είναι και πάλι εξοργιστικά επίκαιρα. Σταχυολογώ: Οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άντρες, συνήθως όμως οι άντρες διαβάζουν συγκεκριμένα πράγματα (ιστοριογραφία, αστυνομικά μυθιστορήματα) που δεν διαβάζουν οι γυναίκες (οι όποιες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα)· τα ρομάντζα, τα «ροζ» και γενικώς τα αισθηματικά αναγνώσματα είναι μακράν τα πιο ευπώλητα (έχει αρχαίες ρίζες το κακό)· το ευρύτερο κοινό σαν να έχει διαγράψει από τη μνήμη του τους κλασικούς· κάποιοι από τους κλασικούς (Σέξπιρ, Ντίκενς) συνεχίζουν να πουλάνε πάντα, επειδή όμως πρέπει να τους έχει κανείς στη βιβλιοθήκη του και όχι επειδή διαβάζονται… 

Το πιο ενδιαφέρον δοκίμιο του βιβλίου είναι αυτό με τον τίτλο «Η παρεμπόδιση της λογοτεχνίας». Εδώ ο  Όργουελ καταδεικνύει ότι η λογοτεχνία και εν γένει η πνευματική ζωή δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει κάτω από αυταρχικά καθεστώτα, εκεί δηλαδή όπου απουσιάζει η ελευθερία στην κριτική και η δημοσιοποίησή της. Καίτοι αριστερός (πιο σωστά Εργατικός – όταν το Εργατικό Κόμμα της Μ. Βρετανίας ήταν όντως… εργατικό), ο Όργουελ στοχεύει την πρώην Σοβιετία της εποχής του Υπαρκτού και υποστηρίζει βάσιμα (σύντροφοι, μην ταράζεστε) ότι οι ασφυκτικές νόρμες που επέβαλε το Κόμμα στο όνομα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού έβλαψαν τη ρώσικη λογοτεχνία. Αρκεί μια σύγκριση ανάμεσα στους Ρώσους λογοτέχνες που αναδείχθηκαν πριν και μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. 

Στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου ο Όργουελ ασχολείται με το πώς αντιμετώπισε η γενιά του τον Α΄και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τον Ισπανικό εμφύλιο και άλλα σημαντικά γεγονότα, ασκεί κριτική στον τρόπο που το σύστημα υγείας συμπεριφέρεται στους φτωχούς κ.λπ. Οι παρατηρήσεις του φανερώνουν ξανά έναν οξυδερκή στοχαστή.

Μεταφράζει με μεράκι ο πρώην θεριακλής και νυν οπορτουνιστής-αντικαπνιστής Ίκαρος Μπαμπασάκης.    

«Σναφ»

Ελένη Γιαννακάκη, εκδ. Εστία, σελ. 361

Γεννημένη στο Ρέθυμνο πριν 55 χρόνια, η Ελένη Γιαννακάκη έχει ήδη στο ενεργητικό της το «Περί ορέξεως και άλλων δεινών» (βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα περιοδικού «Διαβάζω», 2002) και βεβαίως «Τα χερουβείμ της μοκέτας», που εγγράφεται στα καλύτερα μυθιστορήματα της τελευταίας πενταετίας, ελληνικά ή ξένα. Το τρίτο της μυθιστόρημα δανείζεται τον τίτλο του από την κινηματογραφική υποκουλτούρα. Snuff: κινηματογραφική ταινία στη διάρκεια της οποίας ο θεατής παρακολουθεί καταγεγραμμένη απ’ το φακό μια πραγματική δολοφονία η οποία ενίοτε συνδυάζεται με σκληρό σεξ. Η παρακολούθησή της υποτίθεται ότι εξάπτει τη libido.

Ήρωας στο βιβλίο της είναι ο Μανούσος, γόνος εγγράμματης οικογένειας της (μεγαλο)αστικής τάξης. Τον πρωτοσυναντάμε άγουρο δεκατεσσάρων ετών. Εθισμένο στα videogames και ειδικότερα στα role playing games. Νεαρός ακόμα, ο Μανούσος γίνεται μάρτυρας ενός θανατηφόρου αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Παρατηρεί τα θύματα να καίγονται ζωντανά και ερεθίζεται με την εικόνα της καψαλισμένης σάρκας. Κινηματογραφεί με το κινητό του τους δύο ανθρώπους ενώ πεθαίνουν. Φτιάχνει το πρώτο του snuff.

Τον συναντάμε μετά σπουδαστή στο πανεπιστήμιο, στην Αθήνα του 2014, ένθερμο σινεφίλ και δόκιμο σκηνοθέτη με όρεξη για πειραματισμούς κάθε είδους. Στο μεταξύ, ο φυσικός του πατέρας έχει πεθάνει και η μητέρα του έχει παντρευτεί ένα μεγαλοεπιχειρηματία, τον οποίο ο Μανούσος δεν αποδέχεται. Τον αφήνουμε στο τέλος ώριμο στα τριανταπέντε του, λέκτορα φιλολογίας στην Οξφόρδη – οι πιο μεστές σελίδες του βιβλίου, η Γιαννακάκη αξιοποιεί τη δική της εμπειρία στο οξφορδιανό campus όπου και διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία. Στη διαδρομή μαθαίνουμε ότι ο Μανούσος στα νεανικά του χρόνια συμμετείχε ενεργά στο γύρισμα ενός snuff. Μαθαίνουμε επίσης τα dessous της σχέσης του με τον εφηβικό του έρωτα, τη Χρυσούλα, η οποία παλιότερα τα είχε με το φίλο του, Βαγγέλη. Βήμα-βήμα, καθώς ο ρυθμός της αφήγησης επιταχύνει, πληθαίνουν οι αποκαλύψεις σχετικά με το παρελθόν του ήρωα. Το ανοιχτό σε ερμηνείες φινάλε κορυφώνεται με τη σκηνή ενός θερμού απολογισμού, ενώπιος-ενωπίω με τη μητέρα του. 

Η Γιαννακάκη στο βιβλίο της περιγράφει ουσιαστικά το πώς η σύγχρονη τηλεοπτική δημοκρατία, σε μια κοινωνία που έχει εκπέσει από το είναι στο έχειν κι από εκεί στο φαίνεσθαι, παράγει ένα τέρας. Θαρρώ, ωστόσο, ότι η σπουδαιότητα του πονήματός της δεν έχει να κάνει με το θέμα της καθαυτό, ούτε με την προκλητικότητά του. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με περιγραφές ακραίας ή συμβολικής βίας, για παράδειγμα με μυθιστορήματα όπως στο «Εργοστάσιο σφηκών» του Ίαν Μπανκς ή το “Crash” του Τζ. Γκ. Μπάλαρντ (στο οποίο παραπέμπει απευθείας η σκηνή του ατυχήματος), δεν πρόκειται να τσιτώσουν. Όπως και στο προαναφερθέν «Τα χερουβείμ της μοκέτας» (το ψυχογράφημα της σημερινής Ελληνίδας σε ένα και μόνο 24ωρο, α λα Τζόις), έτσι και εδώ η Γιαννακάκη σώζει και κερδίζει (πανηγυρικά) την παρτίδα με την καλειδοσκοπική αφήγησή της – αφήγηση που δεν εκφέρεται ως συμβατικός εσωτερικός μονόλογος που ρέπει σε ομφαλοσκόπηση, αλλά εκφέρεται ως μια ροή συνειρμών, όπου το συνειδησιακό μπερδεύεται με το αισθητηριακό. Κάποιος λιγότερο ικανός συγγραφέας θα είχε αρκεστεί στην τακτική του σοκ. Η Γιαννακάκη αντιπαραβάλλει τη ρωμαλέα τεχνική της.

«Χάμερσταϊν, Ή περί ιδιορρυθμίας» 

Χανς Μάγκνους Εντσενμπέργκερ, μτφ. Κώστας Κοσμάς, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 320

Ο Κουρτ φον Χάμερσταϊν ήταν ο επικεφαλής του γερμανικού επιτελείου στρατού λίγο πριν και έως την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Αριστοκρατικής καταγωγής, μολαταύτα φιλελεύθερων πεποιθήσεων, αποστασιοποιήθηκε από το ναζιστικό καθεστώς και φέρεται αναμεμειγμένος σε μια ατελέσφορη απόπειρα ανατροπής του Χίτλερ. Οι δε κόρες του ήταν κομμουνίστριες που συνδέονταν με Εβραίους διανοούμενους που συμμετείχαν στην Αντίσταση (στους οποίους μάλιστα παρέδιδαν μυστικά στρατιωτικά έγγραφα), ενώ οι γιοι του πήραν μέρος ενεργά στη δολοφονική απόπειρα κατά του Χίτλερ τον Ιούλιο του 1944. Την ιστορία αυτής της ιδιόρρυθμης οικογένειας αφηγείται σε τούτο το βιβλίο του ο 81χρονος πλέον Χανς Μάγκνους  Έντσενμπέργκερ, γνωστός μας κυρίως χάρη σε κείνο το «Σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας» – το πιο συγκλονιστικό κείμενο για τον Ισπανικό εμφύλιο που έχω υπόψη μου, κι ας με συμπαθά ο Όργουελ.

Ο Εντσενμπέργκερ δεν είναι ιστορικός. Ούτε όμως και ακραιφνής συγγραφέας μυθοπλασίας. Είναι μυθ-ιστοριογράφος. Αλλιώς, κάνει δημιουργικό ιστορισμό, για να θυμηθούμε τον Δημήτρη Γληνό. Χρησιμοποιεί τα εργαλεία της ιστοριογραφίας προς όφελος της μυθοπλασίας. Ό,τι διαβάζουμε σχετικά με την οικογένεια Χάμερσταϊν μας παραδίδεται από ιστορικά ντοκουμέντα, σωζόμενα έγγραφα, επιστολές, φωτογραφίες κ.λπ. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται οι υποθετικές –μεταθανάτιες τις αποκαλεί και ο ίδιος– συνεντεύξεις του συγγραφέα με μέλη της οικογένειας και άλλους πρωταγωνιστές της ιστορίας, από τον Χίντεμπουργκ και τον Σλάιχερ έως τον Τουχασβίλι και τον Βοροσίλοφ. Με το τρικ αυτό, θέτει τους χαρακτήρες του σε ρόλο υποκειμένου και δίνει ζωντάνια στην αφήγησή του.  

Τα οργανικά στοιχεία της αφήγησης του Εντσενμπέργκερ είναι αρχιτεκτονικά δομημένα και είναι διακριτά χωρισμένα. Μεταμοντέρνες τεχνικές; Όχι δα. Παλιές και δοκιμασμένες. Ο συγγραφέας οργανώνει το υλικό του παρατακτικά, παραθέτει τα στοιχεία του ως χωρία ειρημένα, σύμφωνα με την ηροδότεια μέθοδο. 

Η ιστορία ωστόσο της οικογένειας των Χάμερσταϊν είναι απλώς η πρόφαση. Μέσα από αυτήν ο Εντσενμπέργκερ ιχνηλατεί την ιστορία της πατρίδας του την περίοδο ανάμεσα στους δύο Μεγάλους πολέμους. Διερευνά τη σχέση της με τις άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης την επαύριον της συνθήκης των Βερσαλλιών, εξετάζει τη διαλεκτική μεταξύ της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης (από την εποχή του Λένιν εώς το σύμφωνο μη επίθεσης Ρίπεντροπ-Μολότοφ), ασκεί κριτική στην ατομικιστική ηθική που επικρατούσε στα χρόνια της περιλάλητης δημοκρατίας της Βαϊμάρης ως μία από τις αιτίες που εξέθρεψαν τη μετέπειτα ναζιστική θηριωδία και στηλιτεύει για τον ίδιο λόγο την αγγλογαλλική αδράνεια απέναντι στον Χίτλερ. Ο συγγραφέας στέκει επικριτικός και απέναντι στον κεντρικό ήρωά του, το στρατηγό Κουρτ φον Χάμερσταϊν για τη δική του αδράνεια. Ήταν ένας από αυτούς που ναι μεν δεν συμπαρατάχθηκαν με τον Χίτλερ, δεν έκαναν όμως και τίποτα για να εμποδίσουν την άνοδό του, όπως θα μπορούσαν.

Η μετάφραση του Κώστα Κοσμά απελευθερώνει τους χυμούς της αφήγησης, όμοια με το νερό της πηγής που ξεσηκώνει τα αρώματα ενός νησιώτικου πολυκαιρισμένου μολτ. A

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ