Βιβλιο

Πώς εμπνέονται οι βραβευμένοι συγγραφείς;

Οι φετινοί υποψήφιοι για Βραβείο Μπούκερ αποκάλυψαν τα μυστικά πίσω από τα μυθιστορήματά τους

62222-137653.jpg
A.V. Team
16’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
dustin-lee-jlwvautloaq-unsplash.jpg
© Dustin Lee

Margaret Atwood, Salman Rushdie, Bernardine Evaristo, Chigozie Obioma, Elif Shafak και Lucy Ellmann μιλάνε στην The Guardian για τα μυθιστορήματά τους

Πού βρίσκουν την έμπνευσή τους οι βραβευμένοι με Μπούκερ (βραβείο που δίνεται στο καλύτερο αγγλόφωνο μυθιστόρημα γραμμένο από αγγλόφωνο συγγραφέα) συγγραφείς; Εκείνοι που βρέθηκαν στη λίστα των επικρατέστερων για το 2019 αποκαλύπτουν τα μυστικά πίσω από τα μυθιστορήματά τους.

Margaret Atwood
Στο βιβλίο «The Handmaid’s Tale», αφήσαμε την Offred σε αυτή την κατάσταση: «Το βαν περιμένει στον δρόμο, οι διπλές του πόρτες είναι ανοιχτές. Οι δυο τους, τώρα στην μία πλευρά ο ένας και στην άλλη ο άλλος, με πιάνουν από τους αγκώνες για να με βοηθήσουν να μπω. Είτε αυτό είναι το τέλος μου είτε μία νέα αρχή, δεν υπάρχει τρόπος να το ξέρω: παρέδωσα τον εαυτό μου στα χέρια αγνώστων, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Οπότε ανέλαβα δράση, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, ή μάλλον στο φως». Έτσι, οι αναγνώστες ζήταγαν μία συνέχεια και το «The Testaments» είναι μία συνέχεια, αλλά όχι αυτή που περίμεναν – ή που ακόμα κι εγώ περίμενα. Αυτό ήταν το αφηγηματικό νήμα που ήθελαν να ακολουθήσω. Αλλά θα μου ήταν αδύνατο για να δημιουργήσω ξανά αυτή τη φωνή, οπότε συνέχισα να αρνούμαι. Μετά διαπίστωσα ότι μία διαφορετική οπτική του κόσμου του Gilead ίσως είναι δυνατή: μία μεταγενέστερη εποχή με διαφορετικές φωνές.

Από πολλές απόψεις, το «The Testaments» είναι μία απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις που οι αναγνώστες έχουν θέσει ανά τα χρόνια, όσον αφορά το «The Handmaid’s Tale». Αλλά συγχρόνως ανήκει και στην δική μας εποχή μέσα στην ιστορία, που τα πράγματα σε πολλές χώρες μοιάζουν να πλησιάζουν προς το Gilead, παρά να απομακρύνονται από αυτό. Πολλά γυναικεία δικαιώματα που κατακτήθηκαν στα 60s και τα 70s απειλούνται. Στο κέντρο του θέματος βρίσκεται μία απλή ερώτηση: έχει το κράτος το δικαίωμα να επιτάξει το σώμα σου και να το χρησιμοποιήσει για την παροχή υπηρεσιών, ενάντια στη θέλησή σου και χωρίς να σε πληρώσει για αυτές τις υπηρεσίες; Ακόμα και στο Gilead, οι γυναίκες τρέφονται και δεν υπάρχουν άστεγοι. Οπότε από κάποιες οπτικές γωνίες ο πραγματικός κόσμος είναι σκληρότερος.

Το βιβλίο «The Testaments» τοποθετείται περισσότερα από 15 χρόνια μετά το τέλος του «The Handmaid’s Tale». Έχει τρεις γυναίκες αφηγήτριες. Οι δύο είναι μέρος της νέας γενιάς που δεν έχει γνωρίσει τον κόσμο πριν το Gilead. Στο «The Handmaid’s Tale» καταλαβαίνουμε αρκετά πόσο δύσκολο θα είναι για τις γυναίκες να προσαρμοστούν στις ζωές στους στο Gilead, αλλά «για εκείνες που θα έρθουν μετά, θα είναι ευκολότερο. Θα δεχτούν τις υποχρεώσεις τους μέσα από την καρδιά τους». Πώς είναι να μεγαλώνεις ως νέα γυναίκα στο Gilead; Και πώς είναι να μεγαλώνεις στην άλλη μεριά των συνόρων, στον Καναδά, παρατηρώντας το Gilead, όπως κάποτε οι δυτικοί παρακολουθούσαν τις χώρες του σιδηρούντος παραπετάσματος – ως μία απολυταρχική απειλή, αλλά και ως ένα μυστήριο κρυμμένο βασίλειο;

Όσο για την τρίτη αφηγήτρια: πώς θα ήταν να είσαι μία μεγαλύτερη γυναίκα με έναν σημαντικό μοχλό πίεσης εντός του Gilead; Πώς αποκτάς δύναμη εντός μίας δικτατορίας, ειδικά εάν ανήκεις σε μία ομάδα που ορίζεται ως σχετικά ανίσχυρη; Ποια είναι η ιστορία σου; Είσαι μία αληθινή πιστή, μία οπορτουνίστρια, μία επιζών που κατηγορεί και καταπιέζει για να αποφύγει να έχει την ίδια μοίρα; Τι φοβάσαι; Ποιοι είναι οι στόχοι σου; Ποιοι είναι οι εχθροί σου; Μήπως έχεις η ίδια ένα μυστικό πλάνο;

Από τη στιγμή που ξεκίνησα το «The Testaments», τα γεγονότα του πραγματικού κόσμου παρουσιάζουν αναπάντεχες εξελίξεις το ένα μετά το άλλο. Κάποια είναι ανησυχητικά και προμηνύουν αρπαγές εξουσίας και μία καταπίεση ελευθεριών στις δυτικές δημοκρατίες που δεν έχουμε δει εδώ και αιώνες. Άλλοι είναι πιο αισιόδοξοι: κυρίως οι νέοι άνθρωποι συνειδητοποιούν τους κινδύνους, τόσο τους περιβαλλοντικούς όσο και τους πολιτικούς – αυτοί οι δύο πάνε τόσο συχνά μαζί – και προετοιμάζονται ώστε να αγωνιστούν κατά αυτών των κινδύνων.

Έτσι, οδηγούμαστε στη τελική ερώτηση που θέλω να εξερευνήσω: από τη στιγμή που γνωρίζουμε, λόγω των ιστορικών σημειώσεων στο τέλος του «The Handmaid’s Tale», ότι το Gilead δεν διατηρήθηκε – τι το έριξε; Στο μυθιστόρημά μου, οι άνθρωποι. Όντας αισιόδοξη από τη φύση μου, μου αρέσει να πιστεύω ότι το ίδιο θα συμβεί και στην πραγματική ζωή.

 

Salman Rushdie
Στο κέντρο του το «Quichotte» είναι ένα πολύ προσωπικό μυθιστόρημα, προκύπτοντας από τρία μέρη που έχουν υπάρξει πολύ σημαντικά για εμένα – πώς συνήθιζαν να είναι και πώς είναι σήμερα. Είναι επίσης μία αναγνώριση του δεδομένου ότι για εμένα, η οικογένεια, οι σχέσεις, η αγάπη και οι αποτυχίες της αγάπης μέσα στην οικογένεια, έχουν υπάρξει τόσο σημαντικές όσο ο έρωτας. Αδερφοί και αδερφές, πατεράδες και γιοι βρίσκονται στην καρδιά του μυθιστορήματος μου. (Το ίδιο και ο έρωτας, φυσικά, υπό την μορφή της αναζήτησης της Salma από τον Quichotte, αλλά αντιμετωπιζόμενος κωμικοτραγικά, όπως του αξίζει να αντιμετωπίζεται.) Επιπλέον, είναι ένα μυθιστόρημα για το γήρας και την αντιμετώπιση του τέλους της ζωής και της αξιολόγησης του πώς πήγε αυτή η ζωή. Πέραν αυτού, ωστόσο, οι λεπτομέρειες του χαρακτήρα και της ιστορίας είναι όλες δημιουργήματα όχι πορτραίτα. Η επιθυμία μου για αυτοβιογραφία έληξε με τον «Joseph Anton».

Οι απαρχές της ιδέας βρίσκονται κάποια χρόνια πίσω. Περίπου στην 400η επέτειο του Θερβάντες και του Σαίξπηρ διάβασα ξανά τον «Δον Κιχώτη», για πρώτη φορά από τα φοιτητικά μου χρόνια, και σχεδόν αμέσως ο δικός μου γέρος ανόητος και ο φανταστικός γιος/σύντροφός του ήρθαν στο μυαλό μου. Αλλά δεν ήταν σαν τον Κιχώτη και τον Σάντσο Πάντσα. Ο Quichotte μου δεν φαίνεται θλιβερός, αλλά εύθυμος: ένας αισιόδοξος, γεμάτος ελπίδα, με πίστη στην αγάπη. Και ο Σάντσο μου είναι ένας επαναστάτης έφηβος. Επίσης, το ταξίδι που χαράζουν δεν μοντελοποιεί εκείνο του Θερβάντες. Το βιβλίο εμπνέεται από τον καταπληκτικό πρόγονό του, αλλά μετά τραβάει τον δικό του δρόμο.

Ωστόσο, υπάρχει μία ηχώ ανάμεσα στα βιβλία. Ο «Δον Κιχώτης» είναι ένα «διαχρονικό μυθιστόρημα», μία προσπάθεια αποτύπωσης όσο περισσότερης ανθρώπινης ζωής είναι δυνατόν και αυτό πάντα ήταν και το δικό μου ένστικτο. Είναι επίσης τρομερά μοντέρνο, ακόμα και μεταμοντέρνο – ένα μυθιστόρημα που οι χαρακτήρες του γνωρίζουν ότι γράφουν για αυτούς και έχουν άποψη για την γραφή. Επιπλέον, ήθελα το βιβλίο μου να έχει μία παράλληλη ιστορία για τον δημιουργό των χαρακτήρων μου και την ζωή του και στη συνέχεια σταδιακά να δείξω πώς οι δύο ιστορίες, οι δύο αφηγηματικές γραμμές γίνονται μία.

Ο «Δον Κιχώτης» είναι ένα μεταφορικό βιβλίο, γεμάτο με αποκλίσεις και ιστορίες μέσα στις ιστορίες και ήθελα και το δικό μου να γίνεται διαφορετικά είδη ιστοριών όσο συνέχιζε, οπότε χρησιμοποίησα πολλούς διαφορετικούς μυθιστορηματικούς τρόπους – πικαρέσκα, παράλογο, κατασκοπικό μυθιστόρημα, επιστημονική φαντασία, ρεαλιστικό συναισθηματικό δράμα –απλώνοντας πολλά διαφορετικά είδη διχτυών, ώστε να μιλήσω, να προσπαθήσω να αποτυπώσω όλο το πανόραμα της δικής μας σουρεαλιστικής, μεταμορφικής εποχής.

Ήθελα το βιβλίο να είναι αστείο, αλλά πέραν από αστείο ήθελα να έχει κάποια σκοτεινά στοιχεία: εθισμό στα οπιοειδή, διαφθορά, ρατσισμό, τις διαχωρισμένες κοινωνίες που οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ινδία έχουν γίνει. Όπως και ο Θερβάντες, είχα στο μυαλό μου το «The Adventures of Augie March» του Saul Bellow και τις ιστορίες δρόμου από «Το Ζεν και η τέχνη της συντήρησης της μοτοσικλέτας» έως το «Easy Rider». Βοηθήθηκα από μνήμης από ιστορίες επιστημονικής φαντασίας από πολύ παλιά. Και τελικά πήρα έμπνευση από τον τρόπο που μετανάστες από όλο τον κόσμο (Ocean Vuong, Jhumpa Lahiri, Chimamanda Ngozi Archie) και έγχρωμοι συγγραφείς (Jesmyn Ward, Ta-Nehisi Coates, Tracy K Smith) αυτή τη στιγμή εξελίσσουν την αμερικανική λογοτεχνία. Και ναι, βλέπω τον εαυτό μέσα σε αυτές τις κατηγορίες και είμαι χαρούμενος – σαν τον ηλικιωμένο άντρα στο δωμάτιο – να συμμετέχω στο πάρτι.

 

Bernardine Evaristo
Η μυθοπλασία ανασκάβει και ξαναφαντάζεται τις ιστορίες μας: εξερευνεί, διαταράσσει, επιβεβαιώνει και συγκειμενοθετεί τις κοινωνίες και τις υποκειμενικότητές μας: εξασκεί τις φαντασίες μας μέσα από πτήσεις στο φανταχτερό, τοποθετεί τον αναγνώστη σε μετασχηματιστικές περιπέτειες και ανιχνεύει και παρουσιάζει τα κίνητρα, τα προβλήματα και τα δράματά μας. Τι σημαίνει τότε το να μην βλέπεις τον εαυτό σου να καθρεφτίζεται στις ιστορίες του έθνους σου; Αυτό είναι το συνεχιζόμενο ερώτημα της καριέρας μου ως συγγραφέας εδώ και περίπου 40 χρόνια. Οι μαύρες Βρετανίδες γυναίκες γνωρίζουμε ότι εάν δεν τοποθετήσουμε εμείς τους εαυτούς μας μέσα στη λογοτεχνία, τότε κανένας δεν θα το κάνει.

Ίσως δεν θα έπρεπε να περιμένουμε κανέναν να το κάνει. Στο τέλος, οι άνθρωποι είμαστε φυλετικά όντα. Φροντίζουμε εκείνους με τους οποίους αισθανόμαστε πιο ταιριαστεί. Γνωρίζω ότι οι γυναίκες είμαστε καλύτερα εξοπλισμένες, με την εσωτερική μας γνώση του τι σημαίνει να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του να είσαι μαύρη και γυναίκα, να λέμε ιστορίες από την οπτική μας. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αποτελέσουμε αφηγηματικά αντικείμενα της φαντασίας όσων δεν είναι εμείς. Δείτε τα τηλεοπτικά δράματα και το θέατρο, ενώ κι εγώ πάντα έγραφα ξεπερνώντας φυλές και φύλα. Επιπλέον, συνειδητοποιούμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα παρατηρήσουν ότι δεν κατοικούμε στις σελίδες των μυθιστορημάτων τους, ούτε είναι ενήμεροι για την δυσκολία των επίδοξων συγγραφέων μας να σπάσουν το Μεγάλο Τείχος των Εκδόσεων. Αυτό θα μας πονέσει και θα μας θυμώσει όσο είμαστε νέες, μέχρι που αρχίζουμε να δεχόμαστε το γεγονός ότι πάντα θα μας βλέπουν ως διαφορετικά, ασήμαντα και ανάξια υποκείμενα για την λογοτεχνία. Και εκείνοι που ψηλομύτικα συζητάνε ότι η λογοτεχνία έχει βαθύτερη σημασία από συγκεκριμένες δημογραφικές εμπειρίες συνήθως βρίσκονται σε προνομιούχες θέσεις και συχνά σχετίζονται με τις συγκεκριμένες δημογραφικές θέσεις τον ετεροφυλόφιλων λευκών αντρών. Ελπίζω πως κάποια μέρα η λέξη «άνθρωποι» θα μας περιλαμβάνει όλους, αλλά δεν βρισκόμαστε ακόμα εκεί.

Επικαλούμαι την πολυφωνία στο «Girl, Woman, Other» ως μία στρατηγική ενάντια στο αόρατο. Ήθελα να γράψω πολλαπλές ιστορίες για το να βρίσκεσαι σε μία φιλόδοξη κλίμακα και να πω ότι έχουμε σημασία και είμαστε το ίδιο σημαντικές, ατελείς, περίπλοκες, συμπονετικές, αστείες, εγωίστριες και ψυχολογικά συναρπαστικές όσο κάθε άλλο ανθρώπινο πλάσμα στον πλανήτη. Το μυθιστόρημα, που καλύπτει πάνω από 100 χρόνια, με 12 κυρίως μαύρες γυναίκες πρωταγωνίστριες, έπρεπε να περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές γενιές, ώστε να διαρρηχτεί η προκατάληψη υπέρ των γυναικών πρωταγωνιστριών κάτω των 40, λες και οι μεγαλύτερες γυναίκες απλά δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον. Επίσης περιλαμβάνει ένα άφυλο πρόσωπο και μία ποικιλία σεξουαλικοτήτων, επαγγελμάτων, βρετανικών περιοχών και πολιτισμικών υπόβαθρων, κυρίως με ρίζες στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αφρική, την Καραϊβική και την Ινδία. Η εργασία, η οικογένεια, η κοινότητα και οι σχέσεις είναι οι κυρίαρχες θεματικές, υποστηριζόμενες από το πώς το φύλο, η φυλή και η σεξουαλικότητα εκφράζονται διαφορετικά ανάλογα τον χαρακτήρα. Η Hattie είναι μία ενενηντάχρονη Νορθουμπριανή αγρότισσα. Η Amma είναι μία μεσήλικας λεσβία και θεατρική σκηνοθέτης. Η LaTisha εργάζεται σε ένα σούπερ-μάρκετ.

Ονομάζω αυτό το βιβλίο ένα fusion φανταστικό μυθιστόρημα, που νομίζω ότι περιγράφει καλύτερα ένα έργο όπου κάθε χαρακτήρας έχει το δικό του κεφάλαιο, αλλά και συγχωνεύεται στις συνδεόμενες ιστορίες των άλλων. Ο αφηγητής είναι ικανός για ένα ελεύθερο στιλ πρόζας που αποφεύγει τα παραδοσιακά σημεία στίξης, όπως οι τελείες και τα εισαγωγικά, για χάρη αυτού που ονομάζω μία «μετα-ποιητική» σχηματοποίηση στη σελίδα. Αυτή η μορφή με έκανε ικανή να μεταβαίνω άψογα μεταξύ παρελθόντος και παρόντος και εσωστρέφειας και εξωστρέφειας του χαρακτήρα.

Πρόσφατα μίλαγα για το «Girl, Woman, Other» σε μία εκδήλωση βιβλίων όταν ένα μέλος του κοινού, που δεν είχε διαβάσει το μυθιστόρημα, υπέθεσε με αυτοπεποίθηση ότι είχε να κάνει με το τραύμα των μαύρων γυναικών. Τώρα, αυτό δεν είναι κάτι που είχα πει ή είχε υπονοήσει με τον οποιονδήποτε τρόπο, αλλά αυτό είχε ακούσει. Ξεκάθαρα ήθελε ή περίμενε οι χαρακτήρες μου να αφομοιωθούν στην αλληγορία του Τραγικού Μαύρου, στο θύμα που υποφέρει από του καταπιεστικά άτομα, κουλτούρες ή καθεστώτα. Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να γράψω για μαύρες γυναίκες, ή μαύρους ανθρώπους, σαν να είναι τραγικά θύματα. Πιστεύω στην ελπίδα και τη λύτρωση και πάντα δίνω στους χαρακτήρες μου ενέργεια. Ένα μυθιστόρημα που γιορτάζει την βρετανική μαύρη θηλυκότητα σίγουρα πρέπει να κινηθεί στον άξονα του χιούμορ. Βρίσκουμε την κωμωδία στα πάντα και, πάνω από όλα, γελάμε με τους εαυτούς μας, όπως και οι άλλοι άνθρωποι.


Chigozie Obioma
Κατέληξα στην ιστορία που θα γινόταν το «An Orchestra of Minorities» αφότου έγινα μάρτυρας της διάλυσης ενός ανθρώπου που ονομαζόταν Jay. Βρισκόμουν σε ένα πανεπιστήμιο στη βόρεια Κύπρο το 2009 όταν έφτασε, εξαπατημένος από απατεώνες που προσποιούνταν πως ήταν παράγοντες ενός ξένου πανεπιστημίου. Αυτός ο άντρας θα κατέρρεε και θα έπεφτε σε μία βαθιά ψυχολογική κρίση που θα είχε ως αποκορύφωμα έναν τραγικό θάνατο μερικές μέρες μετά - μία πτώση με το κεφάλι από ένα ψηλό κτήριο. Τις μέρες πριν την πτώση, ο Jay μου είχε πει ότι θα ερχόταν στην Κύπρο γιατί ήταν τρελά ερωτευμένος με μία γυναίκα. Αυτή η πληροφορία αρχικά με έκανε να προσπαθήσω να ανακαλύψω τι είδους δυναμική υπήρχε ανάμεσα σε εκείνον και την αρραβωνιαστικιά του. Τι είδους αγάπη κάνει έναν άνθρωπο να πουλήσει ό,τι έχει ώστε να είναι με την αγαπημένη του; Οπότε προσπάθησα να ακολουθήσω το ταξίδι του, κατά κάποιον τρόπο μία Οδύσσεια, στην οποία ο πρωταγωνιστής μου, ο Chinoso, θα έμενε για ένα μεγάλο διάστημα στην πραγματικότητα του έρωτα, αλλά τελικά θα καταστρεφόταν από τη μυθολογία του έρωτα.

Η ιδιόμορφη συντριβή του Jay ήταν ένα είδος μαθήματος. Ενδιαφέρομαι βαθιά για την ψυχολογική πολυπλοκότητα των αλλαγών του χαρακτήρα: Στο «The Fishermen» ρώτησα, πώς ένας αδερφός που αγαπάει τα αδέρφια του καταλήγει να τα μισεί; Στο «An Orchestra of Minorities», ρώτησα πώς ο Chinoso, που στην αρχή είναι τόσο αφανής, καταλήγει να γίνεται τόσο εκδικητικός; Για εμένα αυτό είναι η κινητήριος δύναμη της μυθοπλασίας μου: η αποστολή να εξερευνήσω την εξέλιξη του ανθρώπινου συναισθήματος από το ένα άκρο στο άλλο. Οπότε, έχοντας την ιστορία, χρειαζόμουν μία δομή για αυτήν. Μεγάλωσα μαθαίνοντας για το chi, αυτή την κοσμική δύναμη που με τα πανταχού παρόντα μέσα της προθεματίζει το όνομα μου: chi-gozie. Ο παππούς απ’ την πλευρά της μητέρας μου ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους στην ανατολική Νιγηρία που ποτέ δεν έγιναν χριστιανοί. Έτσι, η μητέρα μου μεγάλωσε βουτηγμένη στη θρησκεία odinani. Φυσικά, έβλεπε τον κόσμο από τη σκοπιά της φυλής Igbo και συχνά στρεφόταν στο chi, ειδικά όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Θα έλεγε κάτι όπως: «Αυτή η δυσκολία είναι το αποτέλεσμα των αποτυχιών σου στο chi».

Πώς να πεις αυτή την ιστορία που θα εξετάσει την μεταφυσική του να είσαι και της ύπαρξης, του πεπρωμένου, της μοίρας, της ελεύθερης βούλησης, της αγάπης, της μετανάστευσης, των τάξεων, της φυλής και της εκδίκησης; Έφτιαχνα σχέδια στο κεφάλι μου μέχρι που ήρθα σε επαφή με το «Paradise Lost» του John Milton. Αυτό το βιβλίο, που εξερευνά το βασικό στοιχείο στα οποίο στηρίζεται ο δυτικός πολιτισμός, την ελεύθερη βούληση, ήταν η απάντηση που έψαχνα. Ήξερα τότε ότι θα έλεγα αυτή την ιστορία μέσα από τη γλώσσα του chi, αυτό το πνεύμα μετενσάρκωσης που αναγεννιέται ξανά και ξανά εδώ και 700 χρόνια. Θα επιχειρούσα να σχεδιάσω τον χάρτη του πολιτισμού των Igbo, συμπεριλαμβάνοντας γεγονότα-ορόσημα όπως η πρώτη τους επαφή με τους Πορτογάλους τον 16ο αιώνα, η σκλαβιά, η περίοδος της βρετανικής αποικιοκρατίας, ο Νιγηριανός Εμφύλιος Πόλεμος και το παρόν. Το chi θα ήταν το κεντρικό σημείο της οντολογίας των Igbo, μία πίστη που υπήρξε το θεμέλιο για την ισότιμη κοινωνικοπολιτική δομή των Igbo. Και η οντολογία των Igbo υπήρξε ένας μικρόκοσμος των περίπλοκων πιστεύω της Αφρικής προ των αποικιών, ώστε να ξεκαθαρίσω ότι η προ-αποικιακή εμπειρία στην Αφρική δεν ήταν μία μακρά νύχτα από την οποία ο λευκός άντρας μας έσωσε. Είμαι πεπεισμένος ότι το κεντρικό πρόβλημά μας στην Αφρική (και στην μαύρη διασπορά) είναι ότι ακόμα δεν έχουμε καταλάβει πλήρως ότι ήδη είχαμε πετυχημένα συστήματα και ότι κουβαλάμε μία υποσυνείδητη αίσθηση κατωτερότητας που πρέπει να καταστραφεί.

Πιστεύω ότι είναι χρέος μου, το κάλεσμα μου, να ξεθάψω αυτές τις θαμμένες πόλεις, να αποκαλύψω εκείνες τις κοσμολογίες και στρέψω τους ανθρώπους μου σε εκείνες τις αλήθειες και να πω: «Δείτε ποιοι ήμασταν κάποτε». Ξεκινάει με το να γράψω το δικό μας κοσμολογικό μυθιστόρημα, έναν «Paradise Lost» (Χαμένο παράδεισο) των Igbo, στον οποίο ένα πνεύμα προσπαθεί να δικαιολογήσει στους θεούς τις πράξεις του ανθρώπου.    

   

Elif Shafak
Υπάρχει ένα νεκροταφείο στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης που δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Ονομάζεται Κοιμητήριο των Ασυνόδευτων. Έχει λίγους επισκέπτες. Ακόμα και οι περιβόητοι τυμβωρύχοι της πόλης το αποφεύγουν, λένε ότι φοβούνται «την κατάρα του καταραμένου». Δεν υπάρχουν μπουκέτα λουλουδιών, ούτε μαρμάρινες ταφόπλακες. Ούτε ονόματα ή επίθετα. Μόνο αριθμοί. Ξύλινες ταμπέλες με αριθμούς. Σειρές από αυτές.

Εδώ και κάποιον καιρό, αυτό το νεκροταφείο μου έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον. Το επισκέφτηκα μερικές φορές πριν χρόνια και έπιασα τον εαυτό μου να συγκινείται από τη γαλήνη του. Από τότε ξεκίνησα να διαβάζω για αυτό – να κάνω έρευνα, να σκέφτομαι, να κρατάω σημειώσεις. Αλλά ήταν δύσκολο να συλλέξω πληροφορίες. Πολλά πράγματα που συμβολίζει αυτό το μέρος σχετίζονται με την λήθη, την διαγραφή και την προσποίηση ότι ποτέ δεν υπήρξε. Όταν οι αριθμοί των ταμπελών ξεθωριάζουν, όλες οι προσωπικές πληροφορίες εξατμίζονται.

Σχεδόν όλοι όσοι ενταφιάζονται στο νεκροταφείο είναι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο παρίες. Πολλούς τους απομάκρυναν οι οικογένειες ή οι κοινότητες τους. Σε όλους τους αρνήθηκαν μία καθώς πρέπει κηδεία, μία αξιοπρεπή ταφή. Ανάμεσα στους κατοίκους του υπάρχον μέλη πολλών ΛΟΑΤΚΙ+ κοινοτήτων. Υπάρχουν πολίτες που πέθαναν από σχετικές με το AIDS ασθένειες, ιδιαίτερα τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Λόγω του στίγματος, στάλθηκαν εδώ, θαμμένοι εκτός οπτικού πεδίου. Ναρκομανείς, αλκοολικοί, άστεγοι, αγνοούμενοι πολίτες, πνευματικά άρρωστοι άνθρωποι… Οι ανεπιθύμητοι. Όσοι αυτοκτόνησαν επίσης. Ένας αριθμός Κούρδων ανταρτών μεταφέρθηκε εδώ από διαφορετικά σημεία της χώρας. Το κράτος δεν θέλει να μετατραπούν σε μάρτυρες στα μάτια των ανθρώπων τους. Επιπρόσθετα σε όλες αυτές τις ψυχές, υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός προσφύγων. Έτσι, στο τρομερά ασυνήθιστο αυτό νεκροταφείο ένας Αφγανός ή ένας Σύριος πρόσφυγας ίσως είναι θαμμένος δίπλα σε έναν Τούρκο τρανσέξουαλ τραγουδιστή ή έναν Κούρδο ιερόδουλο. Πάντα διαβάζουμε στις εφημερίδες για πρόσφυγες που οι βάρκες τους ανατρέπονται καθώς προσπαθούν να περάσουν στην Ευρώπη, αλλά που πηγαίνουν όλα αυτά τα νεκρά σώματα αφότου ανακτηθούν από τα ύδατα; Πηγαίνουν στο Κοιμητήριο των Ασυνόδευτων. Ως συγγραφέας ήθελα να πάρω τουλάχιστον έναν από αυτούς τους αριθμούς και να του δώσω ένα όνομα, μία ιστορία… Η βασική μου πρωταγωνίστρια, η Tequila Leila, είναι θαμμένη εδώ. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία είναι, και πάντα ήταν, μία πεισματική προσπάθεια να επανανθρωποποιήσουμε αυτούς που έχουν αποκτηνωθεί.     

Οι αριθμοί είχαν σημασία για εμένα καθώς έγραφα αυτό το μυθιστόρημα. Ενδιαφέρθηκα για μία σειρά ιατρικών ερευνών που έδειχναν ότι την ώρα του θανάτου, αφότου η καρδιά έχει σταματήσει να χτυπάει, το μυαλό μπορεί να παραμείνει ενεργό για μερικά ακόμα λεπτά. Σε μερικές περιπτώσεις, ακόμα και για δέκα λεπτά. Ήθελα να προσθέσω τα δικά μου 38 δευτερόλεπτα σε αυτά. Τι συμβαίνει στον ανθρώπινο νου εκείνη το χρονικό διάστημα; Εάν είναι αλήθεια ότι το υπεύθυνο για τις αναμνήσεις μέρος του εγκεφάλου μας είναι το τελευταίο που κλείνει, ποιες αναμνήσεις απομένουν από μία ολόκληρη ζωή; Αυτή η ερώτηση μου χάρισε τη δομή του μυθιστορήματος. Οι δύο πρώτες λέξεις αυτό του βιβλίου είναι: «Το Τέλος». Απευθείας οι αναγνώστες ξέρουν ότι η κεντρική χαρακτήρας είναι νεκρή, αλλά ο εγκέφαλός της συνεχίζει να λειτουργεί, θυμάται το παρελθόν της, λεπτό προς λεπτό.

Δεν ήθελα μία γραμμική εξιστόρηση, καθώς τα μυαλά μας δεν δουλεύουν έτσι. Όπως ανατολή και δύση μπλέκονται στην Κωνσταντινούπολη, έτσι παρελθόν και παρόν μπερδεύονται μέσα στα μυαλά μας. Η μη γραμμική εξιστόρηση με βοήθησε να καταλάβω πόση αξία έχει η κάθε ανάμνηση. Έπρεπε να είμαι επιλεκτική κάθε φορά που ξεκινούσα ένα νέο κεφάλαιο. Τι θα θυμόταν τώρα η Leila; Ο χρόνος τελείωνε. Έπρεπε να διαγράψω περισσότερα από όσα έπρεπε να γράψω. Έπρεπε να γράψω ένα μικρότερο μυθιστόρημα, μία πιο στενή ιστορία. Ό,τι θυμάται η Leila, το θυμάται κυρίως μέσα από τις αισθήσεις της. Η μυρωδιά του λεμονιού και της ζάχαρης, η γεύση του καφέ με κάρδαμο. Ίσως αυτό απηχούσε την δική μου εμπειρία με την πατρίδα μου. Έγραψα αυτό το βιβλίο σε μία περίεργη στιγμή της ζωής μου, όχι ταξιδεύοντας στην Κωνσταντινούπολη, αλλά κουβαλώντας την κατά κάποιον τρόπο παντού μαζί μου.

Η ιστορία της Leila είχε ως πηγή έμπνευσης πραγματικά ιστορικά γεγονότα, σε συνδυασμό με πραγματικά μέρη και ανθρώπους που μια φορά και έναν καιρό είχα συναντήσει στην παλιά πόλη, αν και τα πάντα είναι μυθοπλασία. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι, πέραν των ιστοριών, με ελκύουν οι σιωπές. Υπάρχουν πολλές μέσα σε αυτό το βιβλίο, τα πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το μυθιστόρημα έρχεται αντιμέτωπο με βαριά θέματα, είναι μία ιστορία που επιβεβαιώνει τη ζωή και γιορτάζει τη διαφορετικότητα και τη φιλία, καθώς και την ανθρώπινη δύναμη απέναντι στη βία και την καταπίεση.

Lucy Ellmann
Έγραψα αυτό το βιβλία εξαιτίας τις βαθιάς μου απόγνωσης, όσον αφορά τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Ωστόσο, ο τρόπος που το έγραψα έμοιαζε με μία έκρηξη. Μία έκρηξη από το παρελθόν βασικά. Για να εκφράσω τις λειτουργίες ενός ανθρώπινου μυαλού, επανέφερα μία παλιότερη τεχνική μου: το κολάζ.

Ως παιδί αγαπούσα τις ιστορίες που με μικρές εικόνες αντικαθιστούσαν όλα τα ουσιαστικά. Ήταν ένα είδος κολάζ, σε αυτό συναντιούνται δύο διαφορετικά στοιχεία, το αναμενόμενο και το αναπάντεχο – ένας συμβατικός τύπος, όπου εισέβαλε η εικονογράφηση. Ακόμα τρελαίνομαι για μία καλή ανάρμοστη αντιπαράθεση. Κάτι αλχημικό και δυναμικό μπορεί να συμβεί όταν τοποθετείς ένα φαινομενικά άσχετο πράγμα απέναντι σε ένα άλλο. Η «Madama Butterfly» του Puccini περιλαμβάνει ένα απόσπασμα από το «The Star-Spangled Banner». Είναι καυστικό και κατηγορικό. Η Κρήνη του Ντυσάν είναι ένα είδος κολάζ επίσης: όλα τα προκατασκευασμένα είναι, καθώς αιωρούνται ανάμεσα στην αντικειμενικοποίηση και την υποσυνείδητη (ή μεγαλειώδη) καλλιτεχνική υπόνοια τους.

Η έκθεση κολάζ στην Εθνική Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης της Σκωτίας («Cut and Past: 400 Years of Collage») δείχνει ότι το κολάζ δεν αποτελεί μία παρέκκλιση αποκλειστικά του 20ου ή του 21ου αιώνα. Απροσδόκητα, τέτοιες συζεύξεις διαφορετικών στοιχείων συνέβαιναν πολύ νωρίτερα. Τα δισδιάστατα κολάζ έχουν τις ρίζες τους τουλάχιστον στην εφεύρεση του χαρτιού. Ερμάρια με περίεργα αντικείμενα είναι ακόμα ένα είδος κολάζ: συναρμολόγημα. Και στα μπαλωμένα παπλώματα, κομμάτια υφάσματος ράβονται το ένα πάνω στο άλλο σε βαθμό που σου προκαλούν ζαλάδα. Το κολάζ υιοθετήθηκε από τους κυβιστές και από τους αφηρημένους εξπρεσιονιστές όπως η Lee Krasner. Οι ποπ καλλιτέχνες δανείστηκαν πολλά στοιχεία, χώνοντας αντικείμενα που έβρισκαν μέσα στα έργα τους. Από τους σουρεαλιστές, ο Schwitters ήταν πιθανώς ο πιο δεξιοτέχνης στο χάρτινο κολάζ, ενώ η Eileen Agar περιέγραψε το κολάζ ως «μία μορφή εμπνευσμένης διόρθωσης, μία μετατόπιση του τετριμμένου μέσα από την εύφορη παρέμβαση του ευκαιριακού ή του τυχαίου».

Στα 20 μου, όταν δούλευα μία διδακτορική διατριβή πάνω στο κολάζ και ανακάλυπτα υλικό μαζί με την σπουδαία Dawn Adès, έμεινα έγκυος. Η Dawn μου είπες ότι η μητρότητα ταίριαζε με τα διδακτορικά, οπότε συνέχισα με τη διατριβή μου, αν και ήμουν περισσότερη απορροφημένη με τον μωρό. Μερικά χρόνια μετά, η Alexandra Pringle των εκδόσεων Virago μου ανέθεσε να γράψω το πρώτο μου μυθιστόρημα και εγκατέλειψα τα ακαδημαϊκά για χάρη της μυθοπλασίας. Η λίγη δουλειά που είχα κάνει για την διδακτορική μου διατριβή είχε ως αποτέλεσμα διάσπαρτα στοιχεία κολάζ μέσα στο μυθιστόρημά μου (Sweet Desserts).

Έβαλα στόχο να αντισταθώ στο κολάζ μετά από αυτό, αλλά επέστρεψε σε εμένα για τον εσωτερικό μονόλογο του «Ducks, Newburyport», όπου συνειδητοποίησα ότι στο μισό κάθε πρότασης θα υπήρχε έμφαση, αντίφαση ή σάτιρα από τις προηγούμενες ή επόμενες φράσεις. Προσπάθησα να μην αφήσω σε κανένα σημείο αυτά τα άλματα περιεχομένου να γίνουν πολύ αινιγματικά. Δεν ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που δεν θα διαβάζεται, αλλά ένα που θα μπορούσε να σταθεί χωρίς καμία εξήγηση. Και να ‘μαι τώρα εδώ εξηγώντας το!

Ακόμα μία επιρροή του βιβλίου ήταν ο Paul Virilio, που κάποτε είμαι «Ο πόλεμος ήταν το πανεπιστήμιο μου». Έγραψε για την βία μέσα σε ένα μεγάλο μέρος της τέχνης του 20ου αιώνα, που ο Virilio ένιωθε ότι αποτελούσε μία απάντηση στην διαβρωτική επιρροή του τρόμου σε μία μαζική κλίμακα. Η τέχνη δεν είναι ποτέ απρόσβλητη, είναι αναπόφευκτα συνένοχος και σε βίαιους καιρούς γίνεται και αυτή βία. Έτσι, κομματιάζουμε πράγματα και τα ξανακολλάμε μαζί με τον λάθος τρόπο και φτιάχνουμε μπαλωμένα παπλώματα. Η εποχή στην οποία ζω ίσως μου δίνει και το δικαίωμα να ξεκοιλιάσω την δομή του λόγου του τώρα και του τότε.

Το βιβλίο μου ουσιαστικά μιλάει για τη μητρότητα. Και τι είναι η γέννηση ενός παιδιού, αν όχι ένα κολάζ; Δύο ή περισσότερες οντότητες πιέζονται η μία πάνω στην άλλη, εκεί που πριν υπήρχε μόνο μία. Ο θάνατος είναι μία ακόμα μέγιστη πράξη του κολάζ, στην οποία το προηγουμένως έμψυχο υπάγεται στο άψυχο – για τους ανθρώπους με τη βοήθεια σαβάνων, φέρετρων, φωτιάς ή δύο μέτρων χώματος και στίχων του «My Way». Η γέννηση και ο θάνατος είναι τα πιο σουρεαλιστικά γεγονότα της ζωής και τα πάντα στο ενδιάμεσο είναι επίσης ένα κολάζ.



Ο νικητής του Βραβείου Μπούκερ θα ανακοινωθεί στις 14 Οκτωβρίου.

Το άρθρο αρχικά δημοσιεύτηκε από την The Guardian.
Επιμέλεια: Νικολέττα Σταμάτη

 

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ