Βιβλιο

Karim Miské

Η θρησκεία εννοεί «ου φονεύσεις τους δικούς μας»

25388-95773.jpg
Αναστασία Καμβύση
ΤΕΥΧΟΣ 461
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
55668-121814.jpg

Arab Jazz, του Karim Miské (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Αγγελική Τσέλιου), από το χώρο της γαλλόφωνης λογοτεχνίας παρακαλώ, μία jazz για λάτρεις του νουάρ και βιβλιοφάγους ήρθε να διεκδικήσει το δικό της χώρο στο ράφι με τα αγαπημένα βιβλία. Μία κουβέντα με το συγγραφέα στο skype επιβεβαιώνει τις υψηλές προσδοκίες τις οποίες δημιουργεί το καλοδουλεμένο νουάρ που διαδραματίζεται σε μια πολυπολιτισμική γειτονιά του Παρισιού.  

Η άγρια δολοφονία μιας γυναίκας εμπλέκει τον καταθλιπτικό Άραβα γείτονά της σε μια υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών, συνυφασμένης με το σκοτεινότερο κομμάτι του φονταμενταλιστικού θρησκευτικού φανατισμού και το απαραίτητο διεφθαρμένο κομμάτι της τοπικής αστυνομίας. «Ξεκίνησα να γράφω το “Arab Jazz” πριν από μία οκταετία. Η πρώτη μου απόπειρα στη συγγραφή ήταν το 1997, με ένα αυτοβιογραφικό κομμάτι σε ένα βιβλίο με ιστορίες για ανθρώπους που επέστρεφαν στη γη των προγόνων τους, που επισκέπτονταν για πρώτη φορά τη χώρα όπου γεννήθηκαν οι γονείς τους. Έγραψα για το πρώτο μου ταξίδι στη Μαυριτανία, τη χώρα του πατέρα μου, στα 15 μου. Δεν ξαναπροσπάθησα να γράψω για μερικά χρόνια, εκτός βέβαια από το υλικό που χρειαζόμουν για τα ντοκιμαντέρ μου».

Το θέμα της ταυτότητας, εθνικής και θρησκευτικής, πρωταγωνιστεί στο «Arab Jazz». Ήταν άραγε μία επιλογή που την «υπαγόρευσε» η ίδια η ζωή; «Με μπαμπά Μαυριτανό και μαμά (που δεν ζει πια) Γαλλίδα, ήμουν πάντα στριμωγμένος ανάμεσα σε δύο κουλτούρες. Μεγάλωσα στη Γαλλία με την οικογένεια της μητέρας μου, αλλά πάντα υπήρχαν θέματα ταυτότητας που βέβαια, όταν είσαι παιδί, δεν τα καταλαβαίνεις στην αρχή. Μετά όμως πας σχολείο και οι μπαμπάδες όλων των συμμαθητών σου έχουν πολεμήσει στην Αλγερία. Και ξαφνικά είσαι ο ξένος, ο εχθρός, παρόλο που ο μπαμπάς σου δεν είναι από την Αλγερία ούτε είχε ποτέ σχέση με αυτό τον πόλεμο. Στο σπίτι μου ποτέ κανείς δεν μου είχε μιλήσει για το Ισλάμ ή το τι σημαίνει να είσαι μουσουλμάνος και να που βγήκα στη γαλλική κοινωνία και με αντιμετώπισε με αυτό τον τρόπο, μου έδωσε αυτή την παράξενη ταυτότητα. Κι εγώ δεν είμαι μουσουλμάνος, δεν είμαι καν πιστός. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν, αλλά αισθάνονται την ανάγκη να ανήκουν κάπου, σε μια θρησκευτική ομάδα. Η οικογένεια της μαμάς ήταν… θα τους πω μετα-χριστιανούς, δεν πίστευαν πια, είχαν απλώς αυτή τη θρησκευτική ταυτότητα, ενώ η ίδια η μητέρα μου ήταν μαρξίστρια και άθεη. Δεν μου αρέσει να ανήκω σε συγκεκριμένα σύνολα. Βεβαίως είμαι Γάλλος, αυτή είναι η πατρίδα και η κουλτούρα μου και έχω σχέση με τη Μαυριτανία, ξέρω πολλά γι’ αυτή τη χώρα και είναι μέρος της προσωπικής μου ιστορίας, αλλά ως εκεί».

image

Μια και στην Ελλάδα το φυλετικό μίσος γνωρίζει τελευταία μεγάλες δόξες, η κουβέντα πηγαίνει αμέσως προς τα εκεί. Τι γεννά το μίσος; Η φτώχεια, η οικονομική εξαθλίωση, η άγνοια; «Φοβάμαι πως το μίσος είναι στις καρδιές μας. Τα ανθρώπινα πλάσματα έχουν την τάση να κυριαρχήσουν, να δυναστεύσουν τους συνανθρώπους τους. Πιστεύω πως όλοι κάνουν τέτοιες σκέψεις κάποια στιγμή στη ζωή τους. Έπειτα, όμως, μπαίνει ένα ζήτημα παιδείας. Μάθαμε να ελέγχουμε τέτοια συναισθήματα; Και βέβαια καταστάσεις όπως η ανέχεια και η κοινωνική διαφθορά το ενισχύουν, το τρέφουν, το βγάζουν από τα όποια όρια. Πάντως, υπάρχει πάντα μέσα μας. Όταν μιλάμε για φυλετικό μίσος το ξεχνάμε αυτό, ξεχνάμε την ανθρώπινη φύση. Είναι αστείο και αντιφατικό, αλλά ενώ οι θρησκείες πυροδοτούν το φυλετικό μίσος, την ίδια στιγμή πάνε να το κοντρολάρουν με όλες αυτές τις ιδέες περί καλού και κακού. Όμως το πρόβλημα είναι ότι όταν η θρησκεία λέει “ου φονεύσεις” εννοεί “ου φονεύσεις τους δικούς μας”. Νομίζω ότι οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι είναι αυτοί που ξεχνούν ότι κουβαλάμε το κακό μέσα μας και αποκλείουν την πιθανότητα να γίνουν οι ίδιοι κακοί κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής τους».

Στη Γαλλία, ο ίδιος ο Μισκέ έχει αισθανθεί ποτέ το φυλετικό μίσος; Όταν περπατά στο δρόμο τι είναι για τους περαστικούς; Αφρικανός; Άραβας; Ξένος; «Είμαι όλα αυτά. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα σωρό φυλετικά προβλήματα, αλλά ξέρουν ότι η κοινωνία τους είναι πολυφυλετική. Ακόμη κι αν υπάρχουν πολλοί λευκοί που δεν συμπαθούν τους μαύρους ξέρουν ότι είναι Αμερικανοί, ότι βρίσκονται εκεί εκατοντάδες χρόνια, όπως κι αυτοί. Στη Γαλλία δεν υπάρχει ακόμη αυτού του είδους η συνειδητοποίηση, παρόλο που υπάρχουν έναν σωρό άνθρωποι που μου μοιάζουν στο δρόμο και πολλοί άνθρωποι με καταγωγή από την Αφρική έχουν γεννηθεί εδώ. Όταν με βλέπει κανείς στο δρόμο, αν δεν με ακούσει να μιλάω, ίσως να μη σκεφτεί ότι δεν είμαι Γάλλος ακριβώς, αλλά σίγουρα δεν θα με αντιμετωπίσει και σαν το μέσο Γάλλο. Με ρωτούν πάντα “από πού έρχεσαι;”, “πού γεννήθηκες;”. Απλή ανθρώπινη περιέργεια από τη μία, από την άλλη κάθε τόσο πρέπει να λες την ιστορία σου, σαν να εξηγείς ότι δεν είσαι παράνομος. Γίνεται κουραστικό. Όμως δεν θυμώνω. Δεν κρύβεται πάντα ρατσιστικό μίσος πίσω από αυτό. Μπορεί να είναι και απλή ανθρώπινη περιέργεια».

Όλα αυτά αποτυπώνονται πολύ ξεκάθαρα στα ντοκιμαντέρ του Μισκέ, που παρόλο που σπούδασε δημοσιογράφος, γρήγορα αφοσιώθηκε στη σκηνοθεσία, παρατηρώντας τις εθνικές μειονότητες στη Γαλλία. Μήπως η συγγραφή του «Arab Jazz» του έδωσε μία άλλου είδους ελευθερία; «Όταν έγραφα το “Arab jazz”, αισθανόμουν λες και κάτι άλλο έγραφε μέσα από μένα. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Ο χαρακτήρας του Αχμέντ υπήρχε ήδη και το μόνο που μου απέμενε να κάνω ήταν να τον ακολουθήσω. Μετά υπήρχαν ο Ζαν και η Ρασέλ και όταν ο Ζαν κάνει ένα χαζό ρατσιστικό αστείο παπαγαλίζοντας τον Γκέμπελς, η Ρασέλ του απαντάει στα ίσα και ξαφνικά παίρνουν και οι δυο τους ζωή. … Είχα άγχος να μην πάνε σε λάθος κατεύθυνση, είχε πολύ ενδιαφέρον να ψάχνω για τις αλήθειες μέσα στους χαρακτήρες. Δεν ήξερα κάποιον από τον οποίο εμπνεύστηκα τον Αχμέτ ή κάποιον άλλο από τους ήρωές μου. Όμως σίγουρα, καθώς γύριζα τα ντοκιμαντέρ μου στο εξωτερικό και τη Γαλλία, συνάντησα πάρα πολλούς ανθρώπους. Ειδικά στη Γαλλία, μπορώ να πω ότι ξέρω πολύ καλά κάθε διακλάδωση των κοινωνικών τάξεων. Για παράδειγμα, μια φορά είχαμε κάνει γυρίσματα στο σπίτι μίας οικογένειας στα προάστια με ένα ψυχωτικό, κουφό παιδί. Ήταν αυτό που στις Ηνωμένες Πολιτείες αποκαλούν “white trash”. Ήταν μία αποκαλυπτική εμπειρία. Ζω στο κέντρο του Παρισιού κι αν δεν ήταν η δουλειά μου ως ντοκιμαντερίστας δεν θα είχα έρθει ποτέ σε επαφή με ανθρώπους σαν αυτούς, πόσο μάλλον να μπω σπίτι τους και να πάρω μία γεύση από την καθημερινότητά τους. Κοινωνιολογικά είχε τρομερό ενδιαφέρον. Ήμουν πολύ τυχερός που εξαιτίας της δουλειάς μου έχω γνωρίσει όλους αυτούς τους ενδιαφέροντες τύπους. Νομίζω τους χρησιμοποίησα στο βιβλίο μου».

Είτε το έκανε συνειδητά είτε όχι, ο Μισκέ έκανε όλο αυτό τον καιρό γυρίζοντας ντοκιμαντέρ, την …προίκα του ως συγγραφέας. «Σίγουρα γέμισα ιστορίες κάνοντας αυτή τη δουλειά, ακόμη κι αν είσαι τελείως διαφορετικός και δεν συμφωνείς με τις απόψεις τους, έρχεσαι κοντά στους ανθρώπους, αποκτάς κατανόηση για τα προβλήματά τους. Κι αυτό ήταν το μεγαλύτερο κέρδος: Η ανάγκη να σχετιστείς με τους ανθρώπους, να τους συμπονέσεις. Κι αυτή η συμπόνια είναι το πιο πολύτιμο συναίσθημα για να καταλάβεις τους ανθρώπους. Τα ντοκιμαντέρ μου είχαν ως θέμα τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό: Εβραίους, Χριστιανούς, Μουσουλμάνους, ακόμα και Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ήταν φιλικοί μαζί μου ανοιχτοί, τουλάχιστον όσο εγώ ήμουν προσεκτικός. Ήταν ένα είδος χορού μεταξύ μας, ένα βήμα μπρος, δύο πίσω…»

Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο και λίγο αργότερα, το 2012, τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας στο Παρίσι, πολλοί αναγνώστες ήρθαν να πουν στον Μισκέ ότι έχουν «συναντήσει» τους ήρωές του. «Οι περισσότεροι συμπαθούσαν τον Αχμέντ και τη Ρασέλ, αλλά όχι τον Ζαν που είχε μία-δύο σκοτεινές στιγμές».

Φυσικά, μετά τη βράβευση, όλοι περιμένουν να γνωρίσουν τους επόμενους ήρωες, το επόμενο βιβλίο, με υψηλές προσδοκίες. «Πρέπει να το γράψω, πρέπει να ξεκινήσω αυτό το χειμώνα. Όλοι μου έλεγαν πόσο δύσκολο θα είναι το δεύτερο βιβλίο και τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω τι εννοούσαν. Το μόνο που χρειάζομαι είναι να ξεχαστώ, να ξεχάσω ποιος είμαι, να ξεχάσω το εγώ μου και να αφεθώ».

Λένε πως ένας καλός τρόπος να ξεχάσεις το εγώ σου είναι ο έρωτας. «Ο έρωτας είναι μία απάντηση στα προβλήματα κι ένα μεγάλο πρόβλημα ο ίδιος. Στο “Arab Jazz” υπάρχει έρωτας και αγάπη, κάθε είδους αγάπη, ερωτική, αδελφική, αγάπη μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, αγάπη που μπορεί να είναι καταστροφική, αγάπη που μπορεί να σε στρέφει ενάντια στην κοινωνία ή ενάντια στον εαυτό σου. Μπορεί να πει κανείς ότι στο “Arab Jazz” κυριαρχούν το κακό και η αγάπη. Το βλέπουμε στη σύντομη συνάντηση της Ρασέλ με το διεφθαρμένο μπάτσο. Καμιά φορά οι γυναίκες ερωτεύονται το κακό και βγαίνουν καλύτερες από τέτοιες συναντήσεις, μαθαίνουν να μην ακολουθούν μόνο τη συναρπαγή, να μην παρασύρονται».

Βέβαια τέτοια παραδείγματα συναρπαστικών κακών, ανδρών και γυναικών, αφθονούν στη νουάρ λογοτεχνία. Ο Μισκέ έδωσε στο βιβλίο του έναν τίτλο - φόρο τιμής σε ένα από τα αγαπημένα του βιβλία του είδους, τη «Λευκή Jazz» του Τζέιμς Ελρόι. Άραγε θυμάται πού ήταν και πώς ήταν όταν την πρωτοδιάβασε; «Ήμουν στο Παρίσι, ήμουν γύρω στα τριάντα και σίγουρα δεν ήταν το πρώτο βιβλίο του Ελρόι που διάβαζα, αλλά ήταν για μένα μία αποκάλυψη. Κι άλλες φορές μου έχει συμβεί αυτό με την αμερικανική λογοτεχνία. Το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι να με εντυπωσιάζει στιλιστικά, για τον τρόπο γραφής του, ήταν το «Μανχάταν Τράνσφερ» του Τζον Ντος Πάσος. Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και παρόλο που είχε γραφτεί δεκαετίες πριν μου φάνηκε κάτι καινούργιο, κάτι φρέσκο».

Αλήθεια, τι κάνει στα βιβλία που αγαπάει; Τα τσαλακώνει, τα υπογραμμίζει, τα κουβαλά παντού μαζί του; «Εξαρτάται. Σπάνια τσακίζω σελίδες, αλλά αντιγράφω φράσεις για να τις θυμάμαι ή βγάζω μία φωτογραφία με το κινητό μου τηλέφωνο. Αν δεν σημειώσω κάτι που μου αρέσει, μια φράση, ένα απόσπασμα, βρίζω τον εαυτό μου μετά γιατί ψάχνω βλαστημώντας να το βρω».

Η κουβέντα στο skype τελειώνει και ο Καρίμ Μισκέ βγαίνει για μια βόλτα στο παρισινό δειλινό. Τον ρωτάω τι μουσική ακούει αυτή την εποχή. «Αυτή που ακούω πάντα, αυτή που κυριαρχεί και μέσα στις σελίδες του “Arab Jazz”: reggae, 70s rock, trip hop, Massive Attack, Portishead… αλλά και Gainsbourg, αφρικανική μουσική και πιο σπάνια κλασική, όπως Glenn Gould: λατρεύω το “Goldberg Variations” του Bach». www.athensvoice.gr Διαβάστε όλη τη συνέντευξη στο site της A.V.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ